Του Γιώργου Λεκάκη
Ο ἁλιάετος (‑ου) – και όχι αλιαετός –
είναι ο κοινώς λεγόμενος σήμερα θαλασσαετός, ή ψαραετός…
Ο μέγας Αριστοτέλης τον
περιγράφει λεπτομερέστατα: «Ἕτερον δὲ γένος ἐστὶν ἀετῶν οἱ καλούμενοι ἁλιάετοι.
Οὗτοι δ’ ἔχουσιν αὐχένα τε μέγαν καὶ παχὺν καὶ πτερὰ καμπύλα, οὐροπύγιον δὲ πλατύ·
οἰκοῦσι δὲ περὶ θάλατταν καὶ ἀκτάς, ἁρπάζοντες δὲ καὶ οὐ δυνάμενοι φέρειν
πολλάκις καταφέρονται εἰς βυθόν».[1]
Ο αετός είναι σκληρός με τα
τέκνα του, για να επιβιώσουν και διαιωνίσουν το είδος: «ὁ δ’ ἁλιάετος ὀξυωπέστατος
μέν ἐστι, καὶ τὰ τέκνα ἀναγκάζει ἔτι ψιλὰ ὄντα πρὸς τὸν ἥλιον βλέπειν, καὶ τὸν
μὴ βουλόμενον κόπτει καὶ στρέφει, καὶ ὁποτέρου ἂν ἔμπροσθεν οἱ ὀφθαλμοὶ δακρύσωσιν,
τοῦτον ἀποκτείνει, τὸν δ’ ἕτερον ἐκτρέφει. Δια τρίβει δὲ περὶ θάλατταν, καὶ ζῇ
θηρεύων τοὺς περὶ τὴν θάλατταν ὄρνιθας, ὥσπερ εἴρηται. Θηρεύει δ’ ἀπολαμβάνων καθ’
ἕνα, παρατηρῶν ἀναδυόμενον ἐκ τῆς θαλάττης».[2] «Ὅταν δ’
ἴδῃ ὁ ὄρνις ἀνακύπτων τὸν ἁλιάετον, πάλιν φοβηθεὶς καταδύεται ὡς ἑτέρᾳ ἀνακύψων·
ὁ δὲ διὰ τὸ ὀξὺ ὁρᾶν ἀεὶ πέτεται, ἕως ἂν ἀποπνίξῃ ἢ λάβῃ μετέωρον. Ἀθρόαις γὰρ οὐκ
ἐπιχειρεῖ· ῥαίνουσαι γὰρ ἀπερύκουσι ταῖς πτέρυξιν».[3]
Τον αλιάετο και το κιρκινέζι τα
θεωρούσαν αποτροπιαστικά (αηδιαστικά, φρικιαστικά) («ἁλιαέτους καὶ τοὺς κίρκους ὡς πεφρίκασί
φασι»[4]) και ως
τέτοια δεν τα έτρωγαν.[5]
Ο αλιάετος αναφέρεται για
πρώτη φορά στα ελληνικά κείμενα τον 4ο π.Χ. αιώνα και απαντάται
μόνον 5 φορές στην αρχαια ελληνική Γραμματεία!
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ θέματα ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑΣ, ΕΔΩ.
Όσον αφορά τον αετό < αιετό, αητό, ιερό πουλί του Διός, που φέρνει τον κεραυνό του, το τελειότατο των πτηνών, ο φίλτατος οιωνός, ετυμολογείται από το αητόν
= δεινόν, ευρύ, μέγα, έξ ου άπληστον, ακόρητον (πράγματι τέτοιο πτηνό είναι ο
αετός και δεινό, και ευρύ και μέγα),
> αετώ, όμοιον
> άησις = πνοή, αύρα,
> αητοί = ακόρεστοι,
> αήτης = άνεμος,
> αήτη (η) = πνοή,
> αήρ = αέρας,
> αηδών / αηδόνι, χελιδών, χελιδόνι (= πτηνό
που πνέει / άδει καλά),
< αώ = πνέω (μέλλ. αήσω),
φιλώ, κλπ.
Ο αετός στα ελληνικά ελέγετο
και ακυλεής, εξ ου και το βαφτιστικόν όνομα Ακύλας / Ακύλλας.
Ό,τι γλύτωσε από τον λόρδο Έλγιν στο αέτωμα του Παρθενώνος… |
Ο αετός έδωσε το όνομά του σε
ένα από τα πιο αγαπημένα χαρακτηριστικά στολίδια της ελληνικής αρχιτεκτονικής,
το αέτωμα, που στην κορυφή είχε το σώμα αετού και τα πτερά του ήσαν νοητώς οι πλευρές
του τριγώνου, κάτω απ’ αυτό το σώμα…
Αετοί πετούσαν το άρμα του Ηλίου
– Φαέθοντος (Φάος + αετός > στις ξένες γλώσσες: Phaeton, faeton, faetόn, phaeton, κλπ.).
Τέλος, η ελληνική λέξις για
τον αετό εγέννησε και τις αντίστοιχες λέξεις των «ξένων γλωσσών», οι οποίες είναι
γεννήματα της ελληνικής: Aigle, aquiIa
aguiIa, eagIe, aeto (στην γλώσσα των Καλάς των Ιμαλαΐων), κλπ. gipaeto < γυπαετός, circaete < κιρκαετός (= ο αετός
που κάνει κύκλους στον ουρανό), κλπ.
ΠΗΓΕΣ: TLG. Ησύχιος. Μέγα Ετυμολογικόν.
Γ. Λεκάκης «Ταξείδια με τις λέξεις». ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 5.3.2020.
[1] Βλ. Αριστοτέλης «Historia
animalium» {0086.014}, εκδ. Bekker, 619a.4.
[2] Βλ. Αριστοτέλης «Historia
animalium» {0086.014}, εκδ. Bekker, 620a.2.
[3] Βλ. Αριστοτέλης «Historia
animalium» {0086.014}, εκδ. Bekker, 620a.9.
[4] Βλ. Κλ. Αιλιανός, «De natura animalium» {0545.001}, 3.45.12.
[5] Βλ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ, θεολ. «Synopsis
scripturae sacrae» [Sp.] {2035.071}. 28.300.53 – ΔΙΑΒΑΣΤΕ το ΕΔΩ..