Η ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ

14 C
Athens
Παρασκευή, 5 Δεκεμβρίου, 2025

Η «αγγλική» λέξη key είναι αρχαία ελληνική και μάλιστα μυκηναϊκή και ομηρική – των Δ. Συμεωνίδη, Γ. Λεκάκη

Του Δημήτρη Συμεωνίδη JP

δημοσιογράφου / ανταποκριτού Ε.Σ.Ε.Μ.Ε.

(Ένωση Συντακτών Ευρωπαϊκών Μέσων Ενημέρωσης)

Τα αγγλικά λεξικά μας λένε ότι η λέξη key είναι… αγνώστου προελεύσεως[1] ως συνήθως. Μας λένε διάφορες θεωρίες ότι είναι πρωτογερμανική, γοτθική, σανσκριτική, δεν θέλουν να μας πουν ότι είναι Ομηρική Λέξη[3]. Όμως το Γαλλικό Ετυμολογικό Λεξικό με λέξεις που προέρχονται από την Ελληνική μας λέει καθαρά ότι η λέξη clé, που σημαίνει… κλειδί, προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη κλεις [της κλειδός, την κλείδα].[2]

Επίσης στην Αγγλική Γλώσσα έχουμε την λέξη close που σημαίνει κλείνω που και αυτή είναι Ελληνική και από αυτή τη λέξη έφτιαξαν τις λέξεις exclude = αποκλείω, exclusive = αποκλειστικός, closed = κλειστός, exclusion = αποκλεισμός, conclude = συμπεραίνω, conclusive = τελικός και φυσικά και την λέξη key = κλειδί.

Οι Γάλλοι από αυτήν την λέξη (κλεις) έφτιαξαν τις λέξεις clef, clé = κλειδί, exclusive = απολειστικός, exclusion = αποκλεισμός, exclusivité και βεβαίως και άλλες λέξεις…

Κ. Δούκας: Λεξικόν Διεθνών Λέξεων του Ομήρου: Κληϊς, αντι του κλείς, κλειδί: Clef, clue = κλειδί, αλλά και lock (κατά αναγραμματισμόν), Knucle = κλείδωσις, close = κλείνω, closing = κλείσιμον, closure = κλείδωμα. Επίσης: cleidal =  κλειδικός. Cleidomastoid = κλειστομαστοειδής, cleidorrhexis = κλειδορρηξία, cleidosternal = κλειδοστερνικός, cleistogamous = κλειστόγαμος (βοτ.), cleistophobia = κλειστοφοβία

Αρχαία ελληνική γραμματεία:

  • ΜΕΓΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΝ / Etymologicum Magnum, Kallierges, 518,15: Κληΐς: Παρὰ τὸ κλείω κλείσω, ἀποβολῇ τοῦ ω, κλεὶς, καὶ διαλύσει, κλεΐς· καὶ ἐπαυξήσει τοῦ ε εἰς η, κληΐς.
  • ΣΟΥΔΑ ΛΕΞΙΚΟ / Suda, Lexicon, 1016, 2: τὸ στέαρ αὐτῶν συνέκλειςαν· τὸ στόμα αὐτῶν ἐλάλησεν ὑπερηφανίαν. 1516,1: Πηλούσιον: ὄνομα τόπου. κλεὶς τῆς Αἰγύπτου καὶ εἰσόδου καὶ ἐξόδου. 1775,1: Κληΐσαι, οἱ ἀρχαῖοι λέγουσιν, οὐ κλεῖςαι. Κλείς, κλειδός· καὶ τὸ πληθυντικὸν τὰς κλεῖς.
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΓΟΥΔΙΑΝΟ / Etymologicum Gudianum, 326,49: Κλῇθρα, ἀπὸ τοῦ κλεὶς γέγονε κλῆθρα· ἢ ἀπὸ τοῦ κλείω κλείσω· τὸ κλείω δὲ οἱ Ἴωνες διὰ τοῦ ἦθα καὶ ἰῶτα γράφεται, ἐξ οὗ τὰ κλῇθρα διὰ τοῦ η καὶ ι  γράφεται.
  • ΜΑΞΙΜΟΣ / Maximus Confessor Theol., Mystagogia, 24,29: Διὰ δὲ τῆς μετὰ ταῦτα τῶν θυρῶν κλείςεως τὴν κατὰ διάθεσιν ἀπὸ τούτου τοῦ φθαρτοῦ κόσμου πρὸς τὸν νοητὸν κόσμον μετάβασιν τῆς ψυχῆς καὶ μετάθεσιν, δι’ ἧς τὰς αἰσθήσεις θυρῶν δίκην μύσασα, τῶν καθ’ ἁμαρτίαν εἰδώλων καθαρὰς ἀπεργάζεται.
  • ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ / Athanasius Theol., Sermo contra omnes haereses [Sp.], 28,517,41: Σοὶ δώσω τὰς κλεῖς τῆς βασιλείας οὐρανῶν· καὶ πάντα ὅσα ἂν δήσῃς ἐπὶ τῆς γῆς ἔσται δεδεμένα ἐν τοῖς οὐρανοῖς.[3]

ΠΗΓΗ: ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 10.10.2025.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

  • Θησαυρός Ελληνικής Γλώσσας ( TLG).
  • On Line Etymology Dictionary.
  • Dictionnaire Étymologique Des Mots Français Dérivés Du Grec, Παρίσι, 1809.
  • Δούκας Κ. Λεξικόν Διεθνών Λέξεων του Ομήρου.
  • Κοφινιώτης Ευ. Κ. «Ομηρικόν Λεξικόν».
  • Σταματάκος Ι. «Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης».

ΣΧΟΛΙΑ Γ. Λεκάκη:

[3] βλ. Ομ. Ἰλ. Ξ.168, Ὀδ. δ.802, 838 Α.442. Φ.241. Αλλά η λέξις είναι ακόμη αρχαιοτέρα: Στις μυκηναϊκές δέλτους βρίσκουμε την σύνθετη ελληνική λέξη karawiporo > κλαϜιφόρος = κλειδοφορος, κλειδοκρατωρ!

  • κλεις: ὅ,τι χρησιμεύει πρὸς κλεῖσιν > ιων. κληΐς [κληῗδος, κληῗδα] > δωρ. κλαΐς (-ῖδος) (Σιμωνίδης 82, Πίνδαρος Π.9.69, αιολ. cf. Schwyzer 465) > κλᾳξ (Θεόκρ.), κλαικος (-κα – επιγρ. Επιδαύρου, Μεσσηνίας), κλπ.

Το κλειδί είναι σύμβολο της Εκάτης-Σελήνης, της ΜήνηςΠΗΓΗ: P IV 2335, P LXX 10P VII 785 2.

Άλλες αρχαίες ελληνικές λέξεις σχετικές με την κλείδα: αρχκλειδαγωγία, κλειδάρχης, κλειδουχικός, κλειδουχώ, κλειδοφορία, κλειδοφόρος, κλειδοφορώ, κλειδοφυλάκιον, κλειδοφυλακώ, κλείω, κλοιός, κλπ. > βραδύτερον κλεῖθρον.

Οι λέξεις κλεῖς και κλῇς ευρίσκονται σε αττικές επιγραφές, σε Ἐπιγραφες τοῦ Βρετανικού Μουσείου [32. 44 καὶ 47]. (Πιθανή √ΚΛΑϜ ἢ μᾶλλον ΣΚΛΑϜ > Λατ. claudo, clavis > Ἀρχ. Γερμ. stiuzu (schliessen) – ΠΗΓΗ: LSJ. – ΣΚΛΑϜος > σκλάβος = αυτός που κλειδώνεται.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[1] Ιδού τι λέει το On Line Etymology Dictionary – μετάφραση από τα αγγλικά Δ. Συμεωνίδης:

Κλειδί = «όργανο για το άνοιγμα κλειδαριών», Μέση Αγγλική keie, από την Παλαιά Αγγλική cæg «μεταλλικό κομμάτι που λειτουργεί μια κλειδαριά, κλειδί» κυριολεκτικά και μεταφορικά («λύση, εξήγηση, αυτός που ή αυτό που ανοίγει τον δρόμο ή εξηγεί»), μια λέξη άγνωστης προέλευσης, ανώμαλη εξέλιξη και δεν υπάρχουν σίγουρες συγγενείς εκτός από την Παλαιά Φριζική kei. Ίσως σχετίζεται με την Μέση Κάτω Γερμανική keie «λόγχη, δόρυ» με την έννοια του «εργαλείου για να κόψεις», από την Πρωτογερμανική *ki- «να κόψεις, να σχίσεις» (συγγενείς: Γερμανική Keil «σφήνα», Γοτθική us-kijans «βγαίνει μπροστά», λέγεται για τους βλαστούς των σπόρων, keinan «να βλαστήσει»). Αλλά ο Liberman γράφει: «Η αρχική σημασία του *kaig-jo- ήταν πιθανώς ‘*καρφιτσα με στριμμένο άκρο’. Λέξεις με την ρίζα *kai- ακολουθούμενη από σύμφωνο που σημαίνει «στραβός, λυγισμένος· στριμμένος» είναι κοινές μόνο στις Βόρειες Γερμανικές γλώσσες». Συγκρίνετε επίσης τα Σανσκριτικά kuncika- «κλειδί», από το kunc- «κάνω στραβό».

Η σύγχρονη προφορά είναι μια βόρεια παραλλαγή που επικρατεί από περίπου το 1700. Νωρίτερα και στα Μέσα Αγγλικά συχνά προφερόταν “kay”. Η σημασία “αυτό που συγκρατεί άλλα μέρη” προέρχεται από την δεκαετία του 1520. Η σημασία “εξήγηση μιας λύσης” (σε ένα καθορισμένο πρόβλημα, κώδικα κλπ.) προέρχεται από περίπου το 1600.

Η μουσική έννοια αρχικά ήταν “τόνος, φθογγος” (μέσα του 15ου αιώνα). Στη μουσική θεωρία, η έννοια αναπτύχθηκε τον 17ο αιώνα σε “άθροισμα των μελωδικών και αρμονικών σχέσεων στους τόνους μιας κλίμακας”, επίσης “μελωδικές και αρμονικές σχέσεις που επικεντρώνονται σε έναν δεδομένο τόνο”. Πιθανώς αυτό βασίζεται σε μια μετάφραση της λατινικής λέξης clavis “κλειδί”, που χρησιμοποιήθηκε από τον Guido για τον “χαμηλότερο τόνο μιας κλίμακας” ή γαλλικό κλειδί (βλ. κλειδί· βλ. επίσης κεντρική νοτα). Η έννοια του “μηχανισμού σε ένα μουσικό όργανο που λειτουργεί από τα δάκτυλα του μουσικού” προέρχεται από περίπου το 1500, πιθανώς υποδηλώνεται επίσης από τις χρήσεις του clavis. Το OED λέει ότι αυτή η χρήση “φαίνεται να περιορίζεται στα αγγλικά”. Πρώτα από τα όργανα και τα πιάνα, μέχρι το 1765 από τα πνευστά όργανα· μεταφέρθηκε στην τηλεγραφία μέχρι το 1837 και αργότερα στις γραφομηχανές.

Key “instrument for opening locks,” Middle English keie, from Old English cage “metal piece that works a lock, key” literal and figurative (“solution, explanation, one who or that which opens the way or explains”), a word of unknown origin, abnormal evolution, and no sure cognates other than Old Frisian kea.

Perhaps it is related to Middle Low German keie “lance, spear” on notion of “tool to cleave with,” from Proto-Germanic *ki- “to cleave, split” (cognates: German Keil “wedge,” Gothic us-kijans “come forth,” said of seed sprouts, keinan “to germinate”). But Liberman writes, “The original meaning of *kaig-jo- was presumably ‘*pin with a twisted end.’ Words with the root *kai- followed by a consonant meaning ‘crooked, bent; twisted’ are common only in the North Germanic languages.” Compare also Sanskrit kuncika- “key,” from kunc- “make crooked.”

Modern pronunciation is a northern variant predominating from c. 1700; earlier and in Middle English it often was pronounced “kay.” Meaning “that which holds together other parts” is from 1520s. Meaning “explanation of a solution” (to a set problem, code, etc.) is from c.1600.

The musical sense originally was “tone, note” (mid-15c.). In music theory, the sense developed 17c. to “sum of the melodic and harmonic relationships in the tones of a scale,” also “melodic and harmonic relationships centering on a given tone.” Probably this is based on a translation of Latin clavis “key,” used by Guido for “lowest tone of a scale,” or French clef (see clef; also see keynote). Sense of “mechanism on a musical instrument operated by the player’s fingers” is from c. 1500, probably also suggested by uses of clavis. OED says this use “appears to be confined to Eng[lish].” First of organs and pianos, by 1765 of wind instruments; transferred to telegraphy by 1837 and later to typewriters ΠΗΓΗ: On Line Etymology Dictionary, 1876.

[2] CLEF ou Clé ,s.f. de κλείς (Kleis), la même,en latin clavis Clé and clef eνώ έχουν διαφορετική προφορά έχουν την ίδια σημασία μόνο στην λέξη clef σημαίνει κλειδί μουσικής – ΠΗΓΗ: Dictionnaire Étymologique Des Mots Français Dérivés Du Grec, τ. Α, Paris, 1809.

αγγλικη λεξη key αρχαια ελληνικη ομηρικη λεξις αγγλικες λεξεις αρχαιες ελληνικες ομηρικες ετυμολογια κλειδιου κλειδι αγγλικο λεξικο αγνωστη προελευση πρωτογερμανικη γοτθικη σανσκριτικη γλωσσα Ομηρικη Γαλλικο Ετυμολογικο Λεξικα ελληνικη cle, κλεις κλειδος, κλειδα Ομηρος ιλιας οδυσσεια αρχαιοτερη μυκηναικη δελτος μυκηναικες μυκηναι μυκηνες αργολιδα συνθετη karawiporo > κλαϜιφορος = κλειδοφορος, κλειδοκρατορας κλεισις ιωνικα κληις κληιδος, κληιδα δωρικα κλαις κλαιδος Σιμωνιδης Πινδαρος αιολικα κλᾳξ Θεοκριτος κλαικος κλαικα επιγραφη Επιδαυρου, Μεσσηνιας επιγραφες Επιδαυρος, Μεσσηνια συμβολο θεα Εκατη Σεληνη Μηνη  αρχαιες ελληνικες λεξεις αρχκλειδαγωγια, κλειδαρχης, κλειδουχικος, κλειδουχω, κλειδοφορια, κλειδοφορος, κλειδοφορω, κλειδοφυλακιον, κλειδοφυλακιο κλειδοφυλακω, κλειω, κλοιος, κλειθρον κλειθρο κλης αττικη Βρετανικο Μουσειο ριζα ΚΛΑF ΣΚΛΑF Λατινικα  λάυδιος κλαυδια claudo, clavis γερμανικα ΣΚΛΑϜος > σκλαβος κλειδωμα Φριζικη Φριζικα

author avatar
Γιώργος Λεκάκης

Σχετικά Άρθρα

Τι σχέση έχει η Αμφίπολη, με την Ολυμπιάδα, την Ολυμπία και τον Μέγα Αλέξανδρο;

Του συγγραφέα Βασίλη Μακαρίου Την άποψη μου και την μέθη...

Ο ΕΛΛΗΝΑΣ και οι «ΕΝΤΙΜΟΙ» ΕΠΙΚΡΙΤΕΣ του

Του συγγραφέα Σωκράτη Β. Σίσκου Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής...

Ήθη και έθιμα της αγίας Βαρβάρας – σχέση με Εκάτη, Δήμητρα και Ήρα – του Γ. Λεκάκη

Του Γιώργου Λεκάκη Η αγία Βαρβάρα εορτάζεται στις 4 Δεκεμβρίου....