Την σπουδαιότητα της μεγίστης ταύτης των εορτών περιγράφει ο Απόστολος Παύλος α’ Κορινθ. ιε’ 12-17, ένθα καταλήγει εις το συμπέρασμα: «Ει δε Χριστός ουκ εγήγερται, ματαία άρα η πίστις υμών.» Η εορτή αύτη είναι η μόνη εορτή, ην καθιέρωσαν αυτοί οι Απόστολοι, και καθ’ ην ιδιαζόντως οι πρώτοι Χριστιανοί συνήρχοντο εις κοινήν λατρείαν, ως φαίνεται εκ των χωρίων Πραξ. κ’. 7. Α. Κορινθ. 16. 2. κλπ. Τις ην η θέσις της εορτής ταύτης μεταξύ πασών των λοιπών εορτών της Εκκλησίας δηλούσιν ημίν τα ονόματα, δι’ ων εκάλουν ταύτην: Ημέραν αγίαν, Ημέραν κλητήν, Ημέραν βασίλισσαν, Ημέραν δόξης, Κορωνίδα εορτών, Ημέραν Κυρίου, Ημέραν αγαλλιάσεως, Πάσχα άμωμον, Πάσχα μέγα και ιερόν, Πάσχα σωτήριον, Πάσχα των Πιστών, Πάσχα Κυρίου, Πάσχα Παραδείσου πύλας ανοίξαν, Πάσχα πιστούς αγιάζον, Πάσχα το άγιον, Πάσχα το περιβόητον, Πάσχα μυστικόν, Πάσχα το αναστάσιμον, Corona et caput omnium festivitatum, Magna dies Domini, Dies Dominica, Maxima dierum. Dies splendida et splendorifera. Solemnitas solemnitatum, Festivitatum domina et regina. Festum festorum, Dominica gaudii, Pascha Domini, Pascha Christi, Pascha sanctorum, Pascha fidelium, Pascha gaudii, etc. Τα περί της εορτής του Πάσχα ευρίσκομεν ήδη εν αρχαιοτάτοις συγγράμμασιν, ως εν τη Επιστολή του Βαρνάβα, [κεφ. 15], εν τη επιστολή του Ιγνατίου προς Μαγνησίους [κεφ.9.]. Προς δε ο Πλίνιος [Ερ. Χ. 96], ο Ιουστίνος [Απολ. Α’. κεφ. 67], ο Θεόφιλος προς Αυτόλυκον [Β’. 17] και αι Αποστ. Διαταγαί [Β.69. V. 15. 20. VII. 23, VIII. 33] κλ. πολλά περί της μεγίστης ταύτης των εορτών αναφέρουσιν. Ο σεβασμός των πρώτων Χριστιανών προς την Ανάστασιν του Κυρίου και η εις ταύτην αποδιδομένη δογματική αξία ην τοσούτον μεγάλη, ώστε ουχί μόνον άπαξ του έτους, αλλά και άπαξ της εβδομάδος, τη πρώτη ημέρα της εβδομάδος, καθ’ ην ο Ιησούς Χριστός ανέστη, εποιούντο μνείαν του μεγάλου τούτου γεγονότος, και το όνομα της πρώτης ταύτης ημέρας, ήτις τέως ημέρα Ηλίου εκαλείτο, υπό των Χριστιανών τουντεύθεν από του ονόματος του Κυρίου Κυριακή ωνομάζετο [Dies Dominica]. Την ημέραν δε ταύτην ου μόνον ιδιαζόντως ηγίαζον, αλλά και τα κατά ταύτην την ημέραν συμβαίνοντα ως ιδιαιτέρας προσοχής άξια εσημείουν εις ανάμνησιν. Ούτως ο Ιωάννης, εν Κυριακή εμπνευσθείς εις συγγραφήν της Αποκαλύψεως, ακριβώς εσημείωσε τούτο: «Εγινόμην εν πνεύματι εν ΤΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΗΜΕΡΑ» [α’. 10], θεωρήσας το γεγονός, εν τοιαύτη ημέρα συμβάν, μεγίστης σημασίας και προσοχής άξιον. Η ιερότης δε της ημέρας ταύτης ενέπνευσε πολλοίς, αρχαίοις χριστιανοίς, και μάλιστα τοις Χιλιασταίς, την ιδέαν, ότι εν ημέρα Κυριακή έμελλε να έλθη μετά δόξης ο Σωτήρ να κρίνη τον Κόσμον· ει και η γνώμη αύτη προσέκρουε προς το χωρίον, Πράξ. α’ 7: «Ουχ υμών εστί γνώναι χρόνους ή καιρούς, ους ο Πατήρ έθετο εν τη ιδία εξουσία.»
Η ΛΕΞΙΣ ΠΑΣΧΑ.- Η λέξις Πάσχα είναι καθαρώς λέξις εβραϊκή, σημαίνουσα Διάβασιν, και εννοεί την διά της Ερυθράς θαλάσσης διάβασιν, ότε οι Ιουδαίοι απηλευθερώθησαν της δουλείας των Αιγυπτίων. Επειδή δε κατά την εποχήν ταύτην, καθ’ ην οι Ιουδαίοι εώρταζον την εαυτών από των Αιγυπτίων απελευθέρωσιν, εγένετο η του Σωτήρος ανάστασις, οι Χριστιανοί ωνόμασαν ωσαύτως την μεγάλην ταύτην εορτήν Πάσχα, ως ελευθερωθέντες από της δουλείας του Διαβόλου, ου το κράτος διά της Αναστάσεως ο Κύριος κατέλυσε. Πατέρες τινές παράγουσι την λέξιν του Πάσχα εκ του πάσχειν, ως ο Χρυσόστομος [εν τη Α’ προς Τιμόθ. 3, ομιλ. 5. «Πάσχα λέγεται, ότι τότε έπαθε Χριστός»,] ο Τερτουλιανός, [Adv. Judacos, κεφ.10], ο Ειρηναίος [Adv. haer. IV. 23]. Αλλά τούτο δεν λέγουσι σπουδαίως, αναφερόμενοι δ’ εις την γενικήν έννοιαν του κατά το Πάσχα πάθους, πάντως υπαινισσόμενοι το χωρίον Α’ προς Κορινθ. ε’ 7. «Και γαρ το πάσχα ημών υπέρ ημών ετύθη Χριστός.» Ο Τερτουλιανός. Πάσχα λέγων, εννοεί κυρίως την ημέραν του θανάτου του Ιησού [De orat. κεφ. 15]. Και τούτο μάλλον ενόει η πολιά (sic) Αρχαιότης. Βραδύτερον όμως η λέξις του Πάσχα εσήμαινε και αυτήν την Ανάστασιν· και διά τούτο πολλοί των Πατέρων της Εκκλησίας, ως Λέων ο Μέγας, διέκρινον καθαρώς δύο Πάσχα, «Πάσχα σταυρώσιμον» [pascha cominicae passionis] και ενόουν την ημέραν του θανάτου του Κυρίου, ήτοι την Μεγάλην Παρασκευήν, και Πάσχα αναστάσιμον [pascha dominicae resurectionis] εννοούντες την ημέραν της Αναστάσεως του Κυρίου. ΤΟ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΝ OSTERN.- Παρά τοις Γερμανοίς, το Πάσχα καλείται Ostern· μεγάλη δε υπάρχει διαφωνία περί της παραγωγής της λέξεως ταύτης. Οι μεν νομίζουσιν, ότι παράγεται από του αρχαιοτάτου γερμανικού ρήματος urstan= ανίστασθαι. Τουναντίον ο Beda Venerabilis, de ratione temporum, [κεφ. 13] παράγει ταύτην εκ της αρχαίας αγγλοσαξωνικής μυθολογικής θεότητος Eostre ή Ostera (1) [… a cujus nomine nune paschale tempus cognominant…] ης η εορτή, ως θεάς της ευφορίας, κατά την εποχήν του Πάσχα συνέπιπτεν. Έτεροι παράγουσι ταύτην, εκ της λατινικής λέξεως hostia, και κοινότερον ostia, άλλοι εκ του Ostium (θύρα), επειδή διά της εορτής ταύτης ως διά θύρας εισερχόμεθα εις την νέαν περίοδον της Εκκλησίας. Έτεροι παραδέχονται μεν την από της λέξεως Ostium παραγωγήν, αναφέρονται όμως εις τον εξολοθρευτήν Άγγελον της Αιγύπτου, όστις προ της εξ Αιγύπτου εξόδου έχριε τας θύρας των Ιουδαίων. Τινές φρονούσιν, ότι Ostern παράγεται εκ του Oriens, ή Sol oriens ή ost, ήτοι η ανατολή, επειδή ο Ιησούς, μικρόν προ της ανατολής, ως Ήλιος της Δικαιοσύνης, ανέστη. Και τέλος οι φιλελληνικώτεροι των Γερμανών φρονούσιν, ότι η λέξις ostern παράγεται εκ της ελληνικής (2) κλητικής «ω Σώτερ.» Ημείς φρονούμεν, ότι δεν πρέπει να διέλθη απαρατήρητος η γνώμη των φρονούντων, ότι παράγεται από της αγγλοσαξονικής θεότητος Easter, ης η εορτή ήγετο ακριβώς κατά την εποχήν της εορτής του Πάσχα, ήτοι μετά την εαρινήν ισημερίαν, μάλιστα αφού οι Άγγλοι μέχρι της σήμερον μόνον διά του ονόματος της θεάς ταύτης καλούσι την εορτήν του Πάσχα Easter [προφ. Ihster]. ΕΡΙΔΕΣ ΠΕΡΙ ΤΟΝ ΧΡΟΝΟΝ ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ.- Μεταξύ των εξ Ιουδαίων και των εξ εθνών Χριστιανών ανεφύη μεγίστη διαφωνία, κατά τους πρώτους αιώνας, περί του χρόνου της εορτής του Πάσχα. Ούτως αι Εκκλησίαι της Ασίας συνεώρταζον το Πάσχα τοις Ιουδαίοις, κατά την νύκτα της 14 προς την 15 του μηνός Νισάν, αδιαφορούντων των εξ Ιουδαίων Χριστιανών, αν το Πάσχα μη συνέπιπτεν εν ημέρα Κυριακή, αλλ’ εν άλλη οιαδήποτε ημέρα της εβδομάδος. [Ευσεβ, Εκκλ. Θεωρ. V. 23]. Αι Εκκλησίαι της Δύσεως τουναντίον κρίνουσαι ανάρμοστον να εορτάζωσι το Πάσχα εν οιαδήποτε ημέρα της εβδομάδος, εώρταζον δε τούτο πάντοτε εν ημέρα Κυριακή, και δη την αμέσως μετά την πανσέληνον της εαρινής ισημερίας. Αι Εκκλησίαι της Ανατολής εβεβαίουν, ότι τοιαύτη ην η υπ’ αυτών των Μαθητών Ιωάννου του Ευαγγελιστού και Φιλίππου του Αποστόλου παραδοθείσα αυτοίς πράξις, αι δε Εκκλησίαι της Δύσεως έφερον ωσαύτως, ως υπόδειγμα του έθους αυτών αυτούς τους κορυφαίους των Αποστόλων Πέτρον και Παύλον. Μάτην ο Επίσκοπος Ρώμης Βίκτωρ γράφει εγκυκλίους προς τας Εκκλησίας της Ανατολής, ότι το Πάσχα κατ’ ανάγκην μόνον εν ημέρα Κυριακή πρέπει να εορτάζηται. Ο Επίσκοπος Κορίνθου Βάκχυλος και ο Εφέσου Πολυκράτης ανθίστανται και διαμαρτύρονται, και τόσον είχοντο του έθους τούτου, ώστε ο Πολυκράτης, γράφων τω Ρώμης, λέγει: «Εγώ αδελφός εξήκοντα πέντε έτη έχων εν Κυρίω και συμβεβληκώς τοις από της Οικουμένης αδελφοίς και πάσαν αγίαν Γραφήν διεληλυθώς, ου πτύρομαι επί τοις καταπλασσομένοις, οι γαρ εμού μείζονες ειρήκασι πειθαρχείν δει Θεώ μάλλον ή ανθρώποις.» [Ευσεβ. Εκκλ. Ιστ. V. 24.] Επί τέλους την διαφοράν έλυσεν η Α’. Οικουμενική Σύνοδος [325] εισηγήσει αυτού του Μεγάλου Κωνσταντίνου, όστις κατά τον Σωζόμενον [Εκκλ. Ιστ. Α’. 16.] χαλεπώς έφερε την διαφωνίαν ταύτην. Η Α’ Οικουμενική Σύνοδος ώρισε: α’) ότι το Πάσχα υπό πάντων των Χριστιανών πρέπει να εορτάζηται μόνον εν ημέρα Κυριακή, και ότι τη πρώτη Κυριακή μετά την πανσέληνον της εαρινής ισημερίας· β’) εάν συνέβαινεν εν τοιαύτη Κυριακή να συμπίπτη το Πάσχα των Ιουδαίων, τότε το Πάσχα των Χριστιανών οφείλει ναναβάλληται οκτώ ημέρας μετά ταύτα, εις την ακόλουθον τ. έ. Κυριακήν. Επειδή δ’ εν Αλεξανδρεία ήκμαζον τότε αι μαθηματικαί και αστρονομικαί επιστήμαι, ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας, επεφορτίσθη, όπως κανονίζη δι’ έκαστον ενιαυτόν την εαρινήν ισημερίαν και τον χρόνον της εορτής του Πάσχα [Cyclus Paschalis], γράφων εγκαίρως εις τας λοιπάς Εκκλησίας τας καλουμένους Πασχαλείους επιστολάς [Literas paschales], δι’ ων πάσαι αι Εκκλησίαι συγχρόνως τη αυτή ημέρα εν γενική χαρά και ομονοία, εν ημέρα Κυριακή, εώρταζον το άγιον Πάσχα. [Κυρίλλ. Αλέξ. επιστ. 64 προς Μαρκ.].
ΥΜΝΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ.– Η ποιητικωτάτη και λαμπροτάτη υμνολογία πασών των εορτών της ημετέρας Εκκλησίας είναι η υμνολογία του Πάσχα, γλαφυρότατον και χαριέστατον ποίημα του κορυφαίου των υμνογράφων, του Δαμασκηνού Ιωάννου. Τρεις ώρας ΒΑ της Βηθλεέμ, εν μέσω αγρίας φύσεως δυσβάτου και φρικαλέου ερήμου, από δεκατεσσάρων αιώνων υψούται η γεραρά και σεβασμία Λαύρα του αγίου Σάββα, εν η ο ιερός Δαμασκηνός την ωραίαν ταύτην του Πάσχα υμνολογίαν συνέγραψεν. Εκεί, εν τη απωτάτη εκείνη ερήμω, ηκούσθησαν το πρώτον οι ύμνοι της Αναστάσεως, οι ταχέως μετά ταύτα πάσαν χριστιανικήν καρδίαν κατακτήσαντες. Εκεί, εν τω πενιχρώ κελλίω του Ιωάννου, όπερ δικαίως βραδύτερον μετετράπη εις Εκκλησίαν αυτού ομώνυμον, εν η και ο τάφος του υμνογράφου, εγράφησαν το πρώτον επί της μεμβράνης οι αμίμητοι ύμνοι της Αναστάσεως και υπό τα σεμνά φώτα του ναού της αγίας Λαύρας, εν μέσω πελιδνών προσώπων εναρέτων αναχωρητών, εψάλησαν το πρώτον οι ύμνοι «Αναστάσεως ημέρα λαμπρυνθώμεν λαοί, Πάσχα Κυρίου Πάσχα.» Ο ιερός Κοσμάς εις πάσας τας μεγάλας εορτάς και δεύτερον ίδιον κανόνα συνέγραφεν· ότε όμως ανέγνω τον υπό του Δαμασκηνού ποιηθέντα κανόνα της Αναστάσεως, θαυμάσας το κάλλος και την λαμπρότητα, απέσχε της συγγραφής δευτέρου κανόνος λέγουσι μάλιστα, ότι ο ύμνος της γ’ ωδής «Νυν πάντα πεπλήρωται φωτός…» είναι ο ύμνος, όστις εκώλυσε τούτον της συγγραφής ιδίου Κανόνος.
ΠΑΣΧΑΛΕΙΑ ΕΘΙΜΑ.– Ήδη από του Μεγάλου Σαββάτου [Sabbatum magnum] ήρχιζεν εν τη αρχαία Εκκλησία η προετοιμασία της μεγίστης ταύτης των εορτών. Από της μεσημβρίας επληρούντο τα βαπτιστήρια κατηχουμένων, οι τινες ιδιαζόντως κατά το μέγα Σάββατον βαπτιζόμενοι συνεθάπτοντο τω Χριστώ. Ο ιερός Χρυσόστομος, γράφων προς τον επίσκοπον Ρώμης Ιννοκέντιον, στρατιάν ολόκληρον αναφέρει Νεοφωτίστων, εκ τρισχιλίων ψυχών συνισταμένην, ους εις έτερον λόγον καλεί «αστέρας εκ της κολυμβήθρας ανατέλλοντας». Αφ’ εσπέρας και δι’ όλης της νυκτός λαμπρώς κατεφωτίζοντο αι των Χριστιανών πόλεις [Ευσεβ. εν βίω Κωνσταντ. IV 22], [illuminatio, λυχνοκαΐα] αυτοί δε αθρόοι εις την Εκκλησίαν συνέρρεον, ένθα κατ’ αρχαιοτάτην μαρτυρίαν έως αλεκτροφωνίας αγρυπνούντες προσηύχοντο αναγινώσκοντες, τον Νόμον, τους Προφήτας, τους Ψαλμούς, [Παννυχίδες· vigiliae paschales]. Άλλως επί πολλούς αιώνας επιστεύετο, ότι εν καιρώ της αγρυπνίας του Πάσχα έμελλεν εν δόξη να έλθη πάλιν ο Κύριος. [Λακτάντιος Ιερώνυμος]. Εν τω ναώ έφερον πάντες ανημμένας λαμπάδας εις σύμβολον του εκ τάφου ανατείλαντος Ιησού, όστις εστί το αληθινόν φως το φωτίζον τον κόσμον. Μεταξύ του πλήθους αντηλλάσσονται φιλήματα αγάπης, και αυτός δε ο συνήθης χαιρετισμός αντικαθίσταται διά της χαρμοσύνου αγγελίας Χριστός Ανέστη- Αληθώς ανέστη. Σοβαρώς και μετά χάριτος η Εκκλησία διεφύλαξε παράστασίν τινα κατά την νύκτα του Πάσχα, δηλούσαν την εις Άδην του Ιησού Χριστού κάθοδον διεξαγομένην ούτως: Μετά την εν τη αυλή ακολουθίαν της Αναστάσεως, κλείεται η μεγάλη θύρα του ναού, ο ιερεύς τότε κρούων ταύτην φωνεί δις τον 9 στίχ. του κγ’ κεφ. των Ψαλμών «Άρατε πύλας οι άρχοντες υμών και επάρθητε πύλαι αιώνιοι και εισελεύσεται ο Βασιλεύς της δόξης»· ο εν τω ναώ δε οπίσω της θύρας κεκρυμμένος ερωτά ωσαύτως δις, λέγων τον 10 στίχον του αυτού ψαλμού: «Τις εστιν ούτος ο βασιλεύς της δόξης;» Μεθ’ ο ο ιερεύς το τέλος του αυτού 10 στιχ. λέγων: «Κύριος των Δυνάμεων αυτός εστιν ο βασιλεύς της δόξης,» εισέρχεται θριαμβευτικώς εις τον ναόν. Τα ωά, άτινα ευλογούντες οι ιερείς διανέμουσιν εις τα πλήθη, εισίν ωσαύτως ωραίον σύμβολον της του Κυρίου Αναστάσεως· διότι ως άλλος νεοσσός ο Κύριος, πλήρης ζωής, τα δεσμά του τάφου ώσπερ κελύφουςς (sic) διαρρήξας ανέστη! Κατά τας ημέρας ταύτας της χαράς ελύοντο τα δεσμά των βαρέως αμαρτησάντων, εις πολλούς αυτοκρατορική χάριτι συνεχωρείτο το υπόλοιπον της ποινής, ηλευθερούντο οι διά δημόσια χρέη πεφυλακισμένοι, πολλοί δούλοι κατά την ημέραν ταύτην εκηρύσσοντο απελεύθεροι και εν γένει η τε Πολιτεία και οι ιδιώται εκ παντός τρόπου εξετέλουν έργα χριστιανικής αγάπης προς πάσχοντας αδελφούς, υπέρ ων ωσαύτως ο Χριστός απέθανεν, [Indulgentiae paschale, πρβ. Ευσεβ. εν βίω Κωνστ. IV. 22, Χρυσ. εις την Γεν. ομ. 30. Cod. Theod. IX. 38, 3-8, Cod. Iust. (sic) III. 12, 8.] Της χάριτος ταύτης δεν ηξιούντο μόνον οι διά βαρύτατα εγκλήματα καταδεδικασμένοι, περί ων υπό του αυτοκράτορος Ουαλεντινιανού τω 367 ιδιαίτερος εξεδόθη νόμος. Κατά τας ημέρας ταύτας, ωσαύτως δι’ αυτοκρατορικών νόμων [Cod. Theod. XV. 5. 5. Cod. Just. 12. 8.] και εκκληκλησιαστικών (sic) κανόνων [της εν Τρούλλω § στ. κλ.] αυστηρώς απηγορεύοντο τα δημόσια θεάματα και τα ιπποδρόμια, όπως εν απολύτω γαλήνη οι πιστοί τας λαμπράς ταύτας ημέρας εορτάζωσι [Χρυσ. εις την του κ. Ανάστασιν λόγ.34.], και μη ο άσεμνος των Εθνικών και των Ιουδαίων θόρυβος ταράσση την πνευματικήν των Χριστιανών αγαλλίασιν. Διά πολιτικών μάλιστα και εκκλησιαστικών πράξεων, από της μεγάλης Πέμπτης μέχρι του Πάσχα απηγορεύετο αυστηρώς εις τους Ιουδαίους να εμφανίζωνται ενώπιον του χριστιανικού πλήθους, ή να διέρχωνται έξωθεν των διά το πάθος του Ιησού Χριστού πενθούντων χριστιανικών ναών. Πάντα τα δημόσια θεάματα αντικαθίστα η εις τους ναούς συνάθροισις και ανάγνωσις των Γραφών και η ευγλωττία των εκκλησιαστικών ρητόρων. Επειδή δε οι νεοβαπτισθέντες από του Πάσχα μέχρι της Κυριακής του Θωμά εφόρουν λευκούς χιτώνας. Η εβδομάς αύτη εκαλείτο των «Νεοφύτων» η δε Κυριακή του Θωμά, καθ’ ην απεκδύοντο τούτους φυτευόμενοι εν τω αμπελώνι του Κυρίου, Κυριακή η εν Λευκοίς [Dominica in albis]. Ωσαύτως καλείται και εβδομάς νέα και διακαινήσιμος, διότι από ταύτης άρχεται και νέα των εορτών περίοδος και ανανεούνται αι εν ταις Εκκλησίαις αναγινωσκόμεναι περικοπαί του Ευαγγελίου και των Αποστόλων. Το πάλαι οι βυζαντίνοι Αυτοκράτορες διά πολυτίμου θυμιάματος εθυμίων την Αγίαν Τράπεζαν του ναού της Αγίας Σοφίας, κατά τον εσπερινόν του Πάσχα, και εις έκαστον των κληρικών εχορήγουν 100 λίτρας χρυσού, τη δε Πέμπτη της Διακαινησίμου εν τω Παλατίω εγίνετο ο ασπασμός του Αυτοκράτορος και του Πατριάρχου.
ΕΘΙΜΑ ΕΝ ΤΗ ΔΥΣΕΙ.– Εν τη Δύσει, και μάλιστα εν Ρώμη, μεγαλοπρεπέστατα εορτάζεται η του Κυρίου Ανάστασις. Κατά την ημέραν ταύτην, την ιεράν λειτουργίαν εκτελεί μόνος ο Πάπας εν τη Maria majore, υπηρετούμενος υπό δύο Καρδιναλίων διακόνων, φορούντων λευκά. Ούτοι υπεμφαίνουσι τους δύο αγγέλους επί του μνημείου του Ιησού. Κατά ταύτην δε και μόνην την λειτουργίαν, οσάκις ο Πάπας είπη «Pax Domini», δεν αντιφωνούσιν αυτώ το «et cum spiritu tuo»· διότι, ως λέγουσι, κατά ταύτην την ημέραν και εν τω αυτώ ναώ άγγελοι αντεφώνησαν τούτο εις τον πάπαν Γρηγόριον λειτουργούντα, και έκτοτε δεν εθεωρήθη ευσεβές, ό,τι αναμάρτητα όντα αοράτως κατά την ημέραν ταύτην είπον, υπό αμαρτωλών όντων εν τω αυτώ χρόνω και τόπω να επαναμβάνωσι (sic). Κατά την ημέραν ταύτην, εν τη λατινική Εκκλησία ευλογούνται αι νέαι ιερατικαί στολαί, άπτεται νέον φως ευλογούμενον υπό του Επισκόπου, καθιερούται το δι’ όλον το έτος θυμίαμα και αγιάζεται το ύδωρ του βαπτίσματος. Από του z’ δ’ (sic) αιώνος απαντώσιν εν τη Δύσει αι καλούμεναι ευθυμίαι ή μάλλον γέλωτες του Πάσχα [risus Paschalis], καθ’ ας αυτοί οι λειτουργούντες ιερείς εις τα πλήθη κηρύττοντες μετεχειρίζοντο διαφόρους αστεϊσμούς και έπλαττον διαφόρους μυθολογικάς σκηνάς περί του Ιησού και των δαιμόνων εν τω Άδη. Το έθος τούτο ευτυχώς βαθμηδόν και κατ’ ολίγον εξηφανίσθη, και μόλις ίχνη τινά εδώ και εκεί σπανίως ανευρίσκονται.
ΠΗΓΗ: Γ. ΛΑΜΠΑΚΗΣ εφημ. “Αιών”, 22.3.1885. ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 22.3.2015.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Περί της μυθολογικής ταύτης θεότητος ιδέ Flügge «über die Ostera der alten Sachsen, in Ständlin’ s Beiträgen, zur Philosophie und Geschichte, τόμ. III., σ. 225 και εξής.
2. Εις τους επιθυμούντας ναναγνώσωσι πλείονα περί των διαφόρων ονομασιών του Πάσχα παραπέμπομεν εις το Έργον J. Danz. Memorabilia circa festam pashae.
Οι τύποι της εορτής του Πάσχα
Τι σημαίνει η λέξις – Πόθεν προήλθεν
Τα ιδικά μας έθιμα
ΠΑΣΧΑ, ετυμολογια διαβαση διαβασις ΛΑΜΠΡΗ, ΕΒΡΑΙΟΙ, ΕΡΥΘΡΑ ΘΑΛΑΣΣΑ, ΙΟΥΔΑΙΟΙ, ΑΙΓΥΠΤΙΟΙ, ΙΟΥΔΑΙΣΜΟΣ, ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, ΤΕΡΤΟΥΛΙΑΝΟΣ, ειρηναιος ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ, ΑΝΑΣΤΑΣΗ, ΛΕΩΝ, ΑΖΥΜΟΣ ΑΡΤΟΣ, ΠΟΤΗΡΙ, ΑΡΝΙ, 1903, 1885