Του οικονομολόγου Κώστα
Λάμπου,
Το νεφελώδες νεοφιλελεύθερο οικονομικό μοντέλο της Δύσης που στηρίζεται στην
ατομική ιδιοκτησία πάνω στα μέσα παραγωγής, βιώνει μια βαθιά και πολύπλευρη
κρίση, απότοκο της παρακμιακής του φάσης, η οποία αφού πολτοποίησε όλες τις παλιές
αστικές κοινωνίες της Δύσης κατάληξε να είναι η εξουσία του 1%, που λεηλατεί
τον πλανήτη και τις ζωές του 99% του πληθυσμού του Δυτικού κόσμου. Βέβαια δεν
φαίνεται να είναι καλύτερη η τύχη των δεσποτικών κοινωνιών που ζουν στις
συνθήκες του σκοτεινού κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού των χωρών της Ανατολής.
Η τοξικότητα των σχέσεων και ο ανταγωνισμός μεταξύ Ανατολής και Δύσης οξύνονται
σε βαθμό επικίνδυνο με αποτέλεσμα την αύξηση της αβεβαιότητας για την πορεία
της ανθρωπότητας. Εκείνο όμως που είναι βέβαιο είναι το γεγονός ότι τόσο η
δυτική, όσο και η ανατολική κυρίαρχη ελίτ ετοιμάζονται για την τελική αναμέτρηση
με στόχο την παγκόσμια ηγεμονία.
Αυτό φαίνεται από το γεγονός πως οι εξοπλισμοί σε παγκόσμιο επίπεδο
απορροφούν όλο και μεγαλύτερο μέρος από το ΑΕΠ όλων των χωρών, γεγονός που
λειτουργεί σε βάρος των δαπανών για την δημόσια υγεία, παιδεία, ασφάλεια και
ευημερία. Μάλιστα το 40% των καταγραμμένων παγκόσμιων ετήσιων αμυντικών δαπανών
πραγματοποιούνται από τις Ενωμένες Πολιτείες Αμερικής, (ΕΠΑ), πράγμα
αποκαλυπτικό των προθέσεών τους να εξουσιάζουν την παγκόσμια οικονομία με την
απειλή και την χρήση του πολέμου. Αν στο 40% προσθέσουμε τις μυστικές δαπάνες
για τον οικονομικό πόλεμο και τις αφανείς αμυντικές δαπάνες των ΕΠΑ τότε θα
πρέπει να συμπεράνουμε ότι για να ξοδεύει αυτά τα τεράστια ποσά, την στιγμή που
αντικειμενικά δεν κινδυνεύει από καμιά χώρα, τότε αυτές οι δαπάνες δεν είναι
αμυντικές, αλλά επιθετικές, ενδεικτικές του ιμπεριαλιστικού χαρακτήρα της
οικονομίας τους. Έτσι γίνεται φανερό ότι αυτές οι επιθετικές δαπάνες επιτρέπουν
στις ΕΠΑ να διαμορφώνουν προς το συμφέρον τους τον διεθνή καταμερισμό της
εργασίας, ώστε αυτές οι δαπάνες να τους αποφέρουν πολλαπλάσιο πλούτο από το
κόστος ελέγχου της παγκόσμιας οικονομίας.
Παρατηρείται επίσης ότι στις δέκα στρατιωτικά ισχυρότερες χώρες του
πλανήτη, με τις μεγαλύτερες αμυντικές δαπάνες, αντιστοιχεί περίπου το 73% του
συνόλου των καταγραμμένων ετήσιων αμυντικών δαπανών, πράγμα που καταδεικνύει
την ύπαρξη μιας πυραμίδας στρατιωτικής
ισχύος, στην κορυφή της οποίας βρίσκονται οι ΕΠΑ, με την Κίνα και την Ινδία
να ακολουθούν απειλητικά, δεδομένης και της ραγδαίας οικονομικής ανάπτυξής τους.
Την ίδια στιγμή
όμως συντελείται μια ανατροπή στη σχέση μεταξύ Αμερικής και Κίνας αναφορικά με
τη συμμετοχή τους στο Ακαθάριστο Παγκόσμιο Προϊόν, η οποία εξελίσσεται σε βάρος
της Αμερικής αφού το 1950 η Αμερική συμμετείχε κατά 27,3%, ενώ η Κίνα μόλις
κατά 4,5%, στο τέλος του ψυχρού πολέμου, το 1990, η Αμερική συμμετείχε κατά
20,6% και η Κίνα κατά 3,86%, για να καταλήξει το 2018 η Αμερική να συμμετέχει
κατά 15% ενώ η συμμετοχή της Κίνας ανέρχεται στην πρώτη θέση με 18,6%[1].
Το σπάσιμο του
ψυχολογικού φράγματος, με τον εκτοπισμό της Αμερικής, και κατά μία έννοια της
Δύσης συνολικά, από την πρώτη θέση και την ανάδειξη της Κίνας, και κατά κάποια
έννοια της Ασίας/Ανατολής, στην κορυφή της οικονομικής κατάταξης των χωρών του
πλανήτη, καθιστά την Αμερική περισσότερο ανίσχυρη να διαχειριστεί το σχέδιο της
παγκόσμιας ηγεμονίας του αμερικανισμού[2]. Αυτό το γεγονός κάνει την ηγεσία των ΕΠΑ και
ιδιαίτερα το στρατιωτικοβιομηχανικό της σύμπλεγμα να αντιδρά σπασμωδικά με μια
σειρά από τοπικούς πολέμους που καταλήγουν στην απώλεια ισχύος και κύρους της
Αμερικής επειδή τελικά ασκούν αρνητικές επιδράσεις στις οικονομίες όλων των
εμπλεκόμενων και μη χωρών, με αποτέλεσμα την διαμόρφωση ενός κλίματος
αντιαμερικανισμού στον υπόλοιπο κόσμο[3]. Αυτό το γεγονός δημιουργεί ανασφάλειες και ανησυχία
στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στους λοιπούς ‘δυτικούς συμμάχους’, την ασφάλεια των
οποίων έχει αναλάβει, δια του ΝΑΤΟ, εργολαβικά η Αμερική. γεγονός που αφήνει
χώρο στον αναδυόμενο ασιατικό και κύρια στον κινέζικο κρατικό καπιταλισμό να
διεκδικήσει ρόλο παγκόσμιου ρυθμιστή. Έτσι γίνεται προφανές ότι η ανθρωπότητα
εισέρχεται στη μεγαλύτερη γεωπολιτική κρίση που έλαβε χώρα ποτέ, η οποία
εξελίσσεται σε υπαρξιακή, η λύση της οποίας όμως ξεφεύγει των νόμων της
οικονομίας και της διπλωματίας πράγμα που προφανώς σημαίνει ότι ο ‘κύριος ΠΠ’, (Παγκόσμιος
Πόλεμος), καλείται και πάλι να γράψει και την επόμενη σελίδα της ιστορίας της
ανθρωπότητας δια της καταστροφής και της βαρβαρότητας.
Αυτή η εκδοχή ενισχύεται, αν δούμε με τη διεύρυνση
της ομάδας των δέκα σε ομάδα των είκοσι στρατιωτικά ισχυρότερων χωρών, με
κριτήριο τις αμυντικές δαπάνες τους, τότε το ποσοστό της ομάδας των είκοσι θα
ξεπερνούσε το 80% των παγκόσμιων αμυντικών δαπανών, πράγμα που αποκαλύπτει την
στρεβλή, δύσμορφη, ανορθολογική, ασταθή και μη συμμετρική δομή των χωρών στα
πλαίσια της πυραμίδας στρατιωτικής ισχύος. Αυτό σημαίνει ότι η διάσπαση του
κόσμου σε δυό κύρια στρατόπεδα, με αρχηγέτες την Αμερική και την Κίνα με τις
αντίστοιχες ακολουθίες, οδηγεί λογικά στη γλώσσα των όπλων, που σημαίνει ότι
από την στιγμή που το άθροισμα της μεταξύ τους ισχύος θα πάψει να είναι ίσο με
το μηδέν, τότε η πλάστιγγα θε έχει αναδείξει τον ισχυρότερο, ικανό για το πρώτο
χτύπημα.
Για να μην συμβεί αυτό πρέπει στο μεταξύ διάστημα να
έχουν αλλάξει κοσμοαντίληψη, γνώμη, επιλογή, στρατηγική και τακτική οι λαοί της
Αμερικής, της Κίνας και της υπόλοιπης ανθρωπότητας, του Μεγάλου Θεατή των
εξελίξεων, δηλαδή, της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπεριλαμβανομένου.
Αυτό το φαινόμενο
της μη-συμμετρικής και άδικης διασποράς της οικονομικής δραστηριότητας του
πλανήτη προκαλείται αποκλειστικά από την ανισοκατανομή του καταμερισμού της
εργασίας σε παγκόσμια κλίμακα η οποία ξεκινά από την ανισοκατανομή της ατομικής
ιδιοκτησίας πάνω στο έδαφος και στα άλλα μέσα παραγωγής και καταλήγει στην
ακραία ανισοκατανομή του πλούτου. Ζούμε σε έναν κόσμο που σπαράσσεται
αδιαλείπτως από κατακτητικούς πολέμους και βιώνει την καπιταλιστική βαρβαρότητα
με την μορφή της ακραίας συγκέντρωσης του παγκόσμιου πληθυσμού σε ελάχιστα
τερατωδώς μεγάλα αστικά κέντρα, όπου ο προκλητικός πλούτος ‘συγκατοικεί’ με την
απόλυτη φτώχεια.
Αυτή η ανισόμερη και ασύμμετρη διασπορά της οικονομικής και στρατιωτικής
ισχύος διαψεύδει το ιδεολόγημα περί οικονομίας της ελεύθερης αγοράς:
·
Πρώτον γιατί την
αγορά την ρυθμίζουν τα όπλα και οι πόλεμοι των ισχυρών εναντίον άλλων ισχυρών
αλλά και ανίσχυρων ανταγωνιστών τους.
·
Δεύτερον γιατί
ελεύθερη αγορά σε συνθήκες υψηλής αβεβαιότητας εξαιτίας των ακραίων οικονομικών
και κοινωνικών ανισοτήτων και των συχνών πολεμικών συγκρούσεων δεν υπάρχει.
·
Τρίτον γιατί
ελεύθερη αγορά και συνεπώς ελεύθερη οικονομία με καχεκτικές και ανελεύθερες
κοινωνίες και δυστυχισμένους και ανελεύθερους ανθρώπους δεν μπορεί να υπάρξει,
παρά ως πολεμική οικονομία και ακραίες κοινωνικές ανισότητες.
Ο ανασφαλής, λαίμαργος και
συγκρουσιακός χαρακτήρας της ατομικής ιδιοκτησίας πάνω στα μέσα παραγωγής δεν
οδηγεί μόνο στην κοινωνική ανισότητα και στην πολεμική οικονομία για την
διασφάλιση και την διεύρυνση της ανισότητας σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά και στην
διαρκή όξυνση των ανταγωνισμών μεταξύ ιδιοκτητών μέσων παραγωγής κατά συνέπεια
και μεταξύ κρατών, πράγμα που καθιστά την παγκόσμια οικονομία πολεμική,
οικονομία για την εξουσία και την κυριαρχία και όχι οικονομία για τον άνθρωπο,
την κοινωνία και την ανθρωπότητα.
Όσο η οικονομία για την εξουσία και τον πόλεμο θα κυριαρχεί πάνω στην
κοινωνία και η ατομική ιδιοκτησία πάνω στα μέσα παραγωγής θα στρεβλώνει τις
οικονομικές δομές, θα ζουγκλοποιεί τις κοινωνικές και τις ανθρώπινες σχέσεις
και θα στηρίζεται στη θεσμική, δομική και στρατιωτική βία τόσο οι κρίσεις και
οι καταστροφικές συγκρούσεις θα αναπαράγονται με κύριο σχεδιαστή τις ΕΠΑ και
εκτελεστή το ΝΑΤΟ[4]. Πίσω από
τις ΕΠΑ στοιχίζονται δυτικές χώρες όπως Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία και
κάποιες χώρες της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής, αλλά και κάποιες ιδιότυπα
‘δυτικές χώρες’ της Ασίας μεταξύ των οποίων η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα και
μερικές άλλες από την μια μεριά και πίσω από την Κίνα στοιχίζονται η Ινδία, η
Ρωσία και κάποιες άλλες ασιατικές, και όχι μόνο, χώρες, από την άλλη.
Όσο η αδυναμία των δυνάμεων της Εργασίας, της Επιστήμης και του Πολιτισμού,
δηλαδή, της εργαζόμενης κοινωνίας/ανθρωπότητας, να αποσπάσουν από το κεφάλαιο
και για λογαριασμό τους τον έλεγχο πάνω στην επιστήμη, στην εφαρμοσμένη έρευνα
και στην τεχνολογία, τόσο το κεφάλαιο, στη μια ή στην άλλη εκδοχή του, θα
σχεδιάζει νέες μεγάλες επανεκκινήσεις (Great reset) που θα καταλήγουν στην καπιταλιστική βαρβαρότητα
και σε κάπου είδους ψηφιακό φασισμό και στην απόλυτη υποδούλωση της ανθρωπότητας.