Το βαγόνι (wagon) είναι από την αρχαία ελληνική ομηρική λέξη όχος > όχημα – του Π. Ιωαννίδη
[…] veho οχεω, φερω, κομιζω, αγω αγγλικα – Wagen γερμανικα – Wagon γαλλικα Vagon ισπανικα – Vagao πορτογαλικα – Vagone ιταλικα – Wagon ολλανδικα – Vagn σουηδικα – Wagon ρουμανικα – Wagon πολωνικα Vagon τσεχικα ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Vogn (δανεζικα -νορβηγικα δανια νορβηγια αγγλια γερμανια γαλλια ισπανια πορτογαλια ιταλια ολλανδια σουηδια ρουμανια πολωνια τσεχια Marklin%20gauge%201%20restaurant%20car%201914-Sold%20for%20%C2%A3812%20via%20Bonhams%20December%202003.jpeg - Αρχείον ΠολιτισμοÏÂ
Διαβάστε περισσότερα