Ο εν Αθήναις δικηγόρος κ. Δ. Γ. Αντωνιάδης εδημοσίευσεν εσχάτως εις
μίαν παρισινήν εφημερίδα υπό τον τίτλον «το δικαίωμα του μύστακος[*] εις την
Ελλάδα» περίεργον μελέτην περί της αξίας, την οποίαν απέδιδον οι αρχαίοι
Έλληνες εις τα μουστάκια από νομοθετικής ιδίας απόψεως.
Το άρθρον εγράφη επ’ ευκαιρία της εκραγείσης εις το Παρίσι απεργίας των
υπηρετών των καφενείων, κατά την οποίαν εζήτουν να τοις επιτραπή να φέρουν
μουστάκια. Εις Γάλλος φιλόλογος, ο Π. Αδάμ, συνηγόρησε τότε υπέρ του ξυρίσματος
του μύστακος και επεκαλέσθη την αρχαίαν ελληνικήν καλλιτεχνίαν, η οποία
παρέστησε πλείστα αριστοτεχνήματα ανδρών χωρίς μουστάκια. Αλλ’ η γνώμη του Π.
Αδάμ δεν φαίνεται ορθή. Οι αρχαίοι Έλληνες εσέβοντο τα μουστάκια των και δεν
εξυρίζοντο.
Εις απάντησιν δε των ισχυρισμών του ο κ. Αντωνιάδης δημοσιεύει το
άρθρον του, του οποίου η συνάδελφος «Δικαιοσύνη» παραθέτει την μετάφρασιν, έχουσαν
ως εξής:
ΤΑ ΜΟΥΣΤΑΚΙΑ ΤΩΝ ΘΕΩΝ
Η Ελλάς διεφημίσθη ανά την υφήλιον, χάρις εις τους ενδόξους μύστακας
και τους πώγωνας των σοφών της, των μεγάλων ανδρών της και πλείστων θεοτήτων.
Ιδίως ο Ασκληπιός παριστάται φέρων πέριξ των χειλέων και του πώγωνος παχύτατον
χρυσούν τρίχωμα, υπενθυμίζον εις τους θνητούς οποίαν αξίαν έχει δια την υγείαν
ο προστάτης ούτος τόσων κακών. Αυτή αύτη η καλλιτεχνία των αρχαίων Ελλήνων
παρέστησε την Αφροδίτην της Κύπρου μετά πυκνού τριχώματος κάτωθεν των παρειών
και επί του άνω χείλους, ίνα αδιαιρέτως, ούτως ειπείν, επισημοποιήση τον
συνδυασμόν της καλλονής μετά των επί του προσώπου τριχών.
Το «Δίκαιον του μύστακος» περιείχετο εις διαφόρους διατάξεις του
αρχαίου ελληνικού δικαίου, υπό τον τίτλον ιερού και απαραβιάστου πράγματος. Οι αρχαίοι
Έλληνες, ορκιζόμενοι πομπωδώς επεκαλούντο την γενειάδα του Διός.
Οι Κρήτες ετιμώρουν τους κλέπτας και εμπρηστάς δια της ποινής του
ξυρίσματος του μύστακος.
Αι Αργείαι χήραι, υπό την οδηγίαν της Τελεσίλλας, εξεδικήθησαν τον φόνον των συζύγων των, εκδιώξασαι εξ Άργους τους στρατούς των βασιλέων της Σπάρτης Δημοκρίτου και Κλεομένους: Αι ηρωίδες ημείφθησαν δι’ εξαιρέτου τιμής.
Οι Σπαρτιάται επεφύλασσον την ατιμίαν της στερήσεως του μύστακος δια
τους δειλούς τους φεύγοντας εις τας μάχας.
Δια διατάγματος αναφερομένου υπό του Πλουτάρχου, επετράπη εις τας χήρας
να φέρωσι ψευδή πώγωνα και μύστακα εισερχόμεναι εις τον νυμφικόν θάλαμον εν
περιπτώσει δευτέρου γάμου.
ΤΟ ΩΡΑΙΟΤΕΡΟΝ ΣΤΟΛΙΣΜΑ
Ο αυτός συγγραφεύς αναφέρει διάφορα άλλα σχετικά ιστορικά γεγονότα.
Ηρώτησαν τον Νίκανδρον διατί οι Λακεδαιμόνιοι διετήρουν μακράν κόμην και
μεγάλους μύστακας και πώγωνα, «διότι απήντησεν είνε το ωραιότερον στόλισμα του
ανδρός, το οποίον ουδεμίαν δαπάνην απαιτεί και δεν είνε πρόσθετον.
Γέρων Λάκων ως εξής εδικαιολόγει την μακράν γενειάδα. «Αφήνω αυτήν
αυξανομένην, είπεν, ίνα βλέπων αδιακόπως τας λευκάς μου τρίχας μη πράττω τι
αντίθετον της ευγενούς ταύτης λευκότητος.»
Ο Διογένης ο κυνικός ηρώτα όσους έβλεπεν άνευ μύστακος εάν ήλλαξαν το
γένος αυτών και εάν ήσαν δυσηρεστημένοι διότι ήσαν άνδρες.
Εν μια λέξει ο μύσταξ παρά τοις αρχαίοις Έλλησιν ήτο σύμβολον ανδρικής
αρετής και πολιτικής τιμής.
Η Ελλάς διεκρίθη μεταξύ των άλλων εθνών εφ’ όσον ετίμησε τον μύστακα.
Η κατάπτωσις της ισχύος του Ελληνισμού χρονολογείται αφ’ ης εποχής
ένεκα στρατηγικών λόγων ο Μέγας Αλέξανδρος ξυρίσας τους στρατιώτας αυτού,
μετέδωκε τον συρμόν του ξυρίσματος.
Οι Έλληνες ανέλαβον τον μύστακα από της εποχής της αυτοκρατορίας του
Ιουστινιανού, ο δε Κωνσταντίνος Παλαιολόγος έπεσεν επί των επάλξεων της
Κωνσταντινουπόλεως φέρων επί των χειλέων του μακρόν μύστακα και πώγωνα.
Την μόνην σχεδόν ελευθερίαν, ην οι Τούρκοι, λεηλατήσαντες το ελληνικόν
οικοδόμημα παρεχώρησαν εις τους Έλληνας, ήτο το δικαίωμα να φέρωσι τον μύστακα
και τον πώγωνα ελευθέρως.
Ο Ελληνικός κλήρος εκαλλιέργησε την ελευθερίαν ταύτην, το δε ξύρισμα
δεν εφαρμόζεται δι’ αυτούς ει μή προς τιμωρίαν των αμαρτησάντων, εν αντιθέσει
προς τον κλήρον της Δύσεως (άλλως τε το ζήτημα τούτο δεν είνε άνευ
ενδιαφέροντος εις το σχίσμα των εκκλησιών).
Οι Έλληνες απολαύοντες της
ελευθερίας ταύτης δεν είχον σχεδόν ως πολεμοφόδια κατά την επανάστασιν του 1821
ει μή τους μακρούς μύστακας, οποίοι οι του Κολοκοτρώνη, του Μαυρομιχάλη,
Οδυσσέως Ανδρούτσου, Δυοβουνιώτου, κτλ. Διηγούνται προσέτι, ότι ότε βραδύτερον
υψηλόν πρόσωπον της Ελληνικής αυλής ηθέλησε να έχη μαγείρους άνευ μύστακος,
είδε το μαγειρείον του άνευ μαγείρων.
ΠΗΓΗ: εφημ. «Το Άστυ», 28.5.1907. ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 28.5.2017.
[*] μύσταξ = το επάνω χείλος, αἱ ἐπ’ αὐτοῦ τρίχες, κοινώς μουστάκι.
< μασταξ (δωρ. και λακων λέξη), μύτταξ, βύσταξ, κλπ.
μάσταξ = σαγόνι, στόμα, σαγόνια, μπουκιά.
< ρ. μασάομαι – μασῶμαι (= μασσῶ, τρώω) < μάσσω.
Παράγωγα: μάσημα, μάσησις, μασητέον, μασητήρ, μασητικός, μεστός, μέστακας (= η μεμασημένη τροφή)
> γαλλ. mustache, κλπ.
ἐν Σπάρτῃ οἱ ἔφοροι εἰς τὴν ἀρχὴν εἰσιόντες, προεκήρυττον εἰς τοὺς πολίτας: κείρεσθαι τὸν μύστακα καὶ προσέχειν (ἢ πείθεσθαι) τοῖς νόμοις.
ΠΗΓΗ: Θεόκρ. 14.4. Στράττις ἐν Ἀδήλ. 6 ( ἔνθα ἴδε Meineke). Αριστοφ. αποσπάσ. 496, Πλούτ. 2.550Β. Müller Dor. 3.7.§7.
