Του Γιώργου Λεκάκη
Το περίφημο γνωστό ως «βότσαλο
του Τολεντίνο» είναι ένα μικρό βότσαλο (ύψους 12,7 εκατ.), που φέρει μια
ανθρωπόμορφη εικόνα βουκέφαλης(*) γυμνόστηθης γυναίκας (με κεφάλι βοοειδούς ή ιπποειδούς) στραμμένο προς τα
αριστερά και προς τα πάνω. Είναι η Ιώ, η ερωμένη του Διός(**), η ονοματίσασα το Ιώνιο (και ως εκ τούτου όχι Ιόνιο) πέλαγος και τον Βούσπορο(*) (> Βόσπορο);
Σημειώνεται ευδιάκριτα το ηβαίο τρίγωνό της (ως ανεστραμμένο Δ). Ίσως φέρει και είδος γραφής ή αρίθμησης.
Χρονολογείται ως 12.000 – 10.000 χρόνια πριν από σήμερα.
Ανακαλύφθηκε το 1884.
Εκτίθεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Μάρκε
Ιταλίας.
Το όνομα του Τολεντίνο προέρχεται
από την ελληνική λέξη «θόλος» (και πράγματι ένας προσχωματικός λόφος υψώνεται στην
πόλη).[1] Είναι αποικία Κορινθίων;
Το Tolentino[2] είναι σήμερα
μια ιταλική πόλη στην επαρχία Macerata στην περιοχή Marche[3] της κεντρικής-ανατολικής
Ιταλίας, η οποία έχει πρωτεύουσα την Αγκώνα > Ανκόνα[4], αποικία
Ελλήνων εκ Συρακουσών[5].
Αργότερα όμως εκεί Sènoni, Piceni[6] και Έλληνες,
ίδρυσαν ένα ελληνο-γαλατο-κελτικο-ιταλικό κοινό, με το λιμάνι της Αγκώνος να
έχει διασύνδεση με όλην την Μεσόγειο, με κυρίαρχο τον ελληνικό πολιτισμό.[7]
Ένα από τα πολλά αρχαία νομίσματα της Αγκώνος. Φυσικά με ελληνική γραφή ΑΓΚΩΝ, εικόνα (αγκών χεριού), που δικαιολογεί το ελληνικό όνομα της πόλεως, στάχυ και λουλούδια. |
Βρίσκεται σε ευνοϊκή
γεωγραφική θέση στο κέντρο της κοιλάδας Chienti. Φιλοξενούσε ανέκαθεν οικισμούς,
με σημαντικό ιστορικό, πολιτιστικό και οικονομικό ρόλο, ως συνδετικός κρίκος
μεταξύ της αδριατικής ακτής και των ιταλικών βουνών (νυν Sibillini). Τα πρώτα
στοιχεία ζωής στην επικράτεια του δήμου χρονολογούνται από την Κάτω
Παλαιολιθική εποχή.
Πολυάριθμοι τάφοι, από τον 8ο
– 4ο αιώνα π.Χ. έχουν βρεθεί. Στην κοιλάδα Chienti, σύμφωνα με τον τοπικό μύθο,
υπήρχε «ιερή πηγή», στην οποία ήλθαν κάποιοι νέοι, οι οποίοι μετανάστευσαν από
την Sabina, πέρα από τα Απέννινα, για να βρουν νέα εδάφη για να
εγκατασταθούν.
Από τις επιγραφές των
επιτύμβιων μνημείων, αλλά και όπως αναφέρει ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος στο «Naturalis
Historia», είναι γνωστό ότι το Tolentinum, περιλαμβανόταν στο regio V Picenum,
ήταν, ίσως, αποικία και σίγουρα ρωμαϊκός δήμος. Δυστυχώς σχεδόν κάθε ερείπιο
της ρωμαϊκής εποχής έχει χαθεί λόγω της συνεχούς οικοδομής νέων κτηρίων… Σώζονται
μόνον κάτι ερείπια θερμών λουτρών, κάτω από το νυν δημαρχείο…
Μια αναμφισβήτητη μαρτυρία
της κατάστασης της πόλης, προέρχεται από τον Flavio Giulio Catervio, έπαρχο του
πραιτορίου, ο οποίος αποσύρθηκε στο Tolentino προς τα τέλη του 4ου αιώνα
μ.Χ., του οποίου η υπέροχη σαρκοφάγος και ό,τι έχει απομείνει σώζεται ακόμη.
Σύμφωνα με την παράδοση, ο Catervio ήταν υπεύθυνος για τον εκχριστιανισμό των
κατοίκων της Tolentina, οι οποίοι τον ανακήρυξαν άγιο προστάτη τους, με το
όνομα San Catervo και έκτισαν μια εκκλησία στο όνομά του, που διευθύνει ένας
επίσκοπος, κοντά στον τάφο του – βλ. πράξεις Ρωμαϊκών Συνόδων, 487 – 502, που
φέρουν την υπογραφή του «επίσκοπου της Τολεντίνας».
ΠΗΓΗ: Γ. Λεκάκης «Σύγχρονης
Ελλάδος περιήγησις». ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 7.4.2018.
[1] Κατ’ άλλους από την ρίζα tul = όριο.
[2] Στον 43ο παράλληλο – 43°12′31″N
13°17′02.76″E.
[3] πληθυντικός της μεσαιωνικής λέξης marca (= βήμα ή
σημάδι, όριο, σύνορο). Αρχικώς ήταν παραμεθόρια περιοχή της Αγίας Ρωμαϊκής
Αυτοκρατορίας.
[4] Επίσης στον 43ο παράλληλο – 43°37′N
13°31′E.
[5] Προϋπάρχει μυκηναϊκός αποικισμός, και μάλιστα αρχαίες
«ράγες σιδηροδρόμου» φορτοεκφόρτωσης εμπορευμάτων στο Passetto, όπου και «θρόνος
του Διός»(**)– μετέπειτα… «καρέκλα του Πάπα» (Seggiola del Papa). Την Εποχή του
Χαλκού, στον λόφο που νυν λέγεται «των Καπουτσίνων» υπήρχε αρχαίο χωριό, που
συνέχισε να αναπτύσσεται μέχρι την Εποχή του Σιδήρου. Στο λιμάνι της Αγκώνας σύχναζαν
Έλληνες ναυτικοί, γεγονός που το έκανε πραγματικό ελληνικό ναυτιλιακό κέντρο
εμπορίου, με αποθήκες, λιμενικές κατασκευές και μια σειρά από κτήρια στα οποία
κατοικούσαν Έλληνες, που διατήρησαν τις παραδόσεις τους. Ζούσαν σε πλήρη
αυτονομία. Οι αυτόχθονες κάτοικοι, οι Πικηνοί[6], ήταν οι ενδιάμεσοι μεταξύ των
Ελλήνων και των αγορών της ιταλικής ενδοχώρας, όπου βρέθηκαν άπειρα ελληνικά
τεχνουργήματα. – βλ. Delia G. Lollini «La civiltà picena in Popoli e
civiltà dell’Italia antica», Biblioteca di Storia Patria, Ρώμη, 1976.
[6] Γίνεται σύγχυση εάν αυτοί ήταν Piceni ή Picentes (της
ρωμαϊκής φυλής Velina). Θυμηθείτε τον Πίκο Δία(**).
[7] Αν και στα τέλη του 2ου – αρχές του 1ου
αιώνα π.Χ. η Αγκώνα απορροφήθηκε σταδιακά στο ρωμαϊκό κράτος, ο ελληνικός πολιτισμός
και η ελληνική γλώσσα παρέμειναν κυρίαρχα. Βλ. M. Landolfi «Ancona greca e
romana, in Scultura nelle Marche», επιμ. Pietro Zampetti, εκδ. Nardini, 1993.