Του Δημήτρη Συμεωνίδη JP
Δημοσιογράφου / ανταποκριτού Ε.Σ.Ε.Μ.Ε.
(Ένωση Συντακτών Ευρωπαϊκών Μέσων Ενημέρωσης)
Τα αγγλικά λεξικά λένε ότι ή λέξη minuo είναι πρωτο-ιταλική ή σανσκριτική ενώ το γαλλικό ετυμολογικό λεξικό αναφέρει την σωστή προέλευση της λέξεως, που είναι η αρχαια ομηρικη ελληνική λέξη μινύθω![1] Επίσης και το Λατινοελληνικό Λεξικό αναφέρει ότι η λέξη mimuo προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη μινυθω.
Αρχαίες ελληνικές πηγές που αναφέρουν την λέξη:
< αρχ. μειῶ / μειώνω, ελαττώνω
ΟΜΗΡΟΣ – Homerus Epic., Ilias 20, 242:
Ζεὺς δ’ ἀρετὴν ἄνδρεσσιν ὀφέλλει τε μινύθει τε
ὅππως κεν ἐθέλῃσιν· ὃ γὰρ κάρτιστος ἁπάντων.
ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ – Eustathius Philol., Scr. Eccl., Commentarii ad Homeri Iliadem, Vol. 1, 181, 17:
ἐξ οὗ καὶ μινύθω, τὸ ἐλαττῶ καὶ σμικρύνω, καὶ μινύρω καὶ μινυρίζω, τὸ ὑποκλαίω.
ΖΩΝΑΡΑΣ – Zonaras Lexicogr,Pseudo Lexicon, 1363, 15:
Μινύθω. ἐλαττῶ. *φθείρεται γὰρ τὸ τοιοῦτον.
ΕΡΩΤΙΑΝΟΣ: Erotianus Gramm., Med., Vocum Hippocraticarum coll. Klein, 106, 14:
πνεῦμα μινυθῶδες· τὸ ἀσθενὲς καὶ ὀλίγον.
ΑΙΛΙΟΣ ΗΡΩΔΙΑΝΟΣ: Aelius Herodianus et Pseudo-Herodianus Gramm., Rhet., De prosodia catholica, part+vol. 3,1, 440,18:
Τὰ εἰς -υθω βαρύνεται, μινύθω, φθινύθω, βαρύθω.
ΓΑΛΗΝΟΣ: Galenus Med., De difficultate respirationis libri iii, Vol. 7,836,14:
εἴπερ οὖν τὸ ηὐξημένον μέγα, τὸ μινυθῶδες μικρόν ἐστιν.
ΣΧΟΛΙΑ στον ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ: Scholia in Aristophanem.Scholia in nubes. Scholia anonyma recentiora:
ἐτυμολογεῖται ἀπὸ τοῦ λα ἐπιτατικοῦ μορίου καὶ τὸ μειῶ τὸ ἐλαττῶ· ἡ μειοῦσα τὸ βλέπειν.
ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΛΑΕΡΤΙΟΣ: Diogenes Laertius Biogr., Vitae philosophorum, 10,48,3:
καὶ γὰρ ῥεῦσις ἀπὸ τῶν σωμάτων τοῦ ἐπιπολῆς συνεχής, οὐκ ἐπίδηλος τῇ μειώσει διὰ τὴν ἀνταναπλήρωσιν, σῴζουσα τὴν ἐπὶ τοῦ στερεμνίου θέσιν καὶ τάξιν τῶν ἀτόμων ἐπὶ πολὺν χρόνον, εἰ καὶ ἐνίοτε συγχεομένη ὑπάρχει, καὶ συστάσεις ἐν τῷ περιέχοντι ὀξεῖαι διὰ τὸ μὴ δεῖν κατὰ βάθος τὸ συμπλήρωμα γίνεσθαι, καὶ ἄλλοι δὲ τρόποι τινὲς γεννητικοὶ τῶν τοιούτων φύσεών εἰσιν.
Greek (Liddell-Scott):
μῐνύθω: [ῠ], ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ Ἰων. παρατατ. μινύθεσκον· (ἴδε ἐν τέλ.). Σμικρύνω τι, ποιῶ μικρότερον, περικόπτω, Ζεὺς δ’ ἀρετὴν ἄνδρεσσιν ὀφέλλει τε μινύθει τε Ἰλ. Υ. 242, πρβλ. Ο. 492, 493, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 6. 2) ἐλαττώνω κατὰ τὸν ἀριθμόν, τοὺς [σύας] μινύθεσκον ἔδοντες Ὀδ. Ξ. 17. II. ἀμεταβ., γίνομαι μικρότερος, ἐλαττοῦμαι, ἐκλείπω, ἐκμηδενίζομαι, ἀπόλλυμαι, μινύθουσι δὲ οἶκοι ἐν σέλαϊ μεγάλῳ, ἐλαττοῦνται, διαφθείρονται δὲ οἱ οἶκοι ἐν τῇ μεγάλῃ ἐξάψει τοῦ πυρός, Ἰλ. Ρ. 738, πρβλ. Π. 392, Ὀδ. Δ. 374, κτλ.· μινύθουσι δὲ οἶκοι, σμικρύνονται, φθείρονται αἱ οἰκογένειαι, (δι’ ἔλλειψιν κληρονόμων), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 242· μ. ἔργον αὐτόθι 407· μ. κραδίη Θέογν. 361· μ. αἱ σάρκες, ἐλαττοῦνται, φθίνουσιν, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 796, 821, κτλ.· – οὕτω παρὰ Τραγ., Αἰσχύλ. Θήβ. 920, Εὐμ. 374, Σοφ. Ο. Κ. 686, – ἀλλὰ μόνον ἐν λυρικοῖς χωρίοις, διότι ἡ λέξ. δὲν εἶναι Ἀττική. (Πιθανῶς ἐκ τῆς √ΜΙΝ, ὁπόθεν τὰ μινύς, μινύθω, μίνυνθα, μινυνθάδιος, ὡσαύτως, μινυρός, μινυρίζω, μινύρομαι, καὶ ἴσως μικκὸς (ὅ ἐστι μινκός), μικρός, μείων· πρβλ.
- > σανσκρ. mînâmi, minômi, mîye (minuo, minuor)·
- > λατ. minuo, minutus, minor, minimus, minister (πρβλ. magister),
- > οσκ. minstreis (minoris)·
- > γοτθ. mins (ἧττον, ἔλαττον), minniza (μικρότερος), minnists (ἐλάχιστος)·
- > σλαβ. minij (minor)· κτλ.
Λεξικό Τριανταφυλλίδη:
μειώνω -ομαι: 1. (για μέγεθος) α. κάνω κάτι πιο μικρό ή πιο λίγο· λιγοστεύω, ελαττώνω, μικραίνω. ANT αυξάνω. β. (παθ.) γίνομαι λιγότερος, μικρότερος. 2. (μππ.) για κτ. που θεωρείται κατώτερο από το μέσο όρο. 3. υποβιβάζω την σημασία, την σοβαρότητα ενός γεγονότος, μιας ενέργειας κτλ.. 4. (για πρόσ.) προσβάλλω ηθικά κλπ.
Λατινικά:
minuō, minuere, minuī, minūtus = μινύω, μινύθω, μείων, Sanscr. mi, lessen, change; Gr. μινύω, μινύθω; cf.: μείων = minor; Germ. minder, vermindern.
Παράγωγες λέξεις σε άλλες γλώσσες:
Λατινικά:
minuo=μειώνω
minus=μείον
minutia =μικρότητα
minutio=μείωση
minutus=μικρός
Ιταλικά:
minorare =μειώνω
diminuire=μειώνω
minore=μικρότερος
minoranza=μειονότητα
diminuzione=μείωση
diminutivo=μειωτικός
minorenne=ανήλικος
minuto= λεπτό
minuzia=μηδαμινότητα
Γαλλικά:
minute=λεπτό
diminuer=μειώνω
minimum=ελάχιστος
moins=μείον
Αγγλικά:
minority=μειονότητα
To diminish=μειώνω
To minimize=ελαχιστοποιώ
diminution=μείωση
minus =μείον
ΠΗΓΗ: ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 8.6.2025.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
- Dictionnaire étymologique des mots françois dérivés du grec. Paris 1809
- Στ. Κουμανούδη: Λεξικόν Λατινοελληνικόν
- Ευ. Κοφινιώτη: Ομηρικόν Λεξικόν
- Θησαυρός Ελληνικής Γλώσσας (TLG)
- Ι. Σταματάκου :Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης
- Liddell-Scott
- Λεξικό Τριανταφυλλίδη
ΣΗΜΕΙΩΣΙΣ:
[1] “ΛΕΠΤΟ, ουσ. π.χ. μικρό χρονικό διάστημα· γράμμα, πολύ μικρή γραφή· από το λατινικό minutus, λεπτός, μικρός, φτιαγμένο από το minuo, που προέρχεται από το /μινύθω (minuthô), μικραίνω. Από εκεί προέρχεται επίσης το Minutie, ουσ. π.χ. ασήμαντο, επιπόλαιο πράγμα· Minutieux, επίθ. που αποδίδει πάρα πολλά στις λεπτομέρειες· και το ρήμα Minutier, που κάνει το λεπτό ή το πρόχειρο σχέδιο μιας γραφής, επειδή συνήθως γράφεται με μικρά γράμματα. Λεπτό ονομάζουμε επίσης το εξηκοστό μέρος μιας ώρας και κάθε μοίρας ενός κύκλου”. – ΠΗΓΗ: Dictionnaire étymologique des mots françois dérivés du grec, Παρίσι, 1809, μτφρ: Δ. Συμεωνίδη.
MINUTE, s. f. petit espace de temps; lettre, écriture très-petite ; du latin minutus, menu, petit, fait de minuo, dérivé de /μινύθω (minuthô), diminuer. De là viennent aussi Minutie, s. f. bagatelle, chose frivole; Minutieux, adj. qui s’attache trop aux minuties; et le verbe Minuter, faire la minute ou le brouillon d’un écrit, parce qu’on l’écrit ordinairement en petites lettres. On appelle aussi minute, la soixantième partie d’une heure,et de chaque degré. d’un cercle. – Dictionnaire étymologique des mots françois dérivés du grec. Paris 1809:
γαλλικη λεξη minute αρχαια ελληνικη ομηρικη λεξις ευτυμολογια λεξης λεξεως λεπτου λεπτο χρονου χρονος