Του Γιώργου Λεκάκη
ΞΕΠΟΥΛΙΕΤΑΙ ΑΡΧΑΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ
ΔΙΑΔΗΜΑ[1], του 3ου
– 4ου αιώνα π.Χ. από χάλκινο σύρμα, στολισμένο με επιχρυσωμένα ίχνη
στα χάλκινα φύλλα κισσού, ανάμεσά στα οποία υπάρχουν λεπτές χάλκινες κλωστές,
που στερεώνουν λευκά μούρα από τερακότα βαμμένα με λευκό gesso!
Έχει διάμετρο 24 εκατ.
Η «προέλευσή» / ξέπλυμα του, λένε οι
ξεπουλητές, είναι, κατά σειρά:
– από… «ιδιωτική συλλογή»,
– από την γκαλερί της Γερμανίας
Royal-Athena,
– που πέρασε στην συλλογή του Ian
Colverson[2] (Νέα
Υόρκη, 1940-202;),
– και εν τέλει στην Βρετανία,
που αποκτήθηκε από τα παραπάνω στις 4 Μαΐου 2009.
Δημοπρατείται από την Lyon & Turnbull του
Εδιμβούργου Σκοτίας, και μέχρι στιγμής το… «θέλουν» 2.669 «followers».
Το ανεκτίμητον δε, εκτιμάται 3.000 λίρες Αγγλίας…
ΠΗΓΗ: ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 1.9.2023.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
– M. Constock και C. Vermeule «Greek, Etruscan and Roman bronzes in the
Museum of Fine Arts Boston», MFA, 1972.
[1] διάδημα / διάδεμα (< ρ. διαδέω < δέω = δένω) >
αγγλ. diadem, ισπ. diadema, ολλ. diadeem) = στεφάνι, ταινία ή κορδέλλα, ιδίως
τιάρα, κορώνα, στέμμα > διαδηματοφόρος = αυτός που φορά διάδημα – βλ. Ξεν. Πλούτ.
> διάδημα έφερον οι Μακεδόνες βασιλείς (Ηρωδιαν. 1. 3, 7) και ακολούθως οι
βασιλείς εν γένει (Πλούτ. 2. 753D, Διόδ. 20. 54). Το χρώμα αυτού ήταν κυανούν
μετά λευκών στιγμάτων (K. Curt. 3. 3, 19) > «Άτταλος βασιλεύς ανηγορεύθη
διαδησάμενος» > Οσίριδος διάδημα = άλιμος. Στέμμα και του βασιλιά των Περσών
> διαδεδεμένος = αυτός που είναι δεμένος σφιχτά (Πλάτ.).
[2] Ο Ian Colverson ήταν μεταπολεμικός χαράκτης
και συλλέκτης, του οποίου έργα βρίσκονται σε πολλά μουσεία και γκαλερί
παγκοσμίως, συμπεριλαμβανομένης της Tate Gallery, Λονδίνο και του Μουσείου
Μοντέρνας Τέχνης Νέας Υόρκης.