Η ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ

9.6 C
Athens
Σάββατο, 22 Μαρτίου, 2025

Η «αγγλική» λέξη fry – fried είναι αρχαία ελληνική

Του Δημήτρη Συμεωνίδη JP, dsymeonidis@outlook.com, δημοσιογράφου / ανταποκριτού Ε.Σ.Ε.Μ.Ε. (Ένωση Συντακτών Ευρωπαϊκών Μέσων Ενημέρωσης)

Μου έκανε εντύπωση που την λέξη αυτή δεν την βρήκα στο Ομηρικό Λεξικό του Ευ. Κ. Κοφινιώτη. Όμως υπάρχει (φρυχθήναι) στα Ομηρικά Επιγράμματα που θα διαβάσετε παρακάτω. Άρα η λέξη αυτή είναι Ομηρική! Οι Λατίνοι την λέξη την είπαν frigo. Επίσης οι Γάλλοι στο Λεξικό με όλες τις λέξεις τις Γαλλικές που είναι Ελληνικής προέλευσης το λένε καθαρά.

Όμως οι Άγγλοι στα λεξικά τους ως συνήθως προσπαθούν με κάθε τρόπο να κρύβουν την πραγματική ρίζα των λέξεων όπως και σε αυτήν την λέξη και μας παραμυθιάζουν ότι η λέξη είναι παλαιο-ινδοευρωπαϊκή (ανύπαρκτος πολιτισμός) ή σανσκριτική. Το ΛΟΓΕΙΟΝ λεξικόν του Πανεπιστημίου του Σικάγου αναφέρει ότι η σανσκριτική εκδοχή της λέξης δεν είναι ξεκάθαρη.[1]

Χρειάζεται έρευνα συστηματική να βρούμε όλες τις λέξεις της Αγγλικής γλώσσας που έχουν Ελληνική ρίζα. Άλλωστε αυτή η λέξη το φωνάζει ότι είναι Ελληνική:

Dictionnaire étymologique des mots françois dérivés du grec: Frire, v.du latin frigere, pris de Φρύγειν, rotoir, frire – Μετάφραση στα Ελληνικά από τον Δ. Συμεωνίδη: Frire To fry, v. (τηγανίζω) από το λατινικό frigere, από τα αρχαία Ελληνικά «Φρύγειν» = Ξεροψήνω.

LIDDELL & SCOTT – Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας: φρύγω[ῠ], μέλ. φρύξω, Δωρ. φρυξῶ, αόρ. αʹ ἔφρυξα· Παθ., αόρ. αʹ ἐφρύχθην, αόρ. βʹ ἐφρύγην [ῡ], παρακ. πέφρυγμαι· 1. ξεροψήνω ή τηγανίζω, σε Αριστοφ.· ἐρετμοῖσι φρύξουσι, θα μαγειρέψουν με τα ξύλα των κουπιών, σε Χρησμ. παρ’ Ηροδ. — Παθ., πεφρυγμέναι κριθαί, καβουρδισμένο κριθάρι, σε Θουκ. 2. λέγεται για τον ήλιο, τσουρουφλίζω, Λατ. torrere, σε Θεόκρ.

Από Λογείον (Πανεπιστήμιον Σικάγου): Φρύγω ή Φρύττω – φρῠγ-ω [ῡ], Ar. Ec. 221, etc. (in late writers also φρύττω, in Pass., Dsc. 2.148 (v.l.), Sch. Od. 9.388): fut. φρύξω (v. infr.), Dor. -ξῶ Theoc. 7.66: aor. ἔφρυξα Cratin. 143.2 (hex.), Hp. Ulc. 11, 12:—Pass., aor. ἐφρύχθην Hom. Epigr. 14.4. Gal. 6.289 (v.l.); ἐφρύγην [ῠ] Hp. Ulc. 12, AP 7.293 (Isid.Aeg.), Gal. 6.289: pf. πέφρυγμαι Pherecr. 159, Th. 6.22, Hp. Acut. (Sp.) 47:— roast or parch, τραγήματα Ar. Ra. 511, cf. Ec. 221; φρύξας, ἑψήσας κἀπʼ ἀνθρακιᾶς ὀπτησας Cratin. l.c.; φρύξαντες ἀπέψουσι Hdt. 2.94; ἐρετμοῖσι φρύξουσι (Kuhn for φρίξουσι) they shall cook with the [wood of the] oars, Orac. ap. Hdt. 8.96:—Pass., φρύγεται τραγήματα Ar. Ec. 844; πεφρυγμένοι ἐρέβινθοι Pherecr. l.c.; πεφρ. κριθαί roasted barley, Th. 6.22; κυμινον πεφρ. Sor. 1.119. of the sun, parch, Theoc. 6.16, 12.9; of thirst, ἐφρύγη δίψευς ὕπο AP l.c. (The relation to Lat. frīgo ‘roast’, Skt. bhṛjjáti ‘he roasts’, bhṛṣṭá- ‘roasted’, is not clear.)

Ομηρικά Επιγράμματα, 14 – απόδοση Γ. Α. Χριστοδούλου: Αν με ανταμείψετε θα τραγουδήσω, κεραμείς. Έλα θεά Αθηνά, και άπλωσε τα χέρια σου πάνω από την κάμινο, καλά να μαυρίσουν οι κούπες και οι γαβάθες όλες, όμορφα να ψηθούν και την αξία τους να πιάσουν, όταν θα πουληθούν, πολλές στην αγορά, πολλές στους δρόμους, κέρδη πολλά να φέρουν, να μπορώ κι εγώ να τους  τραγουδώ. Αν όμως, κεραμείς, την ξεδιάντροπη απάτη προτιμήσετε, και ψεύτικα λόγια πείτε, τότε κι εγώ θα καλέσω αυτούς που τα καμίνια καταστρέφουν, τον Σύντριβα, τον Σμάραγο, τον Άσβετο, τον Σαβάκτη, και τον Ωμόδαμο, που όλο συμφορές στην τέχνη αυτή έχουν χαρίσει. Έλεος κανένα για τον φούρνο, το εργαστήρι, κι ολόκληρη η κάμινος ας γκρεμιστεί και οι κεραμείς δυνατά να ουρλιάζουν. Όπως συνθλίβουν ό,τι τρώνε τα σαγόνια των αλόγων, έτσι ας συνθλίψει μέσα της η κάμινος όλα τα κεραμικά και σκόνη να τα κάνει. Έλα κι εσύ, κόρη του Ήλιου, Κίρκη με τα πολλά φαρμάκια, ρίξε κι εσύ άγρια φαρμάκια, βλάψε τους κι αυτούς και τα έργα τους.[2]

On Line Ετυμολογικό Λεξικό – Μετάφραση από τα Αγγλικά από τον Δ. Συμεωνίδη: τηγανίζω (v.) – Τέλος 13ου αι., “μαγειρεύω (κάτι) σε ένα ρηχό τηγάνι πάνω από μια φωτιά”, από το παλιό γαλλικό frire “to τηγανίζω” (13ου αιώνα.), από το λατινικό frigere “to roast or fry,” από το PIE *bher- “to cook, bake” (πηγή επίσης σανσκριτικά bhrjjati “ψητά”, bharjanah “roasting Greek” also roasting;” ψητό, ψήσιμο”). Η αμετάβατη έννοια είναι από τα τέλη του 14ου αιώνα. Η αμερικανική αργκό που σημαίνει “εκτελώ στην ηλεκτρική καρέκλα” είναι αργκό των ΗΠΑ από το 1929. Ως ουσιαστικό, “τηγανητό κρέας”, από την δεκαετία του 1630. Σχετικά: Fried; τηγάνισμα.

On Line Etymology Dictionaryfry (v.): late 13c., “cook (something) in a shallow pan over a fire,” from Old French frire “to fry” (13c.), from Latin frigere “to roast or fry,” from PIE *bher- “to cook, bake” (source also of Sanskrit bhrjjati “roasts,” bharjanah “roasting;” Persian birishtan “to roast;” perhaps also Greek phrygein “to roast, bake”). Intransitive sense is from late 14c. U.S. slang meaning “execute in the electric chair” is U.S. slang from 1929. As a noun, “fried meat,” from 1630s. Related: Fried; frying.

Ελληνικά: Φρύγω (= ξεροψήνω) > φρύγανο, φρυγανιά

> Λατινικά Frigo

> Αγγλικά Fritter = τηγανίτα, Fried = τηγανητός

> Ιταλικά Frigere = τηγανίζω, Fritura = τηγάνισμα, Frittela = τηγανίτα, Fritto = τηγανητός

> Γαλλικά Friture = τηγάνισμα Frit = ξεροψημένος Friterie = τηγάνισμα Friturier = τηγανιστής. 

Αρχαίες Ελληνικές Πηγές:

  • ΣΧΟΛΙΑ στον ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ / Scholia In Aristophanem, Scholia in pacem (scholia vetera et recentiora Triclinii) – Argumentum-dramatis personae-scholion sch pac, 1136, 1: κἀνθρακίζων: φρύγων τὸν ἐρέβινθον καὶ ξηρὸν ποιῶν.
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΓΟΥΔΙΑΝΟ Etymologicum Gudianum
    Φρύγανον, ἐκ τοῦ φρύγω. [σ.σ.: Πιθανώς σχετικό τοπωνύμιο και η Φρυγία = τόπος ηφαιστείων].
  • ΛΕΞΙΚΟ ΣΟΥΔΑΣ / Suda, Lexicon
    Φωγύνω, τὸ φρύγω. [σ.σ.: Φωγύνω < φωτιά].

ΠΗΓΗ: ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 24.2.2025.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

  • Dictionnaire étymologique des mots françois dérivés du grec, Παρίσι, 1809.
  • Θησαυρός Ελληνικής Γλώσσας(TLG)
  • Ομηρικά Επιγράμματα, επιμ. Γ. Α. Χριστοδούλου
  • LIDDELL & SCOTT – Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
  • Λογείον Πανεπιστήμιον Σικάγου
  • On Line Etymology Dictionary
  • Ά. Τζιροπούλου – Ευσταθίου: Έλλην Λόγος- Πως η Ελληνική Γονιμοποίησε τον Παγκόσμιο Λόγο
  • Ι. Σταματάκου: Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης
  • Στ. Κουμανούδη: Λεξικόν Λατινοελληνικόν
  • Cassells: Latin English.English Latin Dictionary
  • Β. Ζανγκαβιέρου – Βούρβουλη: Η Προσφορά της Ελληνικής Γλώσσας στην Εξέλιξη των Ευρωπαϊκών Γλωσσών.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[1] The relation to Lat. frīgo ‘roast’, Skt. bhṛjjáti ‘he roasts’, bhṛṣṭá- ‘roasted’, is not clear.

[2] Αρχαίον Κείμενον: Ei μὲν δώσετε μισθὸν ἀείσω, ὦ κεραμῆες δεύρ’ ἂγ’ Ἀθηναίη καὶ ὑπέρσχεθε χεῖρα καμίνου, εὖ δὲ μελανθεῖεν κότυλοι καὶ πάντα κάναστρα,  φρυχθῆναί τε καλῶς καὶ τιμῆς ὦνον ἀρέσθαι, πολλά μεν ε ἰν ἀγορῇ πωλευμένα, πολλά δ’ ἀγυιας πολλὰ δὲ κερδῆναι, ἡμῖν δὲ δή ὤς σφὶν αεῖσαι. ἥν δ’ ἐπ’ ἁναιδείην τρεφθέντες ψεύδε ἄρησθε, συγκαλέω δἤπειτα καμίνων δηλητῆρας,  Σύντριβ’ ὁμῶς Σμάραγόν τε και ‘Άσβετον ἠδέ Σαβάκτην Ώμόδαμόν θ’, ὃς τῇδε τέχνη κακά πολλά πορίζει. πεῖθε πυραίθουσαν καί δώματα, σὺν δέ κάμινος πᾶσα κυκηθείη, κεραμεών μέγα κωκυσάντων. ώς γνάθος ίππείη βρύκει, βρύκοι δέ κάμινος πάντ’ ἔντοσθ’ αὐτῆς κεραμήια λεπτά ποιοῦσα. δεῦρο καί ἠελίου θύγατερ, πολυφάρμακε Κίρκη, ἄγρια φάρμακα βάλλε, κάκου δ’ αὐτούς τε καὶ ἔργα.

αγγλικη λεξη fry – fried αρχαια ελληνικη γλωσσα Συμεωνιδης λεξις Ομηρικο Λεξικο Κοφινιωτης Ομηρικα Επιγραμματα ομηρικη φρυχθηναι λατινοι Γαλλοι Γαλλικη Ελληνικη προελευση αγγλοι λεξικα ριζα λεξεων παλαιοινδοευρωπαικη ινδοευρωπαικη ινδοευρωπαιοι ανυπαρκτος πολιτισμος σανσκριτικη Πανεπιστημιο Σικαγο λεξεις αγγλικα Φρυγειν μεταφραση ελληνικα λατινικο αρχαιο Φρυγω Ξεροψηνω φρυξω, Δωρικα φρυξω, εφρυξα Παθητικος αοριστος εφρυχθην, εφρυγην παρακειμενος πεφρυγμαι ψηνω τηγανιζω, Αριστοφανης ερετμοισι φρυξουσι, μαγειρεμα ξυλο κουπι Ηροδοτος πεφρυγμενη κριθη αβουρδισμενο κριθαρι, Θουκυδιδη ηλιος, τσουρουφλιζω, Θεοκριτος Φρυττω τραγηματα ανθρακια οπτησας φρυξαντες απεψουσι ερετμοισι φρυξουσι φριξουσι φρυγεται τραγημα πεφρυγμενοι ερεβινθοι κριθαι κυμινον κυμινο διψευς ομηρικο Επιγραμμα Χριστοδουλου ανταμοιβη τραγουδι, κεραμεις Αθηνα, χερια καμινος, μαυρισμα κουπα γαβαθα ψησιμο αξια πωληση αγορα δρομος, κερδος κεραμευς, ξεδιαντροπη απατη ψευτικα λογια καμινια καμινι καταστροφη Συντριβας, Σμαραγος, ασβετος Σαβακτης, Ωμοδαμος συμφορα τεχνη ελεος φουρνος, εργαστηρι, γκρεμισμα κεραμεας ουρλιαχτο συνθλιψη σαγονι αλογο κεραμικα σκονη κορη ηλιου, ηλιος Κιρκη φαρμακι αγριο εργο ετυμολογικο τηγανιζω 13ος αιωνας μαγειρευω ρηχο τηγανι φωτια παλιο γαλλικο λατινικα σανσκριτικο ψητο ψησιμο αμεταβατη εννοια 14ος μχ αμερικανικη αργκο εκτελω ηλεκτρικη καρεκλα ΗΠΑ 1929 ουσιαστικο τηγανητο κρεας 17ος 1630 τηγανισμα τηγανιτα, τηγανητος τηγανιζω, τηγανισμα, τηγανιτα, τηγανητος ψημενος τηγανιστης ΣΧΟΛΙΑΣΤΗΣ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ κανθρακιζων φρυγων ερεβινθος ξηρος ποιω ΓΟΥΔΙΑΝΟ φρυγανον, Φωγυνω, Τζιροπουλου – Ευσταθιου: ελλην Λογος Σταματακος Κουμανουδης Λατινοελληνικο Ζανγκαβιερου – Βουρβουλη Προσφορα Ευρωπαικες Γλωσσες μισθος αεισω, κεραμηες αθηναιη υπερσχεθε χειρα καμινου, μελανθειεν κοτυλος καναστρο αρεσθαι, αγορη πωλευμενα, αγυια κερδηναι, αναιδειην τρεφθεντες ψευδε αρησθε, συγκαλεω δηπειτα καμινων δηλητηρας,  τεχνη κακα ποριζει πειθε πυραιθουσαν δωματα, κυκηθειη, κεραμιστες μεγα κωκυσαντων γναθος ιππειη βρυκει, βρυκοι κεραμηια λεπτα δευρο ηελιος θυγατερ, πολυφαρμακος αγρια φαρμακα κακου Εργο τοπωνυμιο Φρυγια τοπος ηφαιστειο φωτια

author avatar
Γιώργος Λεκάκης

Σχετικά Άρθρα