Του Γιώργου Λεκάκη
Στην αρχαία ελληνική παράδοση – μυθολογία υπάρχουν πολλοί ήρωες με το όνομα Πελασγός, όλοι αυτόχθονες,
ιθαγενείς, δηλ. αυτό που λέμε γέννημα-θρέμμα της ελληνικής γαίας. Κάθε
παναρχαία περιοχή είχε στην παράδοσή της τον ιδρυτή-βασιλιάς της, Πελασγό:
– Πελασγός Άργους: Ο υιός του
Διός και της Νιόβης[1] (του
Φορωνέως[2]), από
τον οποίο ονομάσθηκαν οι Πελοποννήσιοι Πελασγοί.[3] Έτσι
Πελοπόννησος και Πελασγοί έχουν την ιδία ετυμολογία. Γενάρχης των βασιλέων της
Αργολίδος. Σύζυγός του η Μελίβοια (του Ωκεανού). Αυτός απέκτησε μια θυγατέρα,
την οποία ονόμασε Λάρισα ή Λάρισσα και από την οποία ονομάσθηκε η ακρόπολη του
Άργους. Ο Αργείτης Πελασγός φιλοξενούσε την Χρυσανθίδα, μια Αργεία, που γνώριζε
την αρπαγή της Περσεφόνης και μίλησε στην θεά Δήμητρα. [4] Στο
Άργος, υπήρχε ο ναός της Πελασγίδας Δήμητρας.[5] Περιοχή
της Αργολίδος ελέγετο Πελασγιώτις.
– Άλλος Πελασγός στην Αργολίδα
ήταν γιος του Αγήνορος,[6] ιδρυτής του Άργους Πελοποννήσου. Αδελφός του ο Κρότωψ.[7] Ήταν
πατέρας μιας κόρης, που επίσης την έλεγαν Λάρισα.
– Πελασγός Θεσσαλίας: Ο γιος
της νύμφης Λάρισας (του Πελασγού Άργους) και του Αίμονος (με θεϊκό σπέρμα του
Ποσειδώνος), εβασίλευσε στην Θεσσαλία, όπου ίδρυσε το Πελασγικό Άργος και την
πόλη Λάρισα[8], στο
όνομα της μητέρας του.[9] Επί των
ημερών του ιδρύθηκαν οι εορτές όπου θυσίαζαν στον Πελώριο Δία[10]. Αδελφός
του Αχαιού, του Φθίου (που ονομάτισε την Φθία Θεσσαλίας)[11] και ενός
ακόμη ήρωος, επίσης με το όνομα / αξίωμα Πελασγός. Άρα Πελασγοί, Αχαιοί και
Φθιώτες ήσαν αδέλφια. Υιοί του ο Δώτος[12], ο
Χλώρος[13] και ο
Κράννων (ιδρυτής του Κραννώνος Αθαμανίας στην Ήπειρο)[14]. Περιοχή
της Θεσσαλίας, που την διέρρε ο ποταμός Ευρώτας, ελέγετο Πελασγιώτις. Κύρια
πόλις της Πελασγιώτιδος Θεσσαλίας, το Μόψιον, το Συκούριον και η Σκοτούσσα.
– Πελασγός Αρκαδίας: Ήταν αυτόχθων[15], υιός
της Γαίας. «Τον Πελασγό εγέννησε η μαύρη γη, για να υπάρξει το γένος των
θνητών»[16]. Ήταν ο
πρώτος άνθρωπος, που αναδύθηκε από την γη και έγινε έτσι γενάρχης των ανθρώπων και
γενάρχης των βασιλέων της Αρκαδίας. Επιλέχθηκε ως βασιλιάς, γιατί ξεχώριζε
σωματικά και πνευματικά έναντι των άλλων κατοίκων της περιοχής. Αυτός ήταν ο
πρώτος δημιουργός πολιτισμού! Άλλωστε «οι Πελασγοί ήταν πολιτισμένοι».[17] Εδίδαξε
στον λαό του, τους Πελασγούς, να φτιάχνουν καλύβες (για προστασία από τις
δυσμενείς καιρικές συνθήκες και το κρύο), να επεξεργάζονται τα δέρματα προβάτων
και ζώων για να φτιάχνουν χιτώνες (μάλλινα ρούχα), να τρώνε φρούτα και βελανίδια!
Έσωσε τον πληθυσμό του από την κατανάλωση ανθυγιεινών φυτών. Έκτισε και τον
πρώτο ναό στην Αρκαδία προς τιμήν του Διός, στο Λύκαιον όρος. Εβασίλεψε σε έναν
λαό, που ζούσε σε καλύβες. Έζησε 9 γενεές αργότερα από τον βασιλιά Ίναχο του
Άργους.[18] Στην αρκαδική
παράδοση, ο υιοί του Πελασγού και της ορειάδας ναϊάδος νύμφης Κυλλήνης, ήταν ο
Τήμενος[19], κ.ά. Έσμιξε
και με την Δηιάνειρα, κόρη του Λυκάονος Α΄[20], και απέκτησε
έναν γιο, και του έδωσε το όνομα του πατέρα της, Λυκάων Β΄[21]. Και η
Αρκαδία ονομάσθηκε αρχικώς Πελασγία.[22]
– Στην Αργολιδο-Αρκαδία υπήρχε
και άλλος Πελασγός, ο υιός του Αρέστορος[23],
εγγονός του Εκβάσου[24],
οικιστή της Παρρασίας Αρκαδίας. Υιός του ο Παρράσιος[25].
– Πελασγός Κορινθίας: Ο υιός
του Τρίοπος (του Φόρβαντος και της Ευβοίας[26]) και
της Σωσίδος / Ορεασίδας, δίδυμος αδελφός του Ιάσου. Ήταν ο πρώτος που εφηύρε
την κατασκευή του ψωμιού[27]. Ο
τάφος του βρισκόταν στην Κορινθία[28]. Παιδιά
του η Λάρισα, η Μεσσήνη, ο Ξάνθος, ο Αγήνωρ και ο Ιππόθοος[29]. Αυτός
ίδρυσε στην Αρκαδία το ιερό του Ολυμπίου Διός.[30] Ο
Αργείος, Ξανθος, του Τρίοπα, κατέλαβε ένα μέρος
της Λυκίας, όπου εγκαταστάθηκε κι έγινε ο βασιλιάς των Πελασγών, που τον είχαν
ακολουθήσει. Αργότερα κατέλαβε και την Λέσβο, που τότε ονομαζόταν Ίσσα και ήταν
ακατοίκητη! Την ονόμασε Πελασγία και την μοίρασε στους ανθρώπους του.[31]
Οι Πελασγοί λοιπόν κατοικούσαν και στην Πελοπόννησο[49] – «Πελασγὸν ἵππον ἢ κύνα Ἀμυκλάιαν μιμέο»[50].
– Πελασγός Ιταλίας: Βασιλιάς
των Τυρρηνών, σύζυγος της Μενίππης, κόρης του Πηνειού, οι γονείς του Φράστορα[32]. Οι
Πελασγοί Θεσσαλοί έκαναν αποικίες στην ιταλική χερσόνησο: Ο Νάνας, απόγονος του
Πελασγού, Τευταμίδης, έγινε βασιλιάς των Πελασγών, οι οποίοι αποβιβάσθηκαν στην
Ιταλία, όπου κατοίκησαν μια χώρα, που ονομάσθηκε έπειτα Τυρρηνή.[33] Άλλος αρχηγός
τους ήταν ο Μάλεως ο οποίος στην Ιταλία ίδρυσε ένα βασίλειο, αλλά αργότερα το
εγκατέλειψε και πήγε στην Αθήνα[34]. «Οι
αρχαίοι Πελασγοί, που κάποτε κατέλαβαν πρώτοι τα λατινικά εδάφη, ορκίστηκαν
στον θεό των αγρών, των κοπαδιών, τον Σειληνό[35] (στην παραπάνω φωτογραφια, άγαλμά του) στο
δάσος όρισαν γι’ αυτόν μια μέρα γιορτής»[36].
Πολλοί επώνυμοι Πελασγοί αναφέρονται ότι εζησαν στην Ιταλία: Λ.χ. ο Λήθος, υιός του επίσης Πελασγού Τευτάμου[59], πατέρας του Ιππόθοου και του Πυλαίου, οι οποίοι έλαβαν μέρος στον τρωικό πόλεμο.[60] Το Ληθαίον όρος στην Ιταλία οφείλει τ’ όνομά του στον Λήθο. Ο Λήθος ονομαζόταν προηγουμένως Όλονθος και μετονομάσθηκε σε Λήθος από τους συμπολεμιστές του, επειδή ήταν άτρωτος, γενναίος, δυνατός και σκληρός σαν λιθος.[61]
– Πελασγός του Παλαίχθονος: Γενάρχης
των Πελασγών, συμμάχων των Τρώων[37], στον
τρωικό εμφύλιο των Ελλήνων πόλεμο[38]. (Και ο
Παλαίχθων όπως λέει το όνομά του ήταν αυτόχθων)[39].
Όλοι αυτοί οι Πελασγοί, εδημιούργησαν
στους μελετητές την πεποίθηση ενός ενιαίου συνόλου, ενός λαού, με το γενικό όνομα
«Πελασγοί». Στην ουσία πρόκειται για πανάρχαιο λαό προ γεννήσεως του Έλληνος,
άρα και της Ελλάδος, που κατοικούσε σε αυτήν την γη, η οποία αργότερα
ονομάσθηκε Ελλάς. Γι’ αυτό και αυτοί οι προϋπάρχοντες λαοί καλούνται
πρωτο-Έλληνες, και όχι προ-Έλληνες. Οι Έλληνες είχαν ως κοινό εθνικό όνομα σε
χρήση και το Αχαιοί και το Δαναοί και το Πελασγοί, κ.ά.[40] Υπάρχει
και η πιθανότητα ο όρος «πελασγός» να ήταν αξίωμα, κάτι σαν και αυτόν που
πέρασε τον λαό του στο απέναντι πέλαγο…
Εάν όμως ήταν μία φυλὴ, τότε
σίγουρα ήταν ελληνικής καταγωγής, ηθών και εθίμων, γλώσσης και θρησκείας, πολύ
εκτεταμένη και πολλαχού διεσπαρμένη. Οι Έλληνες, λοιπόν, ήσαν στενοί συγγενείς
με τους Πελασγούς.[41] Τόσο
που η λέξις Πελασγοὶ κείται αντὶ του Έλληνες[42].
Πελασγία (ιων. Πελασγίη), είναι η παλαιοτάτη ονομασία της Ελλάδος!
– «Μέγα δὲ ἔθνος οἱ Πελασγοί, πλανῆται δὲ ἦσαν καὶ σποράδες πανταχοῦ τῆς γῆς» (Στράβων)
– «Διὸ καὶ δῖοι Πελασγοί που λέγονται, ὡς ἄνωθεν Ἕλληνες, οὕς καὶ μετὰ τὸν κατακλυσμὸν σῶσαι τὰ στοιχεῖα μόνους Ἑλλήνων» (Εὐστάθιος).
Το Πελασγικόν Άργος, ήταν η
πόλις Ελλάς στην Θεσσαλία, η αρχική έδρα των Ελλήνων.[43]
Πελασγιώται, οι εν Θεσσαλία Πελασγοί.[44] Η
Πελασγιώτις ήταν μια από τις τέσσερις περιοχές (ή τετραρχίες) στις οποίες
χωριζόταν η αρχαία Θεσσαλία, κατά τους ιστορικούς χρόνους. Περιελάμβανε την
πεδιάδα της Λάρισας μέχρι τον Παγασητικό Κόλπο. Φημισμένος βασιλιάς της ο Ορμένιος
ή Όρμενος[45].
Οι Πελασγοί κατοικούσαν και στην
Βοιωτία. Η Θήβη λ.χ. ήταν κόρη του Πελασγού Αδράμυ, την οποία επήρε ο Ηρακλής και
ονόμασε Θήβη μια πόλη της Μικράς Ασίας[46].
Οι Πελασγοί κατοικούσαν και στην Αττική – «Πελαργικὸν
τεῖχος» το τείχος γύρω από την Ακρόπολη Αθηνών![47] Και Πελασγικό Υδραγωγείο το αρχαιότερο που έχει
βρεθεί στο λεκανοπέδιο Αθηνών.[48]
Οι Πελασγοί κατοικούσαν και στην Κρήτη.
Πελασγική φυλή της Κρήτης, ήταν οι Ετεοκρήτες.[51] Ο Τέκταμος
γιος του Δώρου (γιου του Έλληνα), έπλευσε στην Κρήτη με Αιολείς και Πελασγούς
και, αφού έγινε βασιλιάς του νησιού, νυμφεύτηκε την κόρη του Κρηθέα και
απέκτησε τον Αστέριο[52].
Οι Πελασγοί κατοικούσαν και στην Ήπειρο,
περί την Δωδώνη[54] –
«Δωδώνην Πελασγῶν ἕδρανον»[55]. Ο Αχιλλεύς
δεόμενος, λέει: «Ζεῦ ἄνα, Δωδωναῖε, Πελασγικέ»![56]
Πελασγία ελέγετο και η Θεσπρωτία.
Οι Πελασγοί κατοικούσαν και στην Κύμη Αιολίας.[53] Οι Πελασγοί κατοικούσαν και στην (κακώς
λεγομένη) Μικρά Ασια, μαζί με τα υπόλοιπα προαιώνια πρωτοελληνικά φύλα, τους
Λέλεγες και τους Καύκωνες.[57]
Πελασγία ελέγετο λοιπόν όλη η
Ελλάς, και δη η Πελοπόννησος, ιδιαιτέρως το Άργος, η Αρκαδία, η Λέσβος, αλλά
και η Βαβυλωνία ως μακεδονική επαρχία![62]
Το επίθετο Πελασγικός (-ή, -όν)
σήμαινε ηπειρωτικὸς ή θεσσαλικός[63] και Αργείος.[64] Αναφέρεται
ακόμη και ο Πελάσγιος (-α, -ον)[65].
Αναφέρεται επίσης το θηλυκό επίθετο
Πελασγίς (-ίδος)[66], και Πελασγιάς[67]. Πελασγίς
/ Πελασγική: Προσωνυμία της θεάς Ήρας στην Σάμο και την Θεσσαλία. Και της
Δήμητρος στο Άργος!
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ
Η ετυμολογία της λέξεως έχει
πολλές θεωρίες:
– Από την √ΠΕΛ- > πελός /
πελλός = πολιός, σκουρόχρωμος, σκονισμένος, σταχτόχρωμος, μελαψός[68] > Πέλοψ
> λατ. pullus, κλπ.
– Από το πέλαγος > πελαγοί
> πελασγοί. Αυτό δεν είναι χωρίς βάση, καθ’ ότι και ο Πέλαγων (υιός του
Ασωπού και της Μετώπης) αποκαλείτο Πελασγός.[69]
– Από την √ΠΕΡ- > περάω,
πέρα, αυτοί που περαιώνουν, περνούν απέναντι, οι μεταναστεύοντες, δηλ. αυτοί
που έφυγαν από τον σημερινό ελλαδικό χώρο και πέρασαν στην Ασία και την Ιταλία.
– Από το ρήμα πλάζω = πλανάω,
πλανώμαι, περιπλανώμαι.
Τέλος, άλλοι:
– από το πουλί
πελαργός[70] κατ’
εξοχήν μεταναστευτικό, ίσως εκ συγχύσεως ή παρηχήσεως.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Πουθενά, λοιπόν, δεν
αναφέρεται πως οι Πελασγοί είναι άσχετοι με τους Έλληνες… και μη Έλληνες…
Καταλαβαίνετε, επίσης, τι «χαρίζουμε»
όταν ισχυριζόμαστε πως οι Πελασγοί δεν είναι Έλληνες…
ΠΗΓΗ: Γ. Λεκακης «Ελληνικη
Μυθολογία». ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 2.2.2008.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
– Ομ. Ιλ. Β. 843.
– Clavier Ét., 1809.
– Kretschmer (first Glotta 1,16f.
– Lochner-Hüttenbach F. «Die Pelasger», Arb. Inst. Sprachw. 6, Βιέννη, 1960, 143ff. Kronassers «Sprache» 7, 218ff.
[1]
Η Νιόβη ή Νεόβη ήταν κόρη του Φορωνέως και της Τηλεδίκης ή Τηλοδίκης(*). Ήταν η
πρώτη θνητή που πλάγιασε με τον Δία, από τον οποίο απέκτησε και τον Άργο – βλ.
Σχόλ. Πλάτ. Τίμ. 22, Σχόλ. Ευρ. Ορ. 932,1246, Απολλόδ. 2/1.1, Υγίν. μυθ. 145.1,
Νόνν. 32.67, Παυσ. 2/22.5 & 2/21.1, Διον. Αλ. 1/11.2, Διόδ. Σικ. 4/14.4, Τζέτζ.
Σχόλ. Λυκόφρ. Αλεξ. 177,481. Ακουσίλαος.
(*) ή της Πειθούς
ή της Κίννας ή της Κερδούς.
[2]
Εκτός από εγγονός αναφέρεται και γιος με το όνομα Πελασγός, του Φορωνέως βασιλιά
του Άργους, του πρώτου ανθρώπου επί γης. Άρα Πελασγός Γ΄. – Σχόλ. Ιλ. Γ’ 75b.
Αλλά και ο Υπερβόρεος(**)
ήταν Πελασγός, και μάλιστα γιος του Φορωνέα και
της Περιμήδας, κόρης
του Αιόλου, από τον οποίο ονομάσθηκαν οι Υπερβόρειοι – βλ. Σχόλ. Πίνδ. Ολ.
3.28a.
(**) Υπήρχε και Αθηναίος
και Θεσσαλός με το όνομα Υπερβόρεος.
[3]
Ο Δαναός μετονόμασε τους Πελασγούς σε Δαναούς – Στράβ. 12/8.7, 8/6.9, Απολλόδ.
2/1.4. Πίνδ. Π.4.48. Οι Δαναοί λογίζονται οι αρχαιότεροι κάτοικοι της Σπάρτης,
των Μυκηνών και της Αργολίδος – ο Παυσανίας (7/1.7) λέει μόνον της Αργολίδος. – Απολλόδ. 2/1.1.
Σχόλ. Ευρ. Ορ. 857. Τζέτζ. Σχόλ. Λυκόφρ. Αλεξ. 177. Στέφ. Βυζ.
[4]
Παυσ. 1/14.3.
[5]
Παυσ. 2/22.1.
[6]
Υγίνος, μύθ. 124.
[7]
Παυσ. 2/16.1, Σχόλ. Ευρ. Ορ. 932, Υγίν. μύθ. 124, 145.2.
[8]
Φαίνεται οι Θεσσαλοί συνήθιζαν να ονοματίζουν Λάρισα τις κόρες τους. Ο Πίασος λ.χ.
άρχοντας των Πελασγών, ήταν πατέρας μιας κόρης που την έλεγαν Λάρισα, αλλά
κάποτε πλάγιασε μαζί της, κι εκείνη, για να τον εκδικηθεί, μόλις βρήκε την
ευκαιρία, τον σκότωσε, ρίχνοντάς τον σ’ ένα πιθάρι με κρασί – Παρθ. Ερωτ. 28.1,
Στράβ. 1.3/3.4.
[9]
Σχόλ. Ιλ. Β’ 681b & Ζ 152b, Ευστ. Σχόλ. Ιλ. τόμ. 1 σελ. 500, Διον. Αλ.
1/17.3.
[10]
Σε μια γιορτή των Πελασγών στην Θεσσαλία, παρουσιάστηκε ο Πέλωρο (πελώριος, γίγαντας)
και τους είπε πως, μετά από τους μεγάλους σεισμούς στην Αιμονία, είχαν ανοίξει
στα δυο τα όρη Τέμπη και δημιούργησαν ένα χάσμα. Μέσα στο χάσμα ξεχύθηκαν τα
νερά της λίμνης, που βρισκόταν πίσω από τα όρη, και έπεσαν στον Πηνειό ποταμό, με
αποτέλεσμα να δημιουργηθούν εύφορες πεδιάδες. Αυτή είναι μια σημαντική πληροφορία, που χρονολογείται, αφού το γεωλογικό γεγονός που αναφέρεται συνέβη στην Βούρμια Περίοδο, κατά τον Κατακλυσμό του Δευκαλίωνος! Οι Πελασγοί ευχαριστήθηκαν
ιδιαίτερα με αυτή την είδηση, προσέφεραν ένα πλουσιοπάροχο γεύμα στον Πέλωρο,
τον οποίο περιποιήθηκε προσωπικώς ακόμα κι ο βασιλιάς τους, ο Πελασγός. Μόλις
κατέλαβαν κι εγκαταστάθηκαν στα εδάφη αυτά, σε ανάμνηση του Πέλωρου εθυσίαζαν
μία φορά χρόνο στον Πελώριο Δία και παρέθεταν πλούσια γεύματα, ονομάζοντας την εορτή
Πελώρια – Αθήν. 639e-640a, Ευστ. Σχόλ. Ιλ. τ. 4 σελ. 34.
[11]
Με κύρια πόλη την Λάρισσα Κρεμαστή / Πελασγία – Παυσ. 2/24.1, Διον. Αλ. 1/17.3,
Σχόλ. Απολ. Ρ. σελ. 10 [1.40], Ευστ. Σχόλ. Ιλ. τ.1. σελ. 500. Στέφ. Βυζ.
[12]
Ονομάτισε η πόλις Δώτιον Θεσσαλίας.
[13]
Πατέρας του Αίμονα, πατέρα του Θεσσαλού, από τον οποίο ονομάσθηκε Αιμονία η
Θεσσαλία. Ο Θεσσαλός απέκτησε έναν γιο τον Λίγωνα – Σχόλ. Απολ. Ρ. 2.504, Ευστ.
Σχόλ. Ιλ. τομ. 1 σελ. 500, Πίνδ. Ν. 4.56. Στέφ. Βυζ. Στράβ. 9/5.23.
[14]
Στέφ. Βυζ.
[15]
Ησίοδος, Κατάλογος γυναικών, fr.160 M.-U.
[16]
Άσιος ο Σάμιος, fr.8 Bernabe.
[17]
Πρόλογος Δ. Π. Ταγκόπουλου στο βιβλίο του Ί. Δραγούμη «Ο ευγενικότερα
πολιτισμένος λαός».
[18]
Κλήμης, Στρ. Ι 102,2.
[19]
Αυτός ήταν ο εκπαιδευτής της θεάς Ήρας, την οποία συνάντησε στην Σάμο, όπου
γεννήθηκε η θεά. Οι δυο τους πήγαν μαζί στην Αρκαδία, όπου αποφάσισε να την
μεγαλώσει και όπου έκτισε τρεις ναούς προς τιμήν της, γιορτάζοντας ένα τριπλό
όραμα της θεάς: Του παιδιού, της συζύγου / Τελείας και της χήρας (όταν μάλωσε
με τον Δία και επέστρεψε στην Στύμφαλο, όπου ζούσε ο Τήμενος). – Παυσ. 8/22.2.
[20]
Ήταν υιός του Αιζειού και πατέρας της Δηιάνειρας.
[21]
Πρόκειται για τον γνωστό βασιλιά της Αρκαδίας, που έκανε 50 παιδιά, τα οποία
κατέκτησαν τον κόσμο – Διον. Αλ. 1/11.2. Σχόλ. Ευρ. Ορ. 1646. Απολλόδ. 3/8.1.
Διον. Αλ. 1/11.2. Τζέτζ. Σχόλ. Λυκόφρ. Αλεξ. 481, Στέφ. Βυζ.
[22]
Παυσανίας, Ελλάδος περιήγησις, Αρκαδικά, 8.1.4.
[23]
Ο Αρέστωρ είχε γιο τον Άργο, τον επώνυμο ήρωα της πόλης. Ο γιος του Αρέστορος ήταν
ένας από τους πολεμιστές, που ακολούθησαν τον στρατηγό-θεό Διόνυσο στην Ινδία,
όπου ο Οφέλτης σκοτώθηκε από τον Δηριάδη. Οι Ακεστορίδαι ή Αρεστορίδαι ήταν ιερό
γένος από το Άργος, από το οποίο χειροτονούνταν οι ιέρειες της Παλλάδας Αθηνάς
– Καλλ Υμν. 5.34. Νόνν. 32.186, 35.379,
37.85, 37.101.
[24]
Ο Έκβασος ήταν πατέρας του Αγήνορος, πατέρα του Πανόπτη Άργου.
[25]
Ονομάτισε την Παρρασία χώρα ή η πόλη της Αρκαδίας. – Σχόλ. Ευρ. Ορ. 1645. Παυσ.
8/22.1.
[26]
Νύμφη της Αργολίδος.
[27]
Σχόλ.Ευρ. Ορ. 932. Υγίν. μύθ. 145.2.
[28]
Παυσ. 2/22.1.
[29]
Παυσ. 2/24.1, Απολλόδ. Επ. 3.35. Σχόλ. Ευρ. Ορ. 932.
[30]
Υγίνος, μύθ. 225.1.
[31]
Σχόλ. Ευρ. Ορ. 932, Υγίν. μύθ. 145.2. Διόδ. Σικ. 5/81.1 -2.
[32]
Πατήρ του Αμύντορος. – Διον. Αλ. 1/28.3.
[33]
Διον. Αλ. 1/28.3, Ελλάνικος FGrH la 4F απόσπ. 4.
[34]
Ίσως ταυτίζεται με τον πατέρα της κοπέλλας, προς τιμήν της οποίας γινόταν στην
Αθήνα η εορτή Αιώρα – Ησύχ. Ετυμ. Μ. Στράβ. 5/2.8. Γ. Λεκακης «Μουσικής Μύησις».
[35]
Παράφραση του Σειληνού, ο θεός τψν Ερούσκων Ελλήνων Silvanus / Silvano, αντιγραφή
του θεού Πάνα. Λάτρης της μουσικής, με ιερό μουσικό όργανο την σύριγγα. Κηδεμόνας
των δασών, των ακαλλιέργητων εδαφών, προστάτης / σωτήρας των δασών (sylvestris
deus), των φυτειών, των άγριων δένδρων, των χωραφιών, των γεωργών, των ορίων
των χωραφιών, των κοπαδιών των βοοειδών, των λύκων, της γονιμότητάς τους. Ένας
αγροτικός θεός, ο πρώτος που έστησε πέτρες, για να σημειώσουν οι καλλιεργητές τα
όρια των αγρών τους! Συνυπάρχει με τις Νύμφες. Αργότερα ταυτίσθηκε και με τον Φαύνο
/ Faunus, τον Inuus, τον Αιγιπάνα / Aegipan και τον Άρη (> Mars Silvanus –
βλ. Κάτων). Ήταν ο εφευρέτης της τέχνης του δασικού πολέμου. Οι τελετουργίες
μύησης των βετεράνων του ρωμαϊκού στρατού, των evocati, αναφέρουν τον Silvanus
ως προστατευτικό θεό επιδρομών για τις γυναίκες και τα βοοειδή, στην παλαιότερη
ετρουσκική λατρεία. Στις θυσίες του προσέφεραν σταφύλια, στάχυα, γάλα, κρέας,
κρασί και χοίρους.
Η λατρεία του
διαδόθηκε στην Γαλατία, την Γερμανία, στην Βρετανία, τους Κέλτες (ναός του έχει
βρεθεί στο Camulodunum (νυν Colchester), στην Ισπανία, στην Παννονία (Σερβίας),
κ.α.
[36]
Βιργ. Αιν., VIII, 597-602.
[37]
Επώνυμος Πελασγός στα Τρωικά ήταν ο Φόρκυς (του Φαίνοπος), που πολεμούσε στην
Τροία στο πλευρό του αρχηγού των Πελασγών Ιπποθόου (του Πελασγού Λήθου), όταν
σκοτώθηκε από τον Αίαντα τον Τελαμώνιο – Ομ. Ιλ. Ρ,312.
Ο
Πελασγός έχει σημαντικό ρόλο στις «Ικέτιδες» του Αισχύλου.
[38]
Οι Πελασγοί συνέλαβαν τον Ασκάνιο και αντί για λύτρα πήραν μία πόλη, που
ονομάστηκε Άντανδρος, επειδή ανταλλάχτηκε αντί ανδρός – Φώτ. κώδ. 18.5 σελ.
139a, Ετυμ. Μ.
Μετά τα Τρωικά, ο
Άντιφος (του Θεσσαλού, εγγονός του Ηρακλή) επήγε στην χώρα των Πελασγών και την
ονόμασε Θεσσαλία. Οι απόγονοι του Φείδιππου και του Άντιφου ήταν αυτοί που από
την Εφύρα Θεσπρωτίας εισέβαλαν στην χώρα των Πελασγών και την ονόμασαν Θεσσαλία
– Στρ. 9/5.23.
[39]
Αισχύλ. Ικέτ. 250.
[40]
Όμηρος Ιλ. Α,42.
[41]
Ηροδ. 1. 56, 57. Wachsm.
Hist. Antiq. of Gr. vol. 1.§9. Clinton F. H. 1.92. Thirlwall Hist. of. Gr.
I.c.2.
[42]
Ευρ. Ορ. 857. Ευρ. Αποσπ. 230. Εννίος και Βιργιλ.
[43]
Ομ. Β.681
[44]
Στράβ. 447.
[45]
Πατέρας της Αστυδάμειας, την οποία αρνήθηκε να δώσει ως σύζυγο στον Ηρακλή, επειδή
ήταν ήδη νυμφευμένος με την Δηιδάμεια. Τότε θύμωσε ο Ηρακλής, κατέλαβε την πόλη
του και, αφού τον σκότωσε, επήρε μαζί του την Αστυδάμεια. Απέκτησαν μαζί τον
Κτήσιππο – Σχόλ. Πίνδ. Ολ. 7.42b, Διόδ. Σικ. 4/37.4.
[46] Σχόλ. Ιλ. A,366c & Ζ 397a.
[47] Ηρόδ., Αττ., Schwyzer 218.
[48]
Ερείπιά του ευρέθησαν κάτω από το Πελασγικό τείχος της Ακρόπολης. Αποτελείτο
από πήλινους αγωγούς. Ακολουθούσε μάλλον την διαδρομή Υμηττός – φαράγγι
Καισαριανής – Αγιος Θωμάς – Γουδί – Ιλισός – Στύλοι Ολυμπίου Διός – νότιες
πλευρές Ακρόπολης – Λόφου Φιλοπάππου.
[49] Ομ. Ιλ. 17.288
[50]
Meineke: ἀπέλαστον codd., fr. 107a.1.
[51]
Ομ. Οδ. τ, 176-177.
[52]
Διόδ. Σικ. 4/60.2, 5/8.2.
[53]
Ομ. Ιλ. 10.429.
[54]
Ησ. Αποσπ. 18.
[55]
Ησ. απ.212.
[56]
Ομ. Π.233
[57]
Ομ. Ιλ. Κ,429
[58]
Σοφ. Αποσπ. 256, 270.
[59]
Ομ. Ιλ. Β,843 και Σχόλ-D.
[60]
Ομ. Ιλ. Β,840-843, Στράβ. 1.3/3.2.
[61]
Τζέτζ. Σχόλ. Λυκόφρ. Αλεξ. 703.
[62]
Βλ. Ρωμαίος ιστορικός Μάρκος Ιουστίνος (2ος – 3ος αιώνας μ.Χ.).
[63]
Στράβ. 221, 436.
[64]
Ευρ. Φοίν. 105
[65]
Αισχύλ. Ικέτ. 634. Ευρ. Ι. Α. 1498.
[66]
Ηρόδ. 7. 42, Απολλ. Ρόδ. Δ. 243.
[67]
Καλλ. Λουτρ. Παλλ. 4.
[68]
Θεόκρ.
[69]
Απολλόδ. 3/12.6, Διόδωρος Σικελιώτης 4/72.1.
[70]
Και οι άλλοι οι πρωτο-Έλληνες Λέλεγες, έχουν μία ετυμολογία από τα λελέκια.


