Του Γιώργου Λεκάκη

Αρχαίο κείμενο Διοσκορίδη: “μήον τό καλούμενον Άθαμαντικόν γεννάται πλείστον έν Μακεδονία καί Σπανία [Ισπανια] όμοιον τω καυλω καί τοις φύλλοις ανήθω, παχύτερον δέ του ανήθου, διπηχύ που αναβαίνον, ταις ρίζαις υπεσπαρμένον λεπταίς, πλαγίαις καί ευθείαις, μακραις, ευώδεσι, θερμαίνουσαις τήν γλώτταν, αιτινες αποζεσθείσαι μεθ’ ύδατος ή και λείαι δίχα εψήσεως ποθείσαι τά στεγνά περί κύστιν και νεφρούς πάθη παρηγορούσι και δυσουρίαις αρμόζουσι, στομάχου δε εμπνευματώσεσι και στρόφοις, υστερικαίς τε διαθέσεσι και άρθρων πόνοις, θώρακι (τε) ρευματιζομένω σύν μέλιτι λείαι αντί εκλεικτού βοηθούσιν, αίμα τε άγουσι δι’ εμμήνων αποοζεσθείσαι είς εγκάθισμα, παιδιών δέ καταπλασθέντος του εφηβαίου ούρα άγουσιν. έστι δέ και κεφαλαλγές πλείον η δει πινόμενον”.
Στο «Θεραπεία λιθιάσεως καὶ ἑλκώσεως Νεφρῶν», ο Αρεταίος γράφει: «ἀμφὶ μὲν φλεγμασίης, καὶ αἱμορραγίης, καὶ ὁκόσα ὀξέως ἀπὸ νεφρῶν κτείνει, ἐν τοῖσι ὀξέσι γεγράφαται· ἀμφὶ δὲ ἑλκώσιος, ἠδὲ λίθων γενέσιος, ὁκόσα τὰ πολλὰ ξυναποθνήσκει πρεσβύτῃσι, μάλιστα νῦν γράφω· ἄγχιστα μὲν ἐς ἄκεσιν· εἰ δὲ μὴ, οἷσι ὅγε παρηγορήσεται. λίθων μὲν ὦν εὐφυῆ γένναν ἐς ἄγονον τρέψαι, ἀδύνατον. ῥηΐτερον μὲν γὰρ μήτρην ἄτοκον θέμεναι, ἢ νεφροὺς λιθιῶντας ἀλίθους. ἐς διέξοδον ὅκως ἀρηγειν χρή· ἢν ὦν ἐν ἕδρῃ ἵζωσι οἱ λίθοι, τὰ ἄκεα φράσω. κάρτα γὰρ ὀδυνέονται, ποτὶ καὶ ἐξέθανον στρόφοισι καὶ εἰλέῳ κώλου καὶ ἰσχουρίῃ. ξυναφέα γὰρ ἀλλήλοισι νεφροί τε καὶ κῶλον. ἢν γὰρ λίθων ἐντάσιες ἔωσι, ἐπὶ δὲ τοῖσι ἰσχουρίη τε καὶ στρόφοι, τὴν ἐπὶ τῷ σφυρῷ τάμνειν φλέβα τῷ κατ᾽ ἴξιν τοῦ νεφροῦ. αἱ γὰρ τοῦ αἵματος ἀπὸ νεφρῶν ἔκροιαι ἀνιᾶσι τῶν λίθων τὰς σφίγξιας. φλεγμονὴ γὰρ δήσασα ἴσχει τὰ πάντα· φλεγμον ῆς δὲ κενεαγγείη λύσις· τέγγειν τε τὰς ψύας ἔνθα τῶν νεφρῶν ἡ χώρη· λίπας δὲ παλαιὸν, ἢ τὸ νέον, ῥύτην ἰσχέτω· οὐρητικὸν δὲ καὶ ἀνήθου ἡ κόμη καὶ λιβανωτὶς, ἢ σάμψυχον. τοῖσδε χρὴ, ὅκως ὕδατι, καταιον εῖν· σμικρὸν γὰρ αἱ χρίσιες. ἀτὰρ καὶ τοῖσδε πυριῆν, βοείῃσι κύστεσι ἐγχέοντα ἔλαιον ἀνθέμιδος. ἐπιπλασμάτων νῦν ὕλη ξὺν τοῖσι ἀλήτοισι ἡ ωὐτή. ἔλυσε καὶ σικύη κούφη κοτὲ τῶν λίθων τὴν ἔνστασιν· ἄριστον δὲ κἢν ἐπὶ φλεγμασίης σχάσῃς. ἢν δὲ τάδε σοι ποιέοντι ἔτι μίμνωσι οἱ λίθοι, ἐς ἔλαιον τὸν ἄνθρωπον καθιέναι. τόδε γάρ τοι ἅμα πάντα ποιέει· ἀλέῃ μὲν χαλᾷ, πῆ δὲ ἐκγλισχραίνει· τὸ δριμὺ δὲ ἐς προθυμίην δάκνει. τάδε μέντοι ἔξοδα λίθων καὶ σφῶν προκλήσιες· πίνειν δὲ φαρμάκων τῶν ἁπλῶν μὲν ῥίζας, φοῦ, μῆον, ἄσαρον· βοτάνας δὲ, τὴν πριονίτην, ἢ πετρόσελινον, ἢ σίον· ποικίλων δὲ, μύρα μὲν ὁκόσα ἴσχει νάρδον, κασίην, σμύρναν, κιννάμωμον. ἀπουλώσει σίνηπι, καὶ ἐκ πυρὸς ἐσχάραι, καὶ ἐπιθήματα ἃ πρόσθεν μοι λέλεκται· δίαιτα δὲ καὶ ἄλειψις, καὶ πλοῦς, καὶ ἡ ἐν θαλάσσῃ βιοτὴ, ἅπαντα τοῖσι ἐπὶ νεφρῶν ἐστι ἄκεα». – ΠΗΓΗ: Αρεταίος ο Καππαδόκης «Χρονίων νούσων θεραπευτικόν», κεφ. γ΄.
Στον Μεσαίωνα χρησιμοποιήθηκε κυρίως η ρίζα του και ο φλοιός του (cortex meu). Οι θεραπευτικές δυνάμεις του είναι πολλές: Πίνοντας χυμό του βοηθιέται το ήπαρ, τα νεφρά, τις ουροφόρες οδούς, την ουροδόχο κύστη, την υδρωπικία, τον πόνο στα έντερα και την μήτρα, βγάζει την πέτρα, το ουροποιητικό σύστημα και την ούρηση.
Οι αγελάδες κατεβάζουν πολύ γάλα τρώγοντάς το.
Στο παρελθόν συνταγογραφούνταν για εντερική ατονία, υστερία, αμηνόρροια, δυσμηνόρροια, πυρετούς, μετεωρισμό, κ.ά.
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ
Το όνομα του φυτού μεῖον / μειών / μῆον / μέων / μέον (= το μειονότερο, μικρότερο) / μαῖον είναι πρωτοοελληνικής προελεύσεως, και σχετιζόμενο με τον θεό των Ελλήνων Μαίονα ή Μάνη Ουρανό, στον οποίο, μάλλον, ήταν αφιερωμένο το φυτό (ιερόφυτο). Ομοιάζει με μια ποικιλία τριφυλλιού.
Εμφανίζεται φυσικά στην υποαλπική ζώνη των βουνών της Δυτικής και Κεντρικής Ευρώπης, Κεντρικής Βουλγαρίας (Meum vulgaris), και της Καλαβρίας μέχρι το βόρειο άκρον της Σκοτίας[5], στο ευρωπαϊκό τμήμα της Ρωσίας, στην Ουκρανία, τα Καρπάθια, σπάνια στην περιοχή του Λένινγκραντ, και στην Δανία. Όπου και λέγεται και Baldmoney, από το όνομα του θεού Baldr της σκανδιναβικής μυθολογίας, στον οποίο ήταν αφιερωμένο το φυτό. Στα γερμανικά είναι γνωστό ως Bärwurz (αρκουδοβότανο).
Στην παραδοσιακή κουζίνα
Στην κουζίνα χρησιμοποιείται ως μπαχαρικό στα υψίπεδα της Σκοτίας. Ταιριάζει πολύ με το σχινόπρασο. Χρησιμοποιείται για την παρασκευή μυρωδικών τυριών, στα ορεινά μέρη, και για την παρασκευή της «σούπας Köppernickel» Στον νότιο Μέλανα Δρυμό, ένα φυτικό αλάτι παρασκευάζεται από θαλασσινό αλάτι και αποξηραμένο Bärwurz. Για τον σκοπό αυτό, το βότανο συλλέγεται πριν από την ανθοφορία, ξηραίνεται στην σκιά και στην συνέχεια ψιλοκόβεται και αναμιγνύεται με το αλάτι. Τα σναπς Bärwurz, πολύ γνωστά στην Βαυαρία, πωλούνται σε κυλινδρικά, καφέ πήλινα μπουκάλια, παρασκευάζονται είτε από το φυτό Bärwurz είτε από Ligusticum mutellina. – ΠΗΓΗ: Tabernaemontanus, New Kreuterbuch, 1588.
ΠΗΓΗ: Γ. Λεκάκης «Λεξικόν των παραδόσεων». ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 15.4.2018.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Όπως η στραγγάλια η λεπτυσμένη, η αγαπάνθια του κάρδου, τα σκιαδοφόρα, η αγγελική αρχαγγελική, ο κισσός, το βούνιον, κ.ά.
[2] Συγκεκριμένα στην Σιέρα Νεβάδα και την Ανδαλουσία. Αλλά και στην Βόρεια Αγγλία, την Βόρεια Ουαλία, στην Σκωτία – έως το Argyll και το Aberdeenshire.
[3] Αρχ. άνηθον και άνησον.
[4] εκλεικτόν (το) = έκλειγμα, φάρμακον ὅπερ δύναταί τις νὰ λείχῃ ἢ ὅπερ τιθέμενον εἰς τὸ στόμα διαλύεται, φάρμακο που γλείφεται ή λυώνει στο στόμα, ματζούνι > λατ. ecligma, electuarium. – ΠΗΓΕΣ: Ἀρετ. Ὀξ. «Νούσ. Θεραπευτ.» 1.5, Ἱππ. 401.41, 401.45, Διοσκ. 1.3, 2.125, 4.185. Hp. l.c., Πλίν. HN 20.253, Zopyr. ap. Γαλ.14.150,
[5] όπου ανακαλύφθηκε το 2000.
[6] εκ του ονόματος, συμπεραίνουμε πως στην αρχαιότητα εφύετο και στο Αθαμάντιον Πεδίον, της Μαγνησίας Θεσσαλίας.
