Οι πρώτες επιστημονικές έρευνες στο ελευσινιακό Ιερό πραγματοποιήθηκαν
κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας από την αρχαιόφιλη εταιρεία των
Dilettanti (Society of Dilettanti), η οποία έστειλε μία αποστολή στην Ανατολική
Μεσόγειο με επί κεφαλής τον Sir William Gell και τους αρχιτέκτονες John Peter
Grandy και Francis Redford. Τα μέλη της αποστολής που έφτασαν στην Ελευσίνα το
1812 κατάφεραν να εντοπίσουν το Τελεστήριο και να σχεδιάσουν την κάτοψή του, η
οποία όμως, αποδείχτηκε λανθασμένη, καθώς τα σπίτια του χωριού της Ελευσίνας
που είχαν οικοδομηθεί επάνω σε αυτό τους εμπόδισαν να έχουν μία σωστή εικόνα
του χώρου.
Πραγματοποίησαν, επίσης, καθαρισμό του ναού της Προπυλαίας Αρτέμιδος
και του Πατρός Ποσειδώνος καθώς και των Μεγάλων Προπυλαίων, και ήταν οι πρώτοι
που εντόπισαν την ομοιότητα της κάτοψής τους με εκείνη των Προπυλαίων της
Αθήνας. Τέλος, σχεδίασαν πολλά από τα αρχιτεκτονικά μέλη των Μικρών Προπυλαίων.
Το σύνολο της ερευνητικής εργασίας τους εκδόθηκε το 1817 σε ένα ιδιαίτερα
σημαντικό βιβλίο με τίτλο The Unedited Antiquities of Attica.
Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας, το ενδιαφέρον για το Ιερό της
Ελευσίνας αναθερμάνθηκε και το 1860 ο Γάλλος αρχαιολόγος Fr. Lenormant, με την
άδεια της ελληνικής κυβέρνησης, πραγματοποιεί μικρής έκτασης και διάρκειας
αρχαιολογικές έρευνες στην περιοχή των Μικρών Προπυλαίων.
Οι συστηματικές ανασκαφές ξεκίνησαν το 1882 από την «Εν Αθήναις
Αρχαιολογική Εταιρεία» με διευθυντή τον αρχαιολόγο Δημήτριο Φίλιο. Οι εκθέσεις
της ανασκαφικής του έρευνας από το 1882 έως το 1894 έδωσαν τα πρώτα
τεκμηριωμένα στοιχεία για την οικοδομική εξέλιξη του Ιερού. Από τα πρώτα χρόνια
συνεργάστηκε με τον Wilhelm Dörpfeld, στη δεξιοσύνη του οποίου οφείλονται τα
αρχιτεκτονικά σχέδια που συνοδεύουν τις ετήσιες, κατά βάση, αναφορές του Δ.
Φίλιου.
Οι ανασκαφικές εργασίες συνεχίστηκαν στον χώρο μεταξύ των ετών 1895 και
1907 από τον καθηγητή Ανδρέα Σκιά, ο οποίος ερεύνησε ιδιαίτερα την αυλή του
Ιερού, το νότιο τμήμα του, το νεκροταφείο των γεωμετρικών χρόνων και τα προϊστορικά
κατάλοιπα στα νότια του περιβόλου.
Η δεύτερη περίοδος των ανασκαφών αρχίζει το 1917 με διευθυντή τον
Κωνσταντίνο Κουρουνιώτη. Έως το 1930 έγιναν μικρής έκτασης ανασκαφές, λόγω
έλλειψης χρημάτων. Το ίδιο έτος το ίδρυμα Rockfeller χρηματοδοτεί την έρευνα
και ο K. Κουρουνιώτης πραγματοποιεί εκτεταμένες ανασκαφές που έφεραν στο φως τα
κατάλοιπα του Τελεστηρίου και των περιβόλων του και αποκάλυψαν την οικοδομική
ιστορία του Ιερού από το 1500 π.Χ. έως τον 5ο αιώνα μ.Χ.
Τα νέα στοιχεία που προέκυψαν κατά τη δεύτερη αυτή ανασκαφική περίοδο
όχι μόνο επιβεβαίωσαν την άγνωστη έως τότε προϊστορική φάση του Ιερού αλλά
έδωσαν τη δυνατότητα στους ανασκαφείς να διορθώσουν και να συμπληρώσουν τα
προηγούμενα συμπεράσματα σχετικά με την τοπογραφία του Ιερού κατά τους ιστορικούς
χρόνους.
Συνεργάτες του Κ. Κουρουνιώτη υπήρξαν ο αρχιτέκτονας Ιωάννης Τραυλός, ο
Έφορος αρχαιοτήτων Ιωάννης Θρεψιάδης και, για ένα μικρό διάστημα, ο καθηγητής
αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης Ιωάννης Μπακαλάκης.
Από το 1945, μετά τον θάνατο του Κ. Κουρουνιώτη, η «Εν Αθήναις
Αρχαιολογική Εταιρεία» εμπιστεύτηκε τις ανασκαφές στους καθηγητές Αναστάσιο
Ορλάνδο και Γεώργιο Μυλωνά, καθώς και στον Ιωάννη Τραυλό.
Ο Γ. Μυλωνάς συνέχισε να ασχολείται με την Ελευσίνα έως τον θάνατό του
το 1988. Ήταν ο αρχαιολόγος που έφερε στο φως το λεγόμενο «Δυτικό Νεκροταφείο»
της Ελευσίνας με τον μεγάλο αριθμό τάφων που χρονολογούνται στα προϊστορικά
χρόνια, μεταξύ των οποίων και μία συστάδα τάφων που ταυτίστηκε από τον
ανασκαφέα με τον τάφο των «Επτά επί Θήβας».
Κατά τη δεκαετία του 1990 οι έρευνες εντός του αρχαιολογικού χώρου
συνεχίστηκαν από τον Μιχάλη Κοσμόπουλο, ενώ ακολούθησαν εκείνες από τις κατά
καιρούς αρμόδιες για τον χώρο Εφορείες Αρχαιοτήτων του Υπουργείου Πολιτισμού.
Σήμερα, ο αρχαιολογικός χώρος και το Μουσείο της Ελευσίνας υπάγονται στην
αρμοδιότητα της Εφορείας Αρχαιοτήτων Δυτικής Αττικής.
ΠΗΓΗ: ΕΦΑ ΔΥΤΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ, ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 2.3.2021.