Το βιβλίο αυτό αποτελεί μια διεπιστημονική ερευνητική μελέτη του ζητήματος του προσδιορισμού των απαρχών της εμφάνισης των Ελλήνων και της γλώσσας τους, που, ως γνωστόν, είναι ενσωματωμένο στο ευρύτερο και σύνθετο ινδοευρωπαϊκό πρόβλημα – ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ για τους ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΙΟΥΣ, ΕΔΩ.
Κατ’ αρχήν, παρουσιάζει μια επισκόπηση της προϊστορίας του ευρύτερου Αιγαιακού χώρου, τις νέες αρχαιολογικές ανακαλύψεις που τον αφορούν και τις οικιστικές συνέχειες ή ασυνέχειες του ευρύτερου ελλαδικού χώρου για τον εντοπισμό πιθανών μεταναστεύσεων, εισβολών και γενικότερα πληθυσμιακών αλλαγών σ’ αυτόν. Στην συνέχεια παρουσιάζεται τόσο η παλαιοανθρωπολογική εικόνα της ευρύτερης περιοχής του Αιγαίου όσο και τα ευρήματα της Πληθυσμιακής Γενετικής που την αφορούν, με ιδιαίτερη μνεία σε εξαιρετικά σημαντικές πρόσφατες γενετικές μελέτες. Καταγράφονται επίσης πολύ ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις σχετικά με την ινδοευρωπαϊκή γλωσσική οικογένεια, τις επί μέρους γλώσσες της καθώς και την εμφάνιση και τη διαμόρφωση της ελληνικής γλώσσας. Τέλος, παρουσιάζονται τα συμπεράσματα και οι καινοτόμες εναλλακτικές προτάσεις του συγγραφέα Δημ. Χ. Αθανασιάδη[1] σχετικά με το κεντρικό ερώτημα του βιβλίου, καθώς και πόσο καλά συνδέονται αυτές οι καινοτόμες προτάσεις με τις κύριες παραλλαγές της ινδοευρωπαϊκής θεωρίας, ενώ ταυτόχρονα απαντούν πειστικά και σε αναπάντητα ερωτήματα, που έχουν προκύψει από την κριτική που ασκήθηκε στις προαναφερθείσες κύριες παραλλαγές. (από το ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ του βιβλίου).
ΠΡΟΛΟΓΟΣ – ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ:
Του δρ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Χ. ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗ
Θα διερωτηθεί κανείς γιατί μια ακόμη μελέτη να προστεθεί στα τόσα επιστημονικά εγχειρίδια και μελέτες που έχουν γραφεί ως απάντηση στο ερώτημα πότε και πού εμφανίσθηκαν οι Έλληνες και η γλώσσα τους. Γιατί αυτό το ερώτημα, του οποίου η απάντηση φαίνεται να διολισθαίνει και να χάνεται ολοένα και πιο πίσω στο μυστηριακό προϊστορικό παρελθόν, εξακολουθεί να ελκύει το ενδιαφέρον των αρχαιολόγων, ανθρωπολόγων, γλωσσολόγων και πρόσφατα και των γενετιστών; Γιατί ο σημερινός άνθρωπος, πρωτίστως δε οι Ευρωπαίοι, αισθάνεται αναντίρρητα να τον συνδέει με τους Έλληνες και τον ελληνικό πολιτισμό μια πνευματική συγγένεια; Γιατί σ’ όλους σχεδόν τους ευρωπαϊκούς, και όχι μόνο, λαούς δεν είναι πουθενά ξένο το ελληνικό πνεύμα;
Κατά την ταπεινή μας άποψη, η περιεκτικότερη απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα προέρχεται από τον Βρετανό καθηγητή γενικής γλωσσολογίας στο πανεπιστήμιο του Λονδίνου R. H. Robins. Στο έργο του «Σύντομη ιστορία της Γλωσσολογίας» (εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1989), ο R. H. Robins γράφει: «Φυσικά δεν είναι μόνο στην γλωσσολογία όπου οι Έλληνες υπήρξαν πρωτοπόροι για την Ευρώπη. Στο σύνολό της, η πνευματική ζωή της Ευρώπης (η φιλοσοφία, η ηθική, η πολιτική και η αισθητική σκέψη της) ανάγεται στο έργο των Ελλήνων στοχαστών. Ακόμη και σήμερα, επιστρέφουμε αδιάκοπα στην ελληνική κληρονομιά για να βρούμε ερεθίσματα και ενθάρρυνση. Ο σημερινός άνθρωπος αισθάνεται αναντίρρητα να τον συνδέει με τους Έλληνες μια πνευματική συγγένεια που δεν νιώθει με κανέναν προηγούμενο ή σύγχρονο πολιτισμό. Με τους Έλληνες και τον ελληνικό πολιτισμό αναπτύχθηκε για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία μια ακόρεστη ανάγκη για διερεύνηση του περιβάλλοντος κόσμου και των δρόμων που χάραξαν σ’ αυτόν οι άνθρωποι. Έλληνες ήταν εκείνοι που ερευνούσαν με επιμονή πράγματα που οι άλλοι δεν κατάφερναν καν να διακρίνουν ή για τα οποία έμεναν αδιάφοροι. Στην Ελλάδα βρίσκουμε για πρώτη φορά να μελετώνται η αστρονομία, η αριθμητική και η γεωμετρία ως αφηρημένες ανεξάρτητες επιστήμες και να αναπτύσσονται με βάση τη συστηματική παρατήρηση και την καθιέρωση αξιωμάτων και αρχών. Ο θρίαμβος των Ελλήνων στον πνευματικό πολιτισμό είναι το γεγονός ότι πέτυχαν τόσο πολλά σε τόσο πολλούς τομείς της ανθρώπινης σκέψης και δραστηριότητας. Πιθανώς δεν θα μάθουμε ποτέ με βεβαιότητα ποιες περιβαλλοντικές, πολιτισμικές και βιολογικές συνθήκες προκάλεσαν αυτήν την λαμπρή άνθηση του ανθρώπινου πνεύματος στην Ελλάδα. Αυτό όμως δεν μειώνει καθόλου την ευγνωμοσύνη μας για τα όσα επιτελέστηκαν». – ΔΙΑΒΑΣΤΕ επίσης: Γ. Λεκάκης “Ελλάδος εγκώμιον”.
Σ’ αυτήν, λοιπόν, την αναζήτηση των περιβαλλοντικών, βιολογικών και πολιτισμικών συνθηκών, στις οποίες αναφέρεται ο Βρετανός γλωσσολόγος στην τελευταία φράση του, θεωρούμε ότι, ως ελάχιστος φόρος τιμής, οφείλεται ουσιαστικά αυτή η υποσυνείδητη κρυφή δύναμη που ενεργοποιεί και ελκύει τους πνευματικούς ανθρώπους του «δυτικού κόσμου», και όχι μόνο, να δώσουν απάντηση στα ερωτήματα τα οποία εκθέσαμε στην αρχή του παρόντος εισαγωγικού σημειώματος. Φυσικά το κεντρικό ερώτημα παραμένει και είναι το «πότε και πού οι Έλληνες;» και ό,τι συνδέεται και απορρέει από τον πολιτισμό που δημιούργησαν.
Αναζητώντας, λοιπόν, τις συνθήκες που προκάλεσαν την άνθηση του ελληνικού πολιτισμού, κάποιοι ερευνητές επικεντρώνονται κυρίως στον βιολογικό ενώ άλλοι κυρίως στον πολιτισμικό παράγοντα.
Στην πρώτη κατηγορία ανήκει ο C. Blegen, ένας από τους διαπρεπέστερους ερευνητές της Ελληνικής Προϊστορίας, ο οποίος παρατηρεί ότι οι βιολογικές συνθήκες είναι η κύρια αιτία της ανάπτυξης του ελληνικού πολιτισμού. Στο έργο του «Η Μυκηναϊκή Εποχή» (The Mycenaean Age, Cincinnati 1962) με ειλικρίνεια αναγνωρίζει στον ελληνικό πολιτισμό την ηγετική θέση που κατέχει παγκόσμια και παράλληλα μεταθέτει την έναρξή του ακόμη πιο πίσω στο παρελθόν, από την μέχρι τότε ισχύουσα χρονική περίοδο: «Η οριστική αναγνώριση της ελληνικότητας των Μυκηναίων δεν είναι κάτι που απομένει χωρίς συνέπειες. Μας οδηγεί σε ένα πρώιμο στάδιο της φυλής αυτής, προγενέστερο πιθανώς από την πλήρη διαμόρφωση της ελληνικής γλώσσας. Και διατρανώνει ακόμη την έμφυτη αντοχή του ελληνικού λαού και την εκπληκτική του δύναμη για επιβίωση. Και σήμερα ζει και ακμάζει διατηρώντας τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του, τη γλώσσα του, καθώς και τη συνοχή του, παρά τον έντονο ατομικισμό. Εκτός ίσως από τους Κινέζους, είναι ζήτημα αν υπήρξε άλλος λαός με τέτοια εμμονή και διάρκεια. Στη μακρά ιστορία του τρεις φορές τουλάχιστον ανέλαβε την παγκόσμια πολιτιστική ηγεσία:
- στην όψιμη μυκηναϊκή περίοδο,
- στα κλασσικά χρόνια και
- στην εποχή της ακμής της βυζαντινής αυτοκρατορίας!».
Στην δεύτερη κατηγορία ανήκουν οι συγγραφείς της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους (1970), οι οποίοι παράλληλα μεταθέτουν ακόμη πιο πίσω στο παρελθόν τον χρόνο εμφάνισης των Ελλήνων και την έναρξη του ελληνικού πολιτισμού, ακόμη πρωιμότερα και από τον χρόνο που επισήμανε και ο C. Blegen. Έτσι, στην εισαγωγή της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους (τόμος Α´, 1970) σημειώνεται: «Αυτή, λοιπόν, η μοναδική στην παγκόσμια ιστορία διάρκεια και συνέχεια της ελληνικής πολιτιστικής παράδοσης, με τα τρία κορυφώματά της στην όψιμη μυκηναϊκή περίοδο, στα κλασσικά χρόνια και στην εποχή της ακμής της βυζαντινής αυτοκρατορίας, μας υποχρεώνει να αναζητήσουμε στην πολιτιστική παράδοση του ευρύτερου ελλαδικού χώρου τα συστατικά του “ελληνικού”, όσο περισσότερο προς τα πίσω είναι δυνατόν να ανιχνευθούν»· και η επισήμανση αυτή συνεχίζεται «και με την ελπίδα ότι όπως σήμερα θεωρείται αυτονόητη η ενσωμάτωση στην Ελληνική Ιστορία του Μυκηναϊκού και του Κρητομινωικού πολιτισμού (αυτού του τελευταίου όχι ακόμη στην ολότητά του), έτσι πιστεύουμε ότι αύριο θα αποδεχθούν όλοι μιαν αλήθεια που ήδη διαφαίνεται: ότι δηλαδή στην Προϊστορία έχουν τεθεί οι βασικές καταβολές του Ελληνικού Έθνους και τα κύρια συστατικά του Ελληνικού Πνεύματος!».
Επειδή η γλώσσα είναι ίσως η πιο χαρακτηριστική από όλες τις ικανότητες του ανθρώπου (Robins, 1989), στην εισαγωγή της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους επισημαίνεται επίσης και ο εξαιρετικ σημαντικός ρόλος της ελληνικής γλώσσας στην εξέλιξη του ελληνικού πολιτισμού. Είναι ευρέως αποδεκτό ότι κάθε πολιτισμός, ακόμη και ο λαμπρότερος, πρέπει να θεωρηθεί κατ’ αρχήν σαν αποτέλεσμα μιας παράδοσης, διότι εξέλιξη και δημιουργία πολιτισμού δεν μπορούν να συμβούν χωρίς παράδοση. Επίσης, είναι κοινώς αποδεκτό ότι παράδοση χωρίς λόγο δεν γίνεται, δηλαδή δεν μπορεί να αναπτύσσεται και να μεταδίδεται ένας πολιτισμός, ιδιαίτερα τόσο υψηλός όπως ο ελληνικός, χωρίς γλώσσα. Κατά γενική δε ομολογία η ελληνική γλώσσα είναι το κύριο «εργαλείο» μέσω του οποίου αναπτύχθηκε ο ελληνικός πολιτισμός και το ελληνικό πνεύμα.
Σύμφωνα με την κρατούσα θεωρία, η Ελληνική γλώσσα προέρχεται από την γλώσσα που μιλούσαν οι Ινδοευρωπαίοι – ΑΛΛΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΠΕΡΙ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΙΩΝ ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ – δηλαδή υπάγεται στην ινδοευρωπαϊκή γλωσσική οικογένεια, όπως για παράδειγμα η Αγγλική, η Γερμανική, η Ιταλική, η Ισπανική, η Ρωσική, η Περσική, η Ινδική κλπ. Πολλά έχουν γραφτεί για τους Ινδοευρωπαίους, ανάμεσα στα οποία και το ότι κουβαλούν μια ιδεολογική, τουλάχιστον, κληρονομιά. Ανεξάρτητα από το αν κανείς το πιστεύει αυτό ή όχι, το πιο σίγουρο κληροδότημα των Ινδοευρωπαίων είναι ασφαλώς η γλώσσα τους. Πράγματι, όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο J. P. Mallory (1989), «δεν έχει σημασία αν θεωρούμε τους εαυτούς μας Ευρωπαίους, Ασιάτες, Αφρικανούς ή Αμερικανούς, δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από αυτό το κληροδότημα, αν μιλούμε μια ινδοευρωπαϊκή γλώσσα. Δεν μπορούμε να κάνουμε ερωτήσεις σχετικά με το πού, πότε, ποιος ή πώς ή να τις απαντήσουμε με τις πιο βασικές αντωνυμίες μας, δεν μπορούμε να μετρήσουμε, να αναφερθούμε στα βασικά μέρη του σώματός μας, να περιγράψουμε το περιβάλλον μας, τους ουρανούς, τα βασικά ζώα ή συγγενείς ή να εκφράσουμε τις πιο θεμελιακές μας πράξεις, χωρίς να προσφύγουμε συχνά σ’ ένα κληρονομημένο σύστημα ομιλίας που μοιράζονταν οι γλωσσικοί μας πρόγονοι».
Σύμφωνα, τώρα, με την Ινδοευρωπαϊκή θεωρία, το εν λόγω σύστημα ομιλίας με τις διάφορες επιμέρους γλώσσες επεκτάθηκε, από κάποια μικρότερη εστιακή περιοχή, αρχικά στην Ευρώπη και έπειτα στην περιοχή του Ιράν και της Ινδίας. Όμως η επέκταση των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών δεν ολοκληρώθηκε ούτε κατά την διάρκεια της κλασσικής και ελληνιστικής, αλλά ούτε και κατά την διάρκεια της ρωμαϊκής εποχής. Υπήρξε μια συνεχής διαδικασία που εξακολουθεί μέχρι σήμερα. Οι αποικιακές επεκτάσεις της Ευρώπης στην Αφρική, την Αμερική και την Αυστραλία μετέφεραν την Αγγλική, την Ισπανική, την Πορτογαλική και την Γαλλική σε νέες χώρες, όπου αυτές οι γλώσσες αφομοιώνουν ακόμα τους ομιλούντες τις γηγενείς γλώσσες. Και στην Ασία, η ρωσική εξαπλώθηκε και συνεχίζει να εξαπλώνεται στα ανατολικά. Κατά συνέπεια αυτή η γλωσσική οικογένεια, στην οποία ανήκει η Ελληνική γλώσσα, με την εμφάνισή της και τις επεκτάσεις της αφορά, πλέον, σχεδόν τον μισό πληθυσμό του πλανήτη. Δηλαδή, η ιστορία της ινδοευρωπαϊκής γλωσσικής οικογένειας αποτελεί ουσιαστικά την ιστορία των γλωσσών της μισής ανθρωπότητας. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τη μεγάλη επίδραση της Ελληνικής τουλάχιστον επί των ευρωπαϊκών γλωσσών, προσδίδει στην Ελληνική γλώσσα μια θέση τουλάχιστον ανάλογη με αυτήν που κατέχει ο ελληνικός πολιτισμός στο παγκόσμιο στερέωμα.
Αναφορικά τώρα με αυτόν τον κυρίαρχο ρόλο της ελληνικής γλώσσας στην ανάπτυξη του ελληνικού πολιτισμού και στην παγκόσμια επίδρασή της, στον πρόλογο της Ιστορίας της Ελληνικής Γλώσσας (2002), ο Ισπανός γλωσσολόγος F. Adrados επισημαίνει: «Η Ελληνική και η Κινεζική είναι οι μοναδικές ομιλούμενες γλώσσες, ακόμη και σήμερα, των οποίων η ύπαρξη είναι γνωστή εδώ και 3.500 χρόνια· και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αν κρίνουμε από την επίδραση που άσκησε σε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες, ακόμα και σήμερα σε όλες τις γλώσσες, η Ελληνική είναι η πρώτη γλώσσα του κόσμου. Η άμεση ή έμμεση επίδραση του αλφάβητού της, του λεξιλογίου της, του συντακτικού της και της λογοτεχνίας της είναι τεράστια»· και «Όταν οι Ρωμαίοι κατέκτησαν την Ελλάδα και την ελληνική Ανατολή, τα Ελληνικά εξακολουθούσαν να ομιλούνται εκεί. Από τον 2ο αιώνα π.Χ. άσκησαν έντονη επίδραση στα Λατινικά, και έπειτα, είτε άμεσα είτε δια μέσου των Λατινικών, πράγματι σε όλες τις γλώσσες». Και συνεχίζει ο Ισπανός γλωσσολόγος: «Πρόκειται για μια μακριά διαδικασία που είχε ως αποτέλεσμα οι δικές μας γλώσσες να είναι σήμερα ένα είδος ημιελληνικά ή κρυπτοελληνικά. Η Ελληνική δεν εξακολουθεί να ζει σήμερα μόνο στην Ελλάδα, αλλά έχει μια δεύτερη ζωή, το αλφάβητό της, το λεξιλόγιό της, το συντακτικό της, τα λογοτεχνικά της είδη είναι παρόντα σε όλες τις γλώσσες. Είναι κατά κάποιο τρόπο μετατροπές ή καινούργιες μορφές, όπως λένε οι Ινδοί, στις οποίες τα Ελληνικά εξακολουθούν να ζουν και σήμερα, όπως λέω [ο ίδιος ο F. Adrados] σε όλον τον κόσμο, επειδή τα Ελληνικά είναι το βασικό στοιχείο μιας γλώσσας του πολιτισμού που είναι, ουσιαστικά, διεθνής [εννοώντας την αγγλική γλώσσα]». Τέλος, στα συμπεράσματα της παραπάνω εμπεριστατωμένης Ιστορίας της Ελληνικής Γλώσσας o F. Adrados αναφωνεί: «Είναι όμορφη η περιπέτεια της ελληνικής γλώσσας, γραπτές μαρτυρίες της οποίας μπορούμε να ανιχνεύσουμε κατά την διάρκεια 3.500 χρόνων (μόνο η Κινεζική, όπως είπαμε, συγκρίνεται με αυτή), η οποία διά μέσου μιας άμεσης ή έμμεσης επίδρασης, μετέτρεψε σε γλώσσες πολιτισμού όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες και ουσιαστικά όλες τις γλώσσες του κόσμου».
Συνεπώς, ως λογική ακολουθία όλων των παραπάνω, γίνεται φανερό ότι δεν φαίνεται να αποτελεί υπερβολή αυτό που πολύ εύστοχα προσδιορίζεται στον πρόλογο της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους (1970), σύμφωνα με το οποίο «αποτελεί κοινή συνείδηση ότι η ιστορία του ελληνικού πολιτισμού είναι η ιστορία της ανθρωπότητας».
Έτσι, θεωρούμε ότι προκύπτει φυσιολογικά ως κυρίαρχη πνευματική ανάγκη, τόσο για τους Έλληνες όσο και για τους ξένους λαούς, αυτή η αναζήτηση των καταβολών των Ελλήνων και της ελληνικής γλώσσας. Μια πνευματική ανάγκη άμεσης επικοινωνίας με τις πανάρχαιες ρίζες του πολιτισμού και την ανασύνθεση και την κατανόηση των νημάτων της ιστορίας του κόσμου. Επί πλέον, αυτή είναι και η ανάγκη που δικαιολογεί και την ύπαρξη τέτοιας πληθώρας μελετών επί του ερωτήματος «πότε και πού οι Έλληνες;».
Αυτή, λοιπόν, η εσωτερική πνευματική ανάγκη είναι το κίνητρο που μας ώθησε στην προσπάθεια της συγγραφής της παρούσας μελέτης και συνεπώς αποτελεί και την καλύτερη απάντηση στο πρωταρχικό ερώτημα, στο γιατί δηλαδή ακόμη μια μελέτη για την προέλευση των Ελλήνων και της ελληνικής γλώσσας.
Σε ό,τι αφορά, τώρα, τον σκοπό της μελέτης, αυτός, μετά την οριστική αναγνώριση της ελληνικότητας των Μυκηναίων, δεν είναι άλλος από αυτό που αναφέρεται στην εισαγωγή της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους, δηλαδή η αναζήτηση των συστατικών του «ελληνικού», όσο περισσότερο προς τα πίσω είναι δυνατόν να ανιχνευθούν.
Πότε, λοιπόν, εμφανίσθηκαν οι Έλληνες και δημιουργήθηκε η ελληνική γλώσσα; Η πιο σύντομη και η πιο απλή απάντηση, που υπονοεί, χωρίς όμως και να προσδιορίζει, το μεγάλο βάθος του παρελθόντος των Ελλήνων και της γλώσσας τους, είναι αυτή που έδωσε επιγραμματικά, πριν από πολλά χρόνια, ο ελληνιστής αρχαιολόγος σερ J. Myres (1930): «οι Έλληνες ήταν πάντοτε στην διαδικασία του γίγνεσθαι». Αυτή η εμπνευσμένη φράση, σε συνδυασμό με τα συμπεράσματα, ιδιαίτερα της εργασίας του J. Maran (1998), από την οποία προκύπτει ότι δεν υπήρξε καμία άξια λόγου πολιτιστική μεταβολή στον ελληνικό ηπειρωτικό χώρο και στις Κυκλάδες κατά την ύστερη 3η χιλιετία π.Χ., οδηγεί «το Πόθεν και Πότε των Ελλήνων» προφανώς πριν από την 3η χιλιετία π.Χ., στα βάθη μάλλον της προϊστορικής εποχής (Γιαννόπουλος, 2012).
Σύμφωνα τώρα με την ιστορία που διδαχθήκαμε στο σχολείο, τα πρώτα ελληνικά φύλα άρχισαν να κατέρχονται στον χώρο που αργότερα θα ονομαζόταν Ελλάδα στο δεύτερο μισό της 3ης χιλιετίας π.Χ., εγκαινιάζοντας μια μεταναστευτική διαδικασία που τελείωσε το 1200 π.Χ. Διαδοχικά μεταναστευτικά κύματα από φύλα, που προέρχονταν από τον βορρά και μιλούσαν διαφορετικές ελληνικές διαλέκτους, έφθασαν και εγκαταστάθηκαν στον σημερινό ελλαδικό χώρο. Αυτά τα κύματα ήταν οι Αχαιοί, οι Ίωνες και οι Αιολείς, που προωθήθηκαν από την Μακεδονία και την Ήπειρο στην Νότια Ελλάδα. Τέλος, το τελευταίο κύμα, οι Δωριείς, έφθασε στην Ελλάδα στο τέλος της Εποχής του Χαλκού (1500 π.Χ.). Η τελευταία αυτή μετανάστευση ονομάστηκε «κάθοδος των Δωριέων». Οι Δωριείς, λοιπόν, εξαπλώθηκαν από την Μακεδονία στην Στερεά Ελλάδα και κατέκλυσαν την Πελοπόννησο γύρω στο 1000 π.Χ.
Στην εποχή που ο γράφων ήταν μαθητής του Δημοτικού σχολείου, οι Αχαιοί, το πρώτο κύμα των Ελλήνων νομάδων, περιγράφονταν ως λευκοί, ξανθοί, μεγαλόσωμοι και πολεμικοί, όπως άλλωστε και τα άλλα ελληνικά φύλα που ακολούθησαν. Η εν λόγω ανθρωπολογική περιγραφή συνειρμικά υπονοούσε τη βόρεια γενικώς προέλευσή τους (Γερμανία, Σκανδιναβία κλπ.). Αυτοί, λοιπόν, οι Αχαιοί, που υπέταξαν τους παλαιούς κατοίκους, τους μεσογειακούς «πρωτοέλληνες» [σ.σ: και όχι προΕλληνες] που ήσαν σκουρόχρωμοι, μαυρομάλληδες, κοντόσωμοι, λεπτοί και ειρηνικοί άνθρωποι, αποτέλεσαν το πρώτο στρώμα του ελληνικού πληθυσμού, που συμπληρωνότανε βαθμιαία με τα καινούργια μεταναστευτικά κύματα των Ιώνων, των Αιολέων και των Δωριέων που κατέρχονταν από τα βόρεια.
Στα πλαίσια της γενικά επικρατούσας τότε άποψης, αυτοί οι ξανθοί και γαλανομάτηδες Ινδοευρωπαίοι ή Ινδογερμανοί Έλληνες έφεραν μαζί τους την ελληνική γλώσσα και αφού κατέκτησαν την Μεσογειακή (Πελασγική) Ελλάδα, δημιούργησαν ως κυρίαρχοι τον ελληνικό πολιτισμό, ο οποίος μεγαλούργησε. Στην συνέχεια αυτός ο πολιτισμός παρήκμασε και κατέρρευσε μετά την ανάμειξη αυτών των «Βορείων» με τους παλαιούς γηγενείς Μεσογειακούς.
Όντως η επικρατούσα άποψη, πριν 60 περίπου χρόνια, ήταν ότι οι φορείς του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού ήταν «βόρειοι» λαοί. Αυτή η άποψη είχε καταστεί κοινή πίστη και πεποίθηση όλου του κόσμου στην Ευρώπη, χωρίς ουσιαστικά να προβάλλεται καμμία αντίρρηση ή αντίλογος, ούτε καν από την ελληνική επιστημονική κοινότητα. Βέβαια, αυτή η στάση της τελευταίας εξηγείται από το γεγονός ότι, από την ημέρα που ιδρύθηκε το ελληνικό κράτος στο πρώτο τέταρτο του 19ου αιώνα, η βασική επιδίωξη των Ελλήνων ιστορικών και αρχαιολόγων, όπως επισημαίνει ο Γιαννόπουλος (2012), ήταν να αποδειχθεί η συνέχεια του ελληνισμού στον γεωγραφικό χώρο του ελληνικού κράτους και όχι η απάντηση του ερωτήματος πότε και πού εμφανίσθηκαν οι Έλληνες.
Η πρώτη συστηματική έρευνα στον ελληνικό χώρο, για την προέλευση των Ελλήνων και της ελληνικής γλώσσας, καταγράφεται το 1970, όταν ο Μ. Σακελλαρίου παρουσίασε στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους τις τότε διεθνώς κρατούσες υποθέσεις για την πιθανή προέλευση των πρώτων ελληνόφωνων πληθυσμών μαζί με τις δικές του ερευνητικές απόψεις. Καθώς όμως η κοιτίδα των Ελλήνων και ο ερχομός τους στην Βαλκανική χερσόνησο και στον ελλαδικό ηπειρωτικό χώρο είχαν συνδεθεί με το πρόβλημα της πρώιμης ιστορίας των Ινδοευρωπαίων, η έρευνα του Μ. Σακελλαρίου κινείτο μέσα στα πλαίσια αυτής της καθόδου των βόρειων φύλων και συνειρμικά ενίσχυε την ιδέα της μετανάστευσης και όχι της ιθαγενούς προέλευσής τους και βέβαια και της πολιτιστικής τους πρωτοκαθεδρίας. Βέβαια στην εισαγωγή της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους (1970) παρατηρείται μια έστω μικρή αντίδραση στην ανωτέρω κρατούσα άποψη, η οποία συνοψίζεται στις φράσεις: «Πεποίθησή μας ακόμη είναι ότι οι πρώιμοι πολιτισμοί στην χώρα αυτή επηρέασαν αποφασιστικά τις εξελίξεις των ιστορικών χρόνων, αν δεν τις προκαθόρισαν, ως ένα σημείο. Όμως, όπως σήμερα θεωρείται αυτονόητη η ενσωμάτωση στην Ελληνική Ιστορία του Μυκηναϊκού και του Κρητομινωικού πολιτισμού (αυτού του τελευταίου όχι ακόμη στην ολότητά του), έτσι πιστεύουμε ότι αύριο θα αποδεχθούν όλοι μιαν αλήθεια που ήδη διαφαίνεται, ότι δηλαδή στην Προϊστορία έχουν τεθεί οι βασικές καταβολές του Ελληνικού Έθνους και τα κύρια συστατικά του Ελληνικού Πνεύματος!».
Από την εποχή, όμως, της παρουσίασης των απόψεων του Σακελλαρίου, δηλαδή από την δεκαετία του 1970 έως σήμερα, έχει συντελεσθεί διεθνώς μια καταπληκτική πρόοδος, μετά μάλιστα από την ανάπτυξη και τη συμβολή της Γενετικής, στα πεδία της μελέτης των γλωσσών και στην σχέση μεταξύ της Πληθυσμιακής Γενετικής και της Προϊστορικής Ιστορίας και Αρχαιολογίας με την Γλωσσολογία.
Αναφορικά, τώρα, με την συμβολή της Γενετικής στη μελέτη της καταγωγής των Ελλήνων, εξαιρετικά σημαντικά είναι τα όσα είχαν δηλώσει ο αείμνηστος καθηγητής Γενετικής Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο Washington του Σιάτλ, Γιώργος Σταματογιαννόπουλος και ο γιος και συνάδελφός του, Γιάννης Σταματογιαννόπουλος.
Πιο συγκεκριμένα, στον πρόλογο της δεύτερης έκδοσης του συγγράμματος του καθηγητή Κωνσταντίνου Τριανταφυλλίδη «Η Γενετική Ιστορία της Ελλάδας – Το DNA των Ελλήνων» (2013) – ΔΙΑΒΑΣΤΕ το ΕΔΩ – ο καθηγητής Γιώργος Σταματογιαννόπουλος έγραψε: «Η προσφορά της Πληθυσμιακής Γενετικής είναι ιδιαίτερα σημαντική για την πατρίδα μας που οι πληθυσμοί της έχουν τόσο αρχαία ιστορία και τόσο πολύ έχουν προσφέρει στον ανθρώπινο πολιτισμό».
Λίγα χρόνια νωρίτερα, στις 19 Νοεμβρίου 2010, σε συνέντευξή του στα «Νέα» στην κ. Β. Χαρισοπούλου, ο ίδιος καθηγητής, που σημειωτέον προΐστατο μεγάλης έρευνας για την καταγωγή των σύγχρονων πληθυσμών, είχε δηλώσει: «Ύστερα από 15-20 χρόνια οι τεχνολογίες της Μοριακής Βιολογίας θα έχουν τελειοποιηθεί τόσο, που οι αρχαιολόγοι θα μπορούν να αναπλάθουν την σύσταση του γενετικού υλικού των αρχαίων πληθυσμών. Ήδη έχουν συγκεντρωθεί χιλιάδες γενετικοί δείκτες (DNA από το αίμα), των οποίων οι συνδυασμοί μπορούν να διαχωρίσουν τους πληθυσμούς καθορίζοντας ήδη με ακρίβεια +/-300 χλμ. την καταγωγή ενός ατόμου σε βάθος 150ετίας». Είχε επισημάνει δε ότι «πρέπει να προλάβουμε», διότι «σε λίγα χρόνια θα έχουμε τόσο αναμειχθεί, που δεν θα βγαίνει πλέον άκρη. Πρέπει να διαφυλάξουμε – έστω στο εργαστήριο – την γενετική ιδιομορφία των πληθυσμών. Και των ελληνικών φυσικά».
Για τον σκοπό αυτόν, δηλαδή της διαφύλαξης της γενετικής ιδιομορφίας των Ελλήνων, ο Γιώργος Σταματογιαννόπουλος, με την βοήθεια αγροτικών ιατρών από όλη την επικράτεια, συγκέντρωσε δείγματα DNA ηλικιωμένων ατόμων που είχαν ζήσει όλη τους την ζωή στην περιοχή απ’ όπου κατάγονταν. Πέτυχε έτσι τα δείγματα DNA να αντιπροσωπεύουν τους Έλληνες των αρχών του περασμένου αιώνα, πριν αρχίσουν δηλαδή οι μεγάλες αστικές μετακινήσεις.
Η συγκριτική μελέτη του DNA τους με δείγματα αρχαίου DNA από θέσεις-κλειδιά του ευρύτερου ελλαδικού χώρου αποτελεί την εκτενέστερη μελέτη τέτοιου είδους που έχει γίνει παγκοσμίως.
Στην πραγματικότητα, όπως σημείωσε μιλώντας στο «Βήμα» (29 Ιουνίου 2018) ο Γιάννης Σταματογιαννόπουλος, «χάρη στις προσπάθειές του, η Ελλάδα διαθέτει την μεγαλύτερη πυκνότητα γενετικών δειγμάτων στον κόσμο, για την μελέτη των οποίων εργάστηκε όχι μόνο ο πατέρας μου, αλλά και συνεργάτες του στην Γερμανία και στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ στην Βοστώνη των ΗΠΑ».
Επί πλέον, ο Γιώργος Σταματογιαννόπουλος, υπογραμμίζοντας την σημασία της δημοσίευσης των μελετών στην αγγλική, σημείωσε στην συνέντευξή του στα «Νέα»: «Το Διαδίκτυο είναι αυτό που “διαχειρίζεται” και διδάσκει την παγκόσμια Ιστορία. Αν δημοσιεύει κάποιος επιστημονικές εργασίες μόνο στα ελληνικά, είναι άχρηστο. Πρέπει να δημοσιεύει και στα αγγλικά. Σήμερα – δυστυχώς – υπάρχει μία γλώσσα, όπως στους ελληνιστικούς χρόνους, που ήταν τα ελληνικά».
Τέλος, ο Γιώργος Σταματογιαννόπουλος δεν παρέλειψε να εκφράσει το παράπονό του για την απουσία κρατικών ερευνητικών ιδρυμάτων στο πεδίο ερευνών της Πληθυσμιακής Γενετικής. Έτσι, στον πρόλογο του προαναφερθέντος συγγράμματος του Κ. Τριανταφυλλίδη υπογράμμισε ότι «η γενετική των ανθρώπινων πληθυσμών έχει παραμεληθεί στον τόπο μας και ότι άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, συμπεριλαμβανομένων και γειτονικών, έχουν ιδρύσει Ινστιτούτα Ανθρώπινης Γενετικής για τη μελέτη των πληθυσμών του τόπου τους». Ευχήθηκε δε «το σύγγραμμα του Κ. Τριανταφυλλίδη να είναι η απαρχή ανθήσεως της έρευνας της γενετικής των πληθυσμών της πατρίδας μας».
Η ανωτέρω συντελεσθείσα καταπληκτική πρόοδος, ιδιαίτερα στα πεδία της Πληθυσμιακής Γενετικής και της Προϊστορικής Αρχαιολογίας και Ιστορίας, υποδεικνύει, υπό το φως των νέων πορισμάτων, ότι πολλά από όσα θεωρούνται μέχρι τώρα δεδομένα για το παρελθόν πολλών περιοχών του κόσμου, της Ευρώπης και της Ελλάδας, χρήζουν δραστικής αναθεώρησης.
Σε ό,τι, τώρα, αφορά στον προσδιορισμό της ταυτότητας ενός λαού, αυτή, όπως είναι γνωστό από την αρχαιότητα, επιτυγχάνεται μέσα από την έρευνα της πολύ μακρινής καταγωγής και της γλώσσας του. Σε ό,τι αφορά, ειδικότερα, στο ζήτημα του προσδιορισμού των απαρχών των Ελλήνων, της Ελληνικής γλώσσας και, επομένως, του ελληνικού πολιτισμού, που αποτελεί και το θέμα αυτής της μελέτης, αυτό, ως γνωστόν, είναι ενσωματωμένο στο ευρύτερο και περίπλοκο πρόβλημα, το λεγόμενο ινδοευρωπαϊκό πρόβλημα, στην επίλυση του οποίου εμπλέκονται πολλά επιστημονικά πεδία, η συνεργασία των οποίων είναι ιδιαίτερα αποφασιστικής σημασίας.
Αυτήν, λοιπόν, την συνεργασία πολλών επιστημονικών κλάδων απαίτησε, ήδη από τα αρχικά της στάδια, η ίδια η αρχαιολογική μελέτη των στοιχείων του υλικού πολιτισμού της ευρύτερης ελλαδικής περιοχής, η οποία σε συνδυασμό με την διερεύνηση των οικονομικών, δημογραφικών και κοινωνικών μεταβολών μπορεί να ανιχνεύσει τη συνέχεια ή την ασυνέχεια στην κατοίκηση της ανωτέρω περιοχής από μια συγκεκριμένη ομάδα ή και διαφορετικές ομάδες ανθρώπων. Και η διεπιστημονική ή, πιο σωστά, η πολυεπιστημονική συνεργασία διευρύνεται, με τον συσχετισμό των ανωτέρω αρχαιολογικών στοιχείων με τα πορίσματα της παλαιοανθρωπολογίας, της πληθυσμιακής γενετικής και της γλωσσολογίας, καθιστώντας έτσι δυνατή την αναζήτηση της παρουσίας των πληθυσμών (Ελλήνων ή μη) και της γλώσσας τους (ελληνικής ή μη) στη μακρά περίοδο της προϊστορίας του ελλαδικού χώρου.
Τη διάρθρωση του παραπάνω συσχετισμού θα ακολουθήσει και η μελέτη αυτή:
- Στο Πρώτο Κεφάλαιο, θα ανακεφαλαιώσει τα υπάρχοντα αρχαιολογικά στοιχεία και θα επικεντρωθεί στην αναζήτηση της πολιτιστικής συνέχειας ή ασυνέχειας, όπως προείπαμε, στην περιοχή του ευρύτερου ελλαδικού χώρου ή και επί μέρους τμημάτων του, προκειμένου να φωτισθούν οι αντίστοιχες συνέχειες ή ασυνέχειες στην κατοίκησή του.
- Στο Δεύτερο Κεφάλαιο θα εστιάσει στην παρουσίαση της παλαιοανθρωπολογικής εικόνας που παρουσιάζει η εν λόγω περιοχή.
- Στο πολύ σημαντικό Τρίτο Κεφάλαιο θα παρουσιασθούν τα πορίσματα της πληθυσμιακής γενετικής, με ιδιαίτερη μνεία στα ανατρεπτικά αποτελέσματα εξαιρετικά σημαντικών πρόσφατων γενετικών ερευνών.
- Στο Τέταρτο Κεφάλαιο θα καταγραφούν πολύ ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις πάνω σε γλωσσολογικά ζητήματα, υποθέσεις και θεωρίες, που σχετίζονται με την ινδοευρωπαϊκή γλωσσική οικογένεια, τις επί μέρους γλώσσες της καθώς και την εμφάνιση και τη διαμόρφωση της Ελληνικής γλώσσας.
- Τέλος, στο Πέμπτο Κεφάλαιο θα παρουσιασθούν τα συμπεράσματα της μελέτης και οι εναλλακτικές προτάσεις μας σχετικά με το πότε και πού εμφανίσθηκαν οι Έλληνες και η γλώσσα τους και πώς αυτές οι προτάσεις συνταιριάζουν με τις διάφορες παραλλαγές της Ινδοευρωπαϊκής θεωρίας.
Επειδή η μελέτη μας κινείται σχεδόν αποκλειστικά στον χώρο που δεν υπάρχουν απτές μαρτυρίες, βαθειά μέσα στην προϊστορία που φθάνει και στην Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή, το κρίσιμο ερώτημα είναι κατά πόσο οι υποθέσεις μας, η μεθοδολογία που ακολουθούμε και τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγουμε είναι ρεαλιστικά και κυρίως εύλογα. Από την απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα εξαρτάται η αξιοπιστία και η πειστικότητα που επιθυμούμε να έχει το όλο εγχείρημα της μελέτης μας.
Τα σημεία τα οποία, κατά την άποψή μας, αποτελούν τη βάση για την παραπάνω προσέγγιση, που προκρίνουμε και ακολουθούμε στις επόμενες σελίδες, είναι δύο. Το πρώτο σημείο αφορά στον χαρακτήρα της ίδιας της προσέγγισης. Η φύση των δεδομένων και οι στόχοι της μελέτης υπαγορεύουν μια πολύπλευρη, πολυεπίπεδη και πολυεπιστημονική προσέγγιση. Η μελέτη της προϊστορίας δεν αποτελεί αποκλειστικότητα ενός και μόνο επιστημονικού κλάδου. Το βασικό ερώτημα που τέθηκε στην αρχή του σημειώματος αυτού, καθώς και τα άλλα που συνδέονται με αυτό, δεν είναι ούτε μόνο αρχαιολογικά ούτε γλωσσολογικά αλλά ούτε αποκλειστικά κάποιας άλλης επιστήμης. Επομένως, ως γενική μεθοδολογική αρχή στην εκπόνηση της μελέτης μας επιβάλλεται η διεπιστημονική προσέγγιση κλάδων, όπως η Αρχαιολογία, η Ανθρωπολογία, η Γενετική, η Φιλολογία, η Γλωσσολογία, η Εθνολογία, καθώς και κλάδων από τις πιο «πρακτικές» επιστήμες, όπως είναι η χημική ανάλυση ευρημάτων προκειμένου να χρονολογηθούν ή και να προσδιορισθεί η γεωγραφική προέλευσή τους.
Το δεύτερο σημείο αφορά στην ερμηνεία των αποτελεσμάτων και των συμπερασμάτων. Όπως είναι γνωστό, στις επιστήμες που μελετούν την προϊστορία, όπως για παράδειγμα η Ιστορία, η Γλωσσολογία κλπ., δεν υπάρχουν οι απόλυτες βεβαιότητες που παρατηρούνται στις φυσικές επιστήμες. Εδώ, τα πράγματα λειτουργούν με βάση την αρχή της ευλογοφάνειας, δηλαδή τα μεθοδολογικά βήματά μας και κυρίως τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγουμε από τα αποτελέσματα των ερευνών πρέπει να φαίνονται και να είναι λογικά και πιθανά. Αυτό το κριτήριο είναι που διασφαλίζει τον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό της αξιοπιστίας τους.
Προκειμένου, τώρα, να μείνουμε όσο το δυνατόν πιστότερα και πλησιέστερα στις ανωτέρω προδιαγραφές, επιλέξαμε μια ασυνήθιστη καταγραφή, με συνεχή και επίμονη, εξαντλητική ίσως για τον αναγνώστη, επανάληψη, βήμα προς βήμα, απόδειξη στην απόδειξη και συμπέρασμα στο συμπέρασμα, των αποδεικτικών βημάτων σε κάθε εξαγωγή τόσο μερικών όσο και συνολικών συμπερασμάτων, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά κυρίαρχα ζητήματα που άπτονται στην καταγραφή και στην ανάπτυξη των δικών μας προτάσεων σχετικά με τις διάφορες παραλλαγές της Ινδοευρωπαϊκής θεωρίας. Θεωρούμε ότι αυτή η διαδικασία είναι ο καλύτερος τρόπος να κατανοήσει ο αναγνώστης σε βάθος την πληρότητα στην ευλογοφάνεια τουλάχιστον, όπως θεωρούμε, των απόψεων που εκφράζονται μέσα από τις προτάσεις επί του θέματος, και όχι μόνο, αυτής της μελέτης μας.
Τελικά, ο αναγνώστης θα κρίνει αν η προσπάθεια αυτή πέτυχε.
Πιστεύουμε, όμως, ότι θα αναγνωρίσει τουλάχιστον πως το έργο που επιχειρήσαμε έγινε με τον μεγαλύτερο δυνατό σεβασμό στην επιστημονική αντικειμενικότητα και δεοντολογία, παρόλο που δεν ανήκουμε, ως επιστήμονες, στον αρχαιολογικό επιστημονικό κλάδο ή στους εμπλεκόμενους αντίστοιχους κλάδους της Ανθρωπολογίας, Γενετικής, Γλωσσολογίας κλπ., οι οποίοι, αξίζει να σημειωθεί, συνδυάζονται για πρώτη φορά τόσο ξεκάθαρα σε μια μελέτη του είδους.
Κλείνοντας το εισαγωγικό σημείωμά μας, ευχόμαστε η παρούσα, εν πολλοίς πρωτότυπη, μελέτη να συμβάλει γενικότερα στην εναργέστερη επιστημονική δραστηριοποίηση της ελληνικής ακαδημαϊκής κοινότητας στους δρόμους που χαράσσει το απέραντο εύρος της προϊστορικής επικράτειας των Ελλήνων και της γλώσσας τους – Θεσσαλονίκη, 2022.
ΠΗΓΗ: α΄ έκδ. 2023 – β΄ ΕΚΔΟΣΗ, με αγγλική περίληψη, εκδόσεις «Ερωδιός», Θεσσαλονίκη, τηλ. 2310-282.782. ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 5.5.2025.
DIMITRIOS CH. ATHANASIADIS: THE GREEKS AND THE GREEK LANGUAGE WHEN AND WHERE ΤΗEY APPEARED – AN ARCHAEOLOGICAL, ANTHROPOLOGICAL, GENETIC AND LINGUISTIC STUDY – EXTENCIVE ENGLISH SUMMURY
This book is an interdisciplinary research study focused on determining the origins of the Greeks and their language, a question known to be embedded in the broader and complex Indo-European problem. Firstly, an overview and new archaeological discoveries concerning the prehistory of the wider Aegean area, along with the habitation continuities or discontinuities of the wider Greek area are presented, in order to identify possible migrations, invasions and population changes in general. Then, both the paleoanthropological picture of the wider Aegean region and the findings of Population Genetics are presented, with special mention to recent and extremely important genetic studies. Very interesting observations are recorded as well regarding the Indo-European language family, its individual languages and also the appearance and formation of the Greek language. Finally, the author’s conclusions and innovative alternative proposals regarding the book’s central question are presented, along with how well they are connected to the main variants of the Indo-European theory, while adequate answers are given to hitherto unanswered questions that have arisen from criticism leveled at the aforementioned main variants.
Dimitrios Ch. Athanasiadis was born in Thessaloniki in 1953. He is a researcher – geologist graduate of the University of Ferrara in Italy and received his PhD in the field of Geology from the Department of Mining and Metallurgical Engineering of the National Technical University of Athens. As a freelancer, he has conducted a number of geological, neotectonic, geotechnical and environmental studies, while also diligently researching Greek prehistory and especially the issue of the origin of the Greeks and their language.
ΣΗΜΕΙΩΣΙΣ:
[1] Ο Δημ. Χ. Αθανασιάδης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1953. Είναι ερευνητής – γεωλόγος του Πανεπιστημίου Φερράρα της Ιταλίας και πήρε τον διδακτορικό του τίτλο στον τομέα Γεωλογίας του τμήματος Μηχανικών Μεταλλείων Μεταλλουργών του Ε.Μ.Π. Ως ελεύθερος επαγγελματίας έχει εκπονήσει πλήθος γεωλογικών, νεοτεκτονικών, γεωτεχνικών και περιβαλλοντικών μελετών, ενώ παράλληλα ερευνά επισταμένα την ελληνική προϊστορία και ιδιαίτερα το ζήτημα της καταγωγής των Ελλήνων και της γλώσσας τους.
αρχαιοι ΕΛΛΗΝΕΣ αρχαια ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ, ΕΜΦΑΝΙΣΗ γενεση ελληνων ελλαδας ελλαδος ελληνικου πολιτισμου ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ, ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΗ, ΓΕΝΕΤΙΚΗ, ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ, ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ, ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑ αθανασιαδης ελληνικος πολιτισμος ινδοευρωπαικο προβλημα ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΙΟΙ