Η λέξις ηθική ετυμολογείται από την λέξη ήθος, που στα αρχαία ελληνικά σήμαινε:
– τόπος διαμονής, τόπος μόνιμης εγκατάστασης, κατάλυμα, ενδιαίτημα, κατοικία, στέκι. Κατάλυμα ζώων, σταύλος, αχούρι, χοιροστάσιο, σπηλιά ή κρησφύγετο για λιοντάρια, φωλιά για πτηνά και ψάρια. Τόπος όπου ευδοκιμούν δέντρα.
– Ο τόπος από όπου ξεκινά τακτικά, η συνηθισμένη αφετηρία του ο Ήλιος, άρα ένας φωτεινός τόπος («ἔλεγον ἐξ ἠθέων τὸν ἥλιον ἀνατεῖλαι» — έλεγαν ότι ο ήλιος ανέτειλε έξω, μακριά από την κανονική του αφετηρία, Ηρόδ.)
– ο (ηθικός) χαρακτήρας κάθε ατόμου – ο χαρακτήρας του ανθρώπου ως αποτέλεσμα έξεως («ἦθος ανθρώπῳ δαίμων», Ηράκλ.) – η εξωτερίκευση του χαρακτήρα και της ψυχικής διάθεσης ή η μίμηση του χαρακτήρα κάποιου ατόμου με μορφασμούς του προσώπου – έκφραση, ηθική εντύπωση («ἡ δὲ Ζεύξιδος γραφή οὐδέν ἔχει ἦθος», Αριστοτ.) – το ύφος, ο ιδιαίτερος αισθητικός χαρακτήρας μουσικής κλίμακας ή οργάνου – πρόσωπο του δράματος > ηθοποιός – φύση, είδος πράγματος – ηθικό δίδαγμα – (πληθ.) τὰ ἤθη και ἤθεα, τα έθιμα, οι συνήθειες. – το ιδιαίτερο γνώρισμα, η ενυπάρχουσα ιδιότητα της ψυχής ή της ανθρώπινης υπόστασης («ἔν τε τῇ ψυχῇ καλὰ ἤθη ἐνόντα», Πλάτ.).
Παράγωγα:
ηθαίος, ηθάς, ηθείος.
Σύνθετα:
αήθης, ακακοήθης,ασυνήθης, γυναικοήθης,επισυνήθης,ευήθης,ηθογράφος, ηθοποιός, ηθολόγος, κακοήθης, καλοήθης, κακήθης, λατινοήθης, μωροκακοήθης, ομήθης, ομοήθης (= ο έχων ίδιες συνήθειες), πολυήθης, συνήθης, συνομήθης (= συνήθης), υπερευήθης (= ο πάρα πολύ ανόητος, αφελής), υποκακοήθης, φιλοσυνήθης, χειροήθης (= ο έχων συνηθίσει στα χέρια κάποιου), χοροήθης (= ο εθισμένος στον χορό), χρηστοήθης (= ενάρετος).
Ηθική = με τρόπο χαρακτηριστικό, εκφραστικό, με ήθος, με χαρακτήρα, φυσικώς, κατά τρόπο φυσικό με ευπρέπεια, με κοσμιότητα, με χρηστοήθεια.
Ηθικός:
– αυτός που έχει ηθικό ή ηθικοπλαστικό περιεχόμενο.
– αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ήθος, στον χαρακτήρα, που επιδρά στο ήθος ή στα ήθη, χαρακτηριστικός, εκφραστικός («ἡ δέ Ὀδύσσεια… ἠθική» Αριστοτ.) – ευπρεπής, κόσμιος ΠΑΡΟΙΜΙΩΔΕΙΣ ΦΡΑΣΕΙΣ: – ηθικός αυτουργός = αυτός που δεν εκτελεί μια πράξη ιδιοχείρως, αλλά μεταχειρίζεται άλλον, τον φυσικό αυτουργό, τον δράστη, ο υποκινητής, ο εμπνευστής μιας πράξης – ηθικό πρόσωπο = νομικό πρόσωπο – ηθικός νόμος = ο κατά παράδοση αποδεκτός και τηρούμενος άγραφος νόμος, ο αιώνιος νόμος – επιγραφή της ηθικής = επιγραφή που δηλώνει την διάθεση, τα αισθήματα – ηθική αλληγορία = ένα από τα τρία είδη λαϊκού θεάτρου του ευρωπαϊκού μεσαίωνα – ηθική βλάβη = ζημία που υφίσταται ένα πρόσωπο από την προσβολή των μη περιουσιακών αγαθών του, δηλαδή των αγαθών εκείνων που απορρέουν από την σωματική, ψυχική ή κοινωνική ατομικότητα του προσώπου.
Ηθική [> λατ. ethica, αγγλ. ethics, κλπ.) λέγεται και η επιστήμη – κλαδος της φιλοσοφίας – που εξετάζει τους κανόνες στους οποίους στηρίζονται τα ήθη των ανθρώπων μιας κοινωνίας.
Θεμέλιά της, τα έργα του
– Πλάτωνος (Πρωταγόρας, Γοργίας, Πολιτεία, Φίληβος) και
ΠΗΓΗ: ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 4.1.1996. Συλλογή: Γ. Λεκάκης.
υμνος του Βαρβακειου...
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.