Η ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ

14.2 C
Athens
Παρασκευή, 5 Δεκεμβρίου, 2025

Η «τουρκική» λέξη λαπάς, είναι αρχαία ελληνική!

Του Δημήτρη Συμεωνίδη JP

δημοσιογράφου / ανταποκριτού Ε.Σ.Ε.Μ.Ε.

(Ένωση Συντακτών Ευρωπαϊκών Μέσων Ενημέρωσης)

Τα διάφορα λεξικά μας δίδουν διάφορες ερμηνείες για την προέλευση της λέξης. Το μεγάλο Τουρκικό Λεξικό «Türk Dil Kurumu» όμως μας δηλώνει ότι η λέξη έχει ποντιακή προέλευση – άρα ελληνική. Την θεωρεί δάνειο από τα ποντιακά ελληνικά («rumca[1]»).

Η «τουρκική» λέξη lapa αναφέρεται γενικώς σε μια παχύρρευστη ουσία, που μοιάζει με χυλό (ρυζιού ή αλευριού). Ή το χιόνι που πέφτει σε παχειές νιφάδες.  Η ετυμολογία της – λέει – είναι περίπλοκη, με πιθανές συνδέσεις με αρμενικές, ελληνικές, ακόμη και πρωτοουραλικές ρίζες…[1]

Αρχαίες Ελληνικές Πηγές για την λέξη λαπάσσω / λαπάς

  • ΓΑΛΗΝΟΣ / Galenus Med., In Hippocratis prorrheticum i commentaria iii, εκδ. Kühn, 16,838,1: τὸ γὰρ λαπάσειν κυρίως κενοῦν, σημαίνει, τῷ κενοῦσθαι δ’ ἕπεται τό τε προσστέλλεσθαι καὶ τὸ μαλακώτερον γίνεσθαι.
  • ΕΡΩΤΙΑΝΟΣ / Erotianus Gramm., Med., Vocum Hippocraticarum collection “Erotiani vocum Hippocraticarum collectio cum fragmentis”, εκδ. Nachmanson, E. Göteborg: Eranos, 1918, Klein 91,5: λαπάσουσαι· μαλάττουσαι, κενοῦσαι.
  • ΗΣΥΧΙΟΣ / Hesychius Lexicogr., “Hesychii Alexandrini lexicon, vols. 1–2”, Ed. Latte, K. Copenhagen: Munksgaard, 1:1953; 2:1966, 309,1: λαπάσειν, λαπάττειν· κενοῦν AS, λαπάττων· μαλάττων (A), λαγαρὸν ποιῶν.
  • LSJ: λαπάσσω: Ἀττ. λαπάττω: μέλλ. λαπάξω, κενῶ, ἀδειάζω, διάρροια… τὴν γαστέρα λαπάσσουσαι Ἱππ. Προγν. 39· οὐκ ἐλάπαξεν οὐδέν, δὲν εἶχε κένωσίν τινα, ὁ αὐτ. 1133F· τὰ παρ’ οὗς λαπάσει, κάμνει ὥστε τὰ παρὰ τὸ οὖς οἰδήματα νὰ ἐκβάλλωσιν ὕλην, ὁ αὐτ. 151Α, πρβλ. 82Ε. – Παθ., μάλιστα ἐν τῷ ἀορ. ἐλαπάχθην, ἐπὶ τῶν ἐντοσθίων, κενοῦμαι, ὁ αὐτ. 12. 21., 403. 49. πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 23. 39· ἀπολ., ἐλαπάσσετο, ἐγίνετο κένωσις, Ἱππ. 1170D: πρκμ. ἀπαρ. λελαπάχθαι Ἀθήν. 363Α. (Ὁ Κούρτ. ἀμφιβάλλει τὴν σχέσιν αὐτοῦ πρὸς τὴν √ΛΑΠ, λάπτω· πρβλ. λάπαγμα, λαπαγμός, λάπαξις, λαπακτός, ἀλαπάζω, ἀλαπαδνός, καὶ ἴσως λαπαρός). – Παρ’ Ἡσυχ. «λαπῆναι· λεπισθῆναι».
  • > κενός, εξαντλημένος, κουρασμένος, ρ. μαλακώνω, καταπραΰνω, μτφ. λεηλατώ («λαπάζειν ἄστυ Καδμείων βίᾳ», Αισχύλ.).

Επίσης:

λάπα, η (ουσ.) > λαπάρα (ανατομ.)

  • α) το μέρος της κοιλιάς που βρίσκεται αμέσως πιο κάτω από τον ομφαλό και πάνω από τα λαγόνια οστά- συνών. λαγαρά, λαγγόνια,
  • β) (κατ’ επέκτ.) η κοιλιά.

Λεξικό Τριανταφυλλίδη: λαπάς ο: 1. φαγητό από ρύζι που το βράζουν ώσπου να χυλώσει. 2. (μειωτ.) α. για αποτυχημένα φαγητά (κυρ. ζυμαρικά). β. (γενικότ., μτφ.) για κάτι το αποτυχημένο. 3. (μτφ., για πρόσ.) α. νωθρός, πλαδαρός, μαλθακός, νερόβραστος. β. άχρωμος, που δεν προξενεί καμμιά εντύπωση ή ενδιαφέρον.

Επίσης σήμερα έχουμε και τις έννοιες: λαπάς = μαμάκιας, θηλυπρεπής, βουτυρομπεμπές, φλώρος.

H «τουρκική» λέξη lapa: Πιθανότατα προέρχεται από έναν συνδυασμό πηγών, συμπεριλαμβανομένου του δανεισμού από την ποντιακή ελληνική (Rumca) και την αρμενική. Μοιράζεται επίσης τις ρίζες της με τις τουρκικές λέξεις «yapağı» (ωμό μαλλί), «yapalak» (κουκουβάγια) και «lapa lapa (kar)» (χιόνι σε χοντρές νιφάδες), οι οποίες συνδέονται με την παλαιοτουρκική «yapaḳu» (κοπάδια ή συστάδες από μαλλί προβάτου). Η ίδια η λέξη «lapa» αναφέρεται σε ένα είδος χυλού ρυζιού ή πλιγούρι που είναι κοινό στα Βαλκάνια, την Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή, και παρασκευάζεται με ρύζι, νερό και αλάτι.

Επιρροή από την ποντιακή ελληνική / αρμενική:

Η Τουρκική Γλωσσική Εταιρεία (Türk Dil Kurumu) τη θεωρεί δανεισμένη από την ποντιακή ελληνική, ενώ ο Robert Dankoff προτείνει αρμενική προέλευση, συγκεκριμένα από την αρμενική λέξη «lap» που σημαίνει «νερουλή τροφή για σκύλους, χυλός για μωρά». Παλαιές Τουρκικές Συνδέσεις: Η λέξη “lapa” συνδέεται επίσης με την παλαιοτουρκική λέξη “yapaḳu”, η οποία αναφέρεται σε μαλλί ή τούφες μαλλιών. Αυτή η σύνδεση παρατηρείται στις σύγχρονες τουρκικές λέξεις “yapağı” (ακατέργαστο μαλλί), “yapalak” (κουκουβάγια) και στην αναδιπλούμενη μορφή “lapa lapa (kar)”, που σημαίνει χιόνι που πέφτει σε παχιές νιφάδες. Σημασία στα τουρκικά: Στα τουρκικά, η λέξη “lapa” αναφέρεται συγκεκριμένα σε μια παχύρρευστη, σαν χυλό υφή, που συχνά συνδέεται με πιάτα με ρύζι. – Μετάφραση από τα αγγλικά: Δ. Συμεωνίδης[2]

[1] Η Ρούμκα και η Γιουνάνκα

Η Ρούμκα είναι η γλώσσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. H Γιουνάνκα είναι η γλώσσα της των Γιουνάν Ελλήνων, της Ελλάδας. Έτσι, μπορούμε να πούμε ότι:

  • Ρούμκα = Ρωμαϊκή
  • Γιουνάνκα = Ελληνική

Προς το παρόν, όμως, και οι δύο χρησιμοποιούνται για την ελληνική γλώσσα, επειδή οι πολιτισμοί της Βυζαντινής (Ανατολικής Ρωμαϊκής) Αυτοκρατορίας και της Ελλάδας αναμίχθηκαν και σχημάτισαν έναν νέο πολιτισμό. Έτσι, μπορείτε να πείτε και τις δύο, αλλά η προέλευση και οι πραγματικές τους έννοιες είναι όπως εξήγησα παραπάνω. Σήμερα, χρησιμοποιούμε Γιουνάνκα περισσότερο για την ελληνική γλώσσα. Η Ρούμκα χρησιμοποιείται γενικά για την εποχή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.[3]

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

  • ΛΑΠΑΣ / λαπάκι (ουσ. ουδ.) λαπάκ’ Αξ. Πληθ. λαπάχια Σίλ. λάπλα Σίλ.
  • λαπάς (ουσ. αρσ.) λαπ͑άς Φάρασ. λα̈π͑α̈́ς Φάρασ. λαπά Μαλακ., Μισθ. λέπε Τσουχούρ. Πληθ. λαπάδια Μαλακ. [Όπως προείπαμε, λάθος αναφέρει] από το τουρκ. ουσ. lapa (< αρμεν. lap = τροφή βρεφών ή ζώων σε μορφή πολτού (Dankoff 1995: 53), όπου και διαλεκτ. τύπ. lepe, απώτερα ηχομιμητ. (Νisanyan 2020, λ. lapa).
  • Νηστίσιμο πιλάφι, λαπάς ό.π.τ.: Τσουχ ’α φάου του πεθερού μου το λεπέ (Θα φάω του πεθερού μου τον λαπά) Τσουχούρ. -Dawk.
  • Γενικότερα, οποιοδήποτε παραβρασμένο φαγητό Μαλακ.
  • Κατάπλασμα Μισθ., Φάρασ.: Ήψαν νιστιά, έβρααν καβαλίνες με το λάι, ποίκαν το λαπά, έθεκαν μάνα μ’ κοιλιά απάνω (Άναψαν φωτιά στην εστία, έβρασαν καβαλίνες με το λάδι, το εποίησαν τον λαπά (σαν κατάπλασμα) το έβαλαν επάνω στην κοιλιά της μάνας μου) Μισθ. – Pernot.Gall.
  • λάπος (ουσ. ουδ.) λάπος Ανακ., Σίλατ., Σινασσ., Φερτάκ., Φλογ. λάπους Μαλακ., Μισθ.

Η λαπά, η ρίζα κολλιτσίδας, στην Ιατρική

(Η) Λαπά λέγεται η ρίζα κολλιτσίδας (Arctium lappa), η οποία έχει χρησιμοποιηθεί παραδοσιακά για τις θεραπευτικές της ιδιότητες. Η λαπά, όπως είναι γνωστή στην ελληνική, είναι ένα βότανο που χρησιμοποιείται για διάφορες παθήσεις, κυρίως σε σχέση με το δέρμα και την πέψη – όπως έχει και ο λαπάς! Συγκεκριμένα, η λαπά στην ιατρική έχει τις εξής χρήσεις:

  • Διουρητική και εφιδρωτική δράση: Βοηθά στην αποβολή υγρών από το σώμα, με πιθανή επίδραση σε κατακράτηση υγρών και αποτοξίνωση.
  • Καθαρισμός του αίματος: Θεωρείται ότι έχει ιδιότητες που βοηθούν στην απομάκρυνση τοξινών από το αίμα.
  • Δερματικές παθήσεις: Χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση δερματικών προβλημάτων όπως εκζέματα και ακμή, κυρίως λόγω της αντιφλεγμονώδους δράσης της.
  • Πεπτικό σύστημα: Σε ορισμένες περιπτώσεις, χρησιμοποιείται για την ανακούφιση από γαστρεντερικές διαταραχές και για την ενίσχυση της πέψης.
  • Στην παραδοσιακή / λαϊκή ιατρική: Η ρίζα κολλιτσίδας χρησιμοποιείται εδώ και αιώνες στην παραδοσιακή κινεζική ιατρική για την θεραπεία δερματικών προβλημάτων.  Στην ελληνική λαϊκή ιατρική, η λαπά έχει χρησιμοποιηθεί ως διουρητικό, εφιδρωτικό και για τον καθαρισμό του αίματος.

Συχνά, συνδυάζεται με λεμόνι για να ενισχυθεί η αντιφλεγμονώδης και αντιμικροβιακή δράση της, ιδίως σε περιπτώσεις ιώσεων με πεπτικές ενοχλήσεις.

  • Σημείωση: Η ρίζα κολλιτσίδας θεωρείται γενικά ασφαλής, αλλά συνιστάται η συμβουλή γιατρού ή ειδικού πριν την χρήση της, ειδικά για άτομα με υποκείμενα νοσήματα ή που λαμβάνουν άλλα φάρμακα.

ΠΗΓΗ: ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 5.8.2025.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

 ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[1] The Turkish word lapa generally refers to a thick, porridge-like substance, like a rice or flour porridge. It can also describe snow falling in thick flakes. Its etymology is complex, with possible connections to Armenian, Greek, and even Proto-Uralic roots.

[2] The dictionary of the Türk Dil Kurumuconsiders it a loanword from Pontic Greek (“Rumca“): The Turkish word “lapa” likely originates from a combination of sources, including borrowing from Pontic Greek (Rumca) and Armenian. It also shares roots with the Turkish words “yapağı” (raw wool), “yapalak” (owl), and “lapa lapa (kar)” (snow in thick flakes), which are connected to Old Turkic “yapaḳu” (flocks or clumps of sheep wool). The word “lapa” itself refers to a type of rice porridge or gruel common in the Balkans, Levant, and Middle East, made with rice, water, and salt.

Pontic Greek/Armenian Influence: The Turkish Language Society (Türk Dil Kurumu) considers it a loanword from Pontic Greek, while Robert Dankoff suggests an Armenian origin, specifically from the Armenian word “lap'” meaning “watery food for dogs, pap for babies.

Old Turkic Connections: The word “lapa” is also linked to the Old Turkic word “yapaḳu,” which refers to wool or tufts of hair. This connection is seen in the modern Turkish words “yapağı” (raw wool), “yapalak” (owl), and the reduplicated form “lapa lapa (kar),” meaning snow falling in thick flakes.

Meaning in Turkish: In Turkish, “lapa” specifically refers to a thick, porridge-like consistency, often associated with rice dishes.

[3] Rumca is the language of the Roman Empire. But Yunanca is the language of Greece. So, we can say that:

  • Rumca = Romaic
  • Yunanca = Greek

But for now, both are used for Greek language because the cultures of the Byzantine (the Eastern Roman) Empire and Greece were mixed and formed a new culture. So, you can say both of them, but their origins and actual meanings are like I explained above. Nowadays, we use Yunanca more for Greek language. Rumca is generally used for the Byzantine Empire era.

τουρκικη λεξη λαπας, αρχαια ελληνικη τουρκικα λεξις λαππας, αρχαια ελληνικα ετυμολογια λαπα τουρκικες λεξεις αρχαιες ελληνικες Συμεωνιδης λεξικα ερμηνεια προελευση λεξης μεγαλο Τουρκικο Λεξικο ποντιακη lapa παχυρρευστη ουσια, χυλος ρυζι αλευρι χιονι νιφαδα αρμενικη πρωτοουραλικη ουραλικη ριζα ουραλια ορη δανειο ποντιακα ελληνικα ρουμκα ρουμικα ρωμεικα rumca ΓΑΛΗΝΟΣ ιπποκρατης εκδοση Kuhn, λαπασω κενω κενουσθαι επεται προστελλεσθαι μαλακωτερον γινεσθαι μαλακωτερο μαλακοτερο μαλακο ΕΡΩΤΙΑΝΟΣ εκδισς Nachmanson, Γκαιτεμπουργκ Goteborg λαπασω μαλαττω κενο ΗΣΥΧΙΟΣ Κοπεγχαγη Copenhagen λαπασειν, λαπαττειν λαπαττω λαπαττων μαλαττων λαγαρον ποιων μαλαξη δανεισμος ποντος αρμενικα yapagı ωμo μαλλi yapalak κουκουβαγια lapalapa kar παλαιοτουρκικη yapaku κοπαδι προβατο πλιγουρι Βαλκανια, ανατολικη Μεσογειος Μεση Ανατολη παρασκευη νερο αλατι επιρροη ελλαδα αρμενια Τουρκικη Γλωσσικη Εταιρεια Dankoff ντανκοφ λαπ lap νερουλη τροφη για σκυλους, σκυλος μωρο παλαιη παλιοτουρκικη τουφα ακατεργαστο υφη πιατο Γιουνανκα γλωσσα Ρωμαικη Αυτοκρατορια Γιουναν Ελληνες Ελλας Βυζαντινη Ανατολικη πολιτισμος βυζαντιο Τριανταφυλλιδης φαγητο βρασιμο χυλωμα αποτυχια ζυμαρικα νωθρος, πλαδαρος, μαλθακος, νεροβραστος αχρωμος, εντυπωση ενδιαφερον εννοια μαμακιας, θηλυπρεπης, βουτυρομπεμπες, φλωρος ΙΣΤΟΡΙΑ ΙΔΙΩΜΑΤΑ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ λαπακι λαπακ Αξος λαπαχια Σιλατα Συλατα  Συλλατα λαπλα Φαρασα Μαλακοπη Μισθι Τσουχουρι Τζουχουρι λαπαδια αρμενικο βρεφος ζωο πολτος διαλεκτικος τυπος λεπε lepe, ηχομιμητικη νισανγιαν Νisanyan νηστισιμο πιλαφι, νηστεια Τσουχ ’α φαου του παραβρασμενο καταπλασμα ηψαν νιστια, εβρααν καβαλινες λαι, ποικαν εθεκαν μανα κοιλια απανω φωτια ιστια εστια καβαλινα λαδι, λαπος Ανακ., Σινασσος Φερτακιοι Φλογητα Φλοιτα λαπους λαπαρα ομφαλος λαγονια οστα λαγαρα, λαγγονια κολλιτσιδα ιατρικη Arctium lappa παραδοσιακη θεραπεια βοτανο παθηση δερμα πεψη χρηση διουρητικη εφιδρωτικη δραση αποβολη υγρων υγρα σωμα, κατακρατηση αποτοξινωση καθαρισμος αιματος τοξινες αιμα δερματικες παθησεις δερματικα προβληματα εκζεμα ακμη αντιφλεγμονωδες πεπτικο συστημα ανακουφιση γαστρεντερικες διαταραχες παραδοση λαικη ιατρικη κινεζικη κινα δερματικα ελληνικη διουρητικο, εφιδρωτικο λεμονι αντιφλεγμονωδης αντιμικροβιακη δραση ιωση πεπτικες ενοχλησεις στομαχι Σταματακος λαπασσω αττικα λαπαττω λαπαξω, κενω αδειαζω, διαρροια γαστερα λαπασσουσαι ιπποκρατης ελαπαξεν οὐδεν, κενωσις οιδημα εκβο υλη ελαπαχθην, εντοσθια κενουμαι, αριστοτελης ελαπασσετο, κενωση λελαπαχθαι αθηναιος Κουρτιος ριζα ΛΑΠ, λαπτω λαπαγμα, λαπαγμος, λαπαξις, λαπακτος, αλαπαζω, αλαπαδνος, λαπαρος λαπηναι· λεπισθηναι κενος εξαντλημενος, κουρασμενος μαλακωνω, καταπραυνω λεηλατω λαπαζειν αστυ Καδμειων βια, Αισχυλος λεηλασια Καδμεια Καδμειοι θηβα βοιωτια

author avatar
Γιώργος Λεκάκης

Σχετικά Άρθρα

Γιατί η λέξη «ΝΟΜΙΜΟΝ» διαβάζεται ίδια και από τις δύο πλευρές

Του καθηγητή Αντώνη Α. Αντωνάκου Ἡ ἑλληνικὴ λέξη «ΝΟΜΙΜΟΝ» εἶναι...

Ο ΕΛΛΗΝΑΣ και οι «ΕΝΤΙΜΟΙ» ΕΠΙΚΡΙΤΕΣ του

Του συγγραφέα Σωκράτη Β. Σίσκου Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής...

Ήθη και έθιμα της αγίας Βαρβάρας – σχέση με Εκάτη, Δήμητρα και Ήρα – του Γ. Λεκάκη

Του Γιώργου Λεκάκη Η αγία Βαρβάρα εορτάζεται στις 4 Δεκεμβρίου....

Από την αρχαία ελληνική μακαρία, το μελομακάρονο – τι συμβολίζει

Της δρ. Γεωργίας Κατσογριδάκη, διαιτολόγου – διατροφολόγου Το μελομακάρονο αποτελεί...