Συμβολή στο ΛΑΓΚΑΔΙΝΟ ΛΕΞΙΚΟ
Λέξεις και ιδιωματισμοί από τα Λαγκαδια Γορτυνιας Αρκαδιας:
βαγένι = βαρέλι γιά κρασί
βάνω = βάζω
βαρώ (αόρ. βάρηγα) = βαράω (βαρούσα)
βατσίνα (η) = δαμαλισμός, τό εμβόλιο κατά τής ευλογιάς, τό σημάδι από τόν δαμαλισμό (ετυμ. από τό ιταλικό vaccina)
βγάνω = βγάζω
βελεσάκι = μεσοφόρι
βεντέμα (η) = η ακμή, η περίοδος τής ανωτάτης τιμής ενός κυμαινομένου μεγέθους
βερβερίζω = πονάω πολύ από γκιάξιμο
βερέμης (επίθ.) = φιλάσθενος, αρρωστιάρης, μαραζιάρης
βίκα (η) = στάμνα γιά νερό μέ χερούλια
βίτσα (η) = καμουτσίκι, συνήθως λεπτή καί ευλύγιστη βέργα
βόιδι = βόδι
βολά (η) = φορά – συναντάται καί χρονικά (π.χ. μιά βολά ήτανε…) καί αριθμητικά (π.χ. μια βολά, δυό βολές…)
γαζά-γαζά (επίρ.) = σιγά-σιγά, χωρίς θόρυβο, ακροποδητί
γαϊτάνι (τό) = κορδόνι
γαλάρι (τό) = τό μαντρί, τό περιφραγμένο μέρος όπου φυλάσσονται τά γιδοπρόβατα
γαλάρια (η) (επίθ.) = η γίδα ή προβατίνα πού κάνει γάλα (σέ διάκρισι από την στέρφα)
γαλόπητα (η) = γαλατοπιτα / γαλατόπιττα
γάνα (η) = η πράσινη σκουριά τών αγανωτων χαλκίνων σκευών / στρώμα βρώμας κολλημένο (αφορά πράγματα, εν αντιθέσει μέ τήν γάρτσα) / πρβλ. γανιάζω, ξεγανιάζω
γάρτσα ή σγάρτσα (η) = στρώμα βρώμας πάνω στό σώμα
γεμενί (τo) – τα γεμενια = μαύρο ή καφέ μαντήλι, διακοσμημένο περιφερειακά μέ λουλούδια, πού δένουν στό κεφάλι οι γυναίκες
γέννημα (τό) = κυρίως τό σιτάρι, ως προϊόν τής καλλιεργείας τού χωραφιού, μετά τό αλώνισμα (ετυμ. από τό γίνομαι ή τό γεννώ)
γιεργοδουλεύω = μαστορεύω, κουτσοφτιάχνω (μτφ. δουλεύω αφανώς, υποβόσκω) – ετυμ.: προφανώς από τόν συνδυασμό τών λέξεων έργο καί δουλεύω
γιόμα (τό) = μεσημέρι
γιοματίζω = γευματίζω
γιορντάνι (τό) = περιδέραιο / κολιες (λ. τούρκ. yordam)
γιούκος (ο) = ταχτοποιημένος σωρός διπλωμένων μεγάλων ρούχων (σαϊσμάτων, μπαντανιών, παπλωμάτων, σεντονιών, μαξιλαριών, κλπ.) (τούρκ. yuk)
γιούλη = κλητική προσφώνησις, υποκοριστικό τού γυιέ μου / γιε / υιε μου
γιούρντα (η) = γυναικείο πανωφόρι από τσόχα, γαρνιρισμένο, μεσάτο, χωρίς μανίκια
γκάβαλα (τά) = τά περιττώματα τών γαϊδουρομουλαριών (γαϊδουρογκάβαλα)
γκανιάζω = κλαίω γοερά μέχρι σκασμού
γκεζεράω (μτβ. καί αμτβ.) = καθυστερώ, χρονοτριβώ, περιπλανιέμαι ασκόπως (λ. τούρκ. Gez-in-mek)
γκιάζω ή τζιάω = αγγίζω (άθελα ή ηθελημένα) πληγή, σπυρί, κλπ. (μέ συνηθισμένο επακόλουθο νά κάνω τόν άλλον νά βερβερίση)
γκιζγκινάω (μτβ. καί αμτβ.) = όντας καβάλα σέ ζώο, τό κάνω νά καλπάση / σπηρουνίζω
γκιλέρι (τό) = η αποθήκη τροφίμων τού σπιτιού (ετυμολ. από τό κελάρι / κελλαρι / κελλα / κελλι) και η κουζίνα
γκοτζιά (μου) ή κοτζιά (μου) = μεγάλος, η, ο (στήν ηλικία ή στόν όγκο – π.χ. κοτζιά μου άντρας) / θεριακωμένος > κοτζιας = άνδρας με μεγαλη κοιλια.
γκώνω / εγκωσα = βαραίνω τό στομάχι μου από τό πολύ φαγητό, ογκώνω» (ετυμ. από τό όγκος)
γλαρό (επίθ.) = φρέσκο, μαλακό (λέγεται γιά τό ψωμί)
γλαρώνω = αρχίζω νά νυστάζω, μισοκλείνουν τά μάτια μου
γλέπω = βλέπω
γλήγορος, γλήγορα (επίθ. καί επίρ.) = γρήγορος, γρήγορα
γλιμιάρης (επίθ.) = εκείνος πού από πείνα ή βουλιμία, απλώνει στό ξένο φαγητό και παίρνει χωρίς ευγένειες καί χωρίς προσχήματα
γλίνα (η) = η άργιλος, ο αργιλικός πήλος πού βρίσκεται στήν φύσι (αλλού η λίγδα)
γλιστριά (η) = ο γαιοσκώληκας > τό «συμβάν» τού γλιστρήματος, τό ίχνος τού γλιστρήματος
γνέθω = υφαίνω τό μαλλί στήν ρόκα
γνέσιμο (τό) = η ύφανσις τού μαλλιού στήν ρόκα
γολόζος (επίθ.) = λαίμαργος
γόνα (τό) = γόνατο / γονυ
γόρτσα ή αγόρτσα (η) = γοριτσα ή αγοριτσα, κομμάτι από τό τομάρι τού γουρουνιού
γούβα (η) = λακκούβα / χαμηλός (κοίλος) τόπος
γουλίνι ή γουλινάκι (τό) = η σαλιάρα πού φοράμε στά μωρά
γούρνα (η) = μεγάλη πέτρα σκαλισμένη ώστε νά σχηματίζει κοίλωμα, γιά νά μαζεύεται τό νερό τής πηγής
γουρνοβασιλικός = η μπόλια τού γουρουνιού’ χρησίμευε σάν λαϊκό γιατροσόφι γιά τά πονίδια
γράνα (η) = χαντάκι
γριτζάνα / γριτζιάνα (η) = ξύλο σκαλισμένο οδοντωτά γιά τό ξεσπίνισμα τού αραποσιτιού – ετυμ. πιθανότατα από τήν λ. γρανάζι
γωνιά (η) = τό δωμάτιο τού σπιτιού πού είναι τό τζάκι, τό χειμωνιάτικο.
ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ: Γ. Λεκάκης “Λεξικο παραδόσεων”. ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 4.4.2019.
(*) Ευχαριστώ την φίλη Ρ. Μήκου για την βοήθειά της.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
- Κωνσταντινόπουλος Χρ. Γ. “Οι λαγκαδινοί μαστόροι”, ιστορικολαογραφική μελέτη, 1970.
- ΤΣΑΦΑΡΑΣ Δημ. Σπ. “ΛΑΓΚΑΔΙΝΟ ΛΕΞΙΚΟ – ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΟΥ ΓΛΩΣΣΙΚΟΥ ΙΔΙΩΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΛΑΓΚΑΔΙΩΝ ΑΡΚΑΔΙΑΣ”, εκδ. “Μέθεξις”.
ντοπιολαλια εντοπιολαλια λεξεις λεξικο λεξικον ιδιωματισμοι ιδιωματισμος ετυμολογια παροιμια, παροιμιες, παροιμιωδης φραση λαγκαδιανη γλωσσα γλωσσικο ιδιωμα λαγκαδιανο αρκαδικο λαγκαδιανες λεξις διαλεκτος λεξικο λεξικον λεξιλογιο γλωσσαρι ΛΕΞΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟΝ συμβολη Λαγκαδια γορτυνιας αρκαδιας γορτυνια γορτυς γορτυνα αρκαδια γορτυνιακη αρκαδιανη γλωσσα γορτυνιακες αρκαδιανες αρκαδικες λεξεις κωνσταντινοπουλος Λαγκαδινοι μαστοροι ιστορια λαογραφια ΛΑΓΚΑΔΙΝΟ ΛΕΞΙΚΟ – ΣΥΜΒΟΛΗ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ ΛΑΓΚΑΔΙΩΝ ΑΡΚΑΔΙΑΣ