Του οικονομολόγου
δρ. Κώστα Λάμπου,
claslessdemocracy@gmail.com
Ι. Όποιος ελέγχει την «τροφή» ασκεί
εξουσία, αφού ελέγχει το στομάχι και το μυαλό, συνεπώς την συμπεριφορά και τις
αποφάσεις.
Υπάρχει μεγάλη σύγχυση γύρω από την
έννοια, την καταγωγή, την φύση και τον ‘κοινωνικό ρόλο’ της εξουσίας σε
βαθμό που, μέσω της φετιχοποίησης της αντικειμενικής μήτρας της, της ατομικής
ιδιοκτησίας πάνω στα μέσα παραγωγής, να αποπροσανατολίζονται τα ανθρώπινα
υποκείμενα και να μετατρέπονται στο αντίθετό τους, σε αλλοτριωμένα αντικείμενά
της. Κάποιοι μάλιστα παρουσιάζουν την εξουσία ως έννοια μεταφυσική και ιδιότητα
με την οποία κάποιοι, λίγοι, ‘ελέω θεού’, γεννιόνται τάχα ικανοί να εξουσιάζουν,
ενώ οι πολλοί, απόκληροι των υποτιθέμενων πρωτόπλαστων, γεννιόνται ανίκανοι να
εξουσιάζουν την κοινωνία τους και τον εαυτό τους και γι’ αυτό ‘μόνιμα θα
εξουσιάζονται’ από τους λίγους.
Αυτό συντελείται στα πλαίσια ενός
συστήματος θεσμών, δομών, δοξασιών και λειτουργιών που παγιώνουν την σχέση
της εκάστοτε κοινωνίας με τα εκάστοτε μέσα παραγωγής, από την οποία καθορίζονται
διαδοχικά:
· οι σχέσεις ιδιοκτησίας, ως ατομικές, ανώνυμες, κρατικές, κοινωνικές,
· ο κοινωνικός καταμερισμός της Εργασίας, σε επιχειρησιακό, κοινωνικό/εθνικό και
διεθνές επίπεδο,
· οι σχέσεις παραγωγής, ως σύστημα/τρόπος παραγωγής και κατανομής του συνολικού κοινωνικά
παραγόμενου πλούτου,
· οι σχέσεις εξουσίας των λίγων πάνω στους πολλούς, που τελικά εκφράζονται ως αντίστοιχες
· κοινωνικές σχέσεις οι οποίες παίρνουν την μορφή των εξουσιαστικών ταξικών ή των αμεσοδημοκρατικών/αταξικών
κοινωνικών σχέσεων.
Με άλλα λόγια είναι η ατομική
ιδιοκτησία πάνω στα μέσα παραγωγής, που για λόγους υπαρξιακούς της ίδιας
και των κατόχων της, μετουσιώνεται σε εξουσία, που για την διαιώνιση της
ύπαρξής της οργανώνει την οικονομία με τέτοιο τρόπο που θα ελέγχει αποκλειστικά
το μυαλό, ελέγχοντας το ζωτικό τρίγωνο του ανθρώπου: ‘ψωμί, παιδεία,
ελευθερία’, με αποκλειστικό στόχο τον σφετρερισμό του κοινωνικού πλούτου ως
μέσο ελέγχου του μυαλού και την υποταγή της κοινωνίας.
Η ταύτιση της ατομικής/ιδιωτικής, ή/και
ταξικής/κρατικής ιδιοκτησίας με την ατομική/ιδιωτική, ή/και
ταξική/κρατική εξουσία πάνω στα ανθρώπινα υποκείμενα και στην εργαζόμενη
κοινωνία/ανθρωπότητα συνολικότερα, ορίζει, ως ‘παγίδα του Σόλωνα’[2], τόσο τους εξουσιαστές όσο και τους
εξουσιαζόμενους, που καταλήγει στην ανισοκατανομή του πλούτου και στο δικαίωμα
λόγου, με την έννοια του ποιος αποφασίζει και ποιος εκτελεί, γεγονός που θα
το αποκαλούσα ‘γρίφο της κοινωνικής ανισότητας’, λόγω της σκόπιμης
μεγάλης άγνοιας και σύγχυσης γύρω από το θέμα. Είναι καιρός να
κατανοηθεί από όλους μας ότι, η κοινωνική ανισότητα αποτελεί την κύρια πηγή
της κοινωνικής νοσηρότητας, του εξουσιαστικού φόβου[3], της αβεβαιότητας, της ανασφάλειας,
της νεύρωσης και της νοσηρότητας του Εγώ, η οποία υπαγορεύει συμπεριφορές που
ξεκινάνε από το ‘ο σώζων εαυτόν σωθήτω’ και συνεπώς ‘ο θάνατός σου η
ζωή μου’ και φτάνουν μέχρι αυτήν του οπαδού, του φανατικού, του ρατσιστή,
του φασίστα και του θρησκόληπτου για να καταλήξουν σε αυτή του ‘κολαμπορατέρ
της όποιας εξουσίας, του χαφιέ και του παραιτημένου εθελόδουλου που μαζοχιστικά
προσεύχεται: ‘σφάξε με Αγά μου να αγιάσω’.
Όποιος θρησκευόμενος πιστεύει ότι όλα αυτά, τα τοξικά προϊόντα μιας τοξικής
κοινωνίας[4], ‘είναι
θέλημα ‘θεού’ και θα θεραπευτούν με προσευχές, εξομολόγηση, μεταλαβιές,
δεήσεις, λιβάνια και εικονολατρίες, ειδωλολατρίες και προσωπολατρίες, με δερμογραφίες,
σταυρουδάκια στο λαιμό και κομποσκοίνια, είναι αμαθής, αφελής, αντικοινωνικός,
μισάνθρωπος και αγύρτης. Αλλά και όποιος ημιμαθής ‘ειδικός’ με παρωπίδες θεωρεί
θεραπεία τις εξομολογήσεις των, τραυματικά και γι’ αυτό ερμητικά αποκομμένων
από τον κοινωνικό τους περίγυρο, ασθενών σε ‘ψυχιατρικά ντιβάνια’, χωρίς να
συσχετίζει την ασθένεια του ατόμου με το στενό περιβάλλον του και με την
αρρωστημένη κοινωνία, αυτός είναι αφελής ή στυγνός επαγγελματίας. Βέβαιο πάντως
είναι πως και οι δυό αυτές κατηγορίες δεν έχουν σχέση με την επιστήμη, την
Λογική και την πραγματικότητα, ακόμα κι’ όταν καταφέρνουν να κουκουλώνουν τις
πραγματικές κοινωνικές αιτίες της πνευματικής διαταραχής των ατόμων,
μετριάζοντας με διάφορα μαντζούνια, με κατασταλτικά φάρμακα και με την
αυθυποβολή τα συμπτώματά της.
ΙΙ. Εννοιολογικές διευκρινίσεις
Επειδή γενικά η κάθε συνεννόηση απαιτεί μια
μίνιμουμ συμφωνία, πάνω στις βασικές έννοιες του υπό συζήτηση θέματος, κρίνω
σκόπιμο να καταθέσω το πώς εγώ εννοώ τις βασικές έννοιες αυτού του σημαντικού
θέματος, όπως αυτές της εξουσίας, του συστήματος, της ψυχής και της επιβίωσης.
α. Η εξουσία ως έννοια
Η πρώτη διευκρίνηση αναφέρεται στην έννοια εξουσία που, ενώ για
μερικούς, τάχα, δύσκολα ορίζεται παρ’ ότι απροκάλυπτα και προκλητικά δρα, βιώνεται
ως η δυνατότητα που έχει ο όποιος φορέας εξουσίας να υπαγορεύει συμπεριφορά και
να επιβάλλει τη θέλησή του σε άλλους και κατ’ επέκταση να εμφανίζεται ως η ‘νόμιμη’
κρατική κατασταλτική δύναμη. Δύναμη που συνεπικουρείται από τις κρατικά
οργανωμένες θρησκείες, τις φλύαρες κομματικές ιδεολογίες, την εργαλειοποιημένη συστημική
εκπαίδευση και τους νόμους που ψηφίζονται από ελεγχόμενα νομοθετικά σώματα,
ερήμην της κοινωνίας με σκοπό την κατοχύρωση των συμφερόντων των ισχυρών, τη γρήγορη
μεγιστοποίηση του ατομικού κέρδους και την διαιώνιση της ταξικής κρατικής
κυριαρχίας τους.
Με την συγκρότησή τους σε κράτος, οι πολλές
και συχνά ανταγωνιστικές ατομικές ιδιοκτησίες/εξουσίες, καταφέρνουν να
δημιουργήσουν έναν ακόμα διαμεσολαβητή μεταξύ των εξουσιαστών και των
εξουσιαζόμενων, πέρα από το παραδοσιακό φετίχ τους[5], τον αποκαλούμενο ‘θεό,’ που θα διαιτητεύει για
την συμφωνία και την επίλυση τάχα των, μεταξύ εξουσιαστών και εξουσιαζόμενων, διαφορών
τους. Η κατάληξη αυτής της διαμεσολάβησης και συμφωνίας αποδείχτηκε ίσης
αξιοπιστίας με την συμφωνία μεταξύ λύκων και προβάτων αναφορικά με το ζήτημα
της ελεύθερης επιλογής της τροφής τους, όπου τα πρόβατα είναι ελευθέρα να τρώνε
γρασίδι και οι λύκοι είναι ελεύθεροι να τρώνε πρόβατα.
Το γρήγορο ατομικό κέρδος, όπως καταχρηστικά αποκαλείται το κοινωνικό
πλεόνασμα κι όχι μόνο, όμως επιτυγχάνεται χωρίς την συναίνεση της κοινωνίας και
ενάντιά της με κύρια εξουσιαστικά εργαλεία τους ταξικούς νόμους, την ταξική
παιδεία και τις ταξικές δυνάμεις καταστολής, γεγονός που δείχνει ότι η ταξική
εξουσία αποτελεί αντανάκλαση της ταξικής πραγματικότητας και συνεπώς δεν
έρχεται απ’ έξω, ούτε και από την ιδεολογικοπολιτική κατασκευή, δηλαδή, το
εποικοδόμημα, αλλά από τις ρίζες, από τα θεμέλια του οικονομικοκοινωνικού
οικοδομήματος που δεν είναι άλλα από το σε ποιον ανήκουν τα μέσα παραγωγής: σε
λίγα άτομα ή στο σύνολο της κοινωνίας; Κάποιοι, βέβαια, υποστηρίζουν το
αντίθετο, ότι τάχα οι σχέσεις
εξουσίας παράγονται και αναπαράγονται έξω από την οικονομία και την κοινωνία
και επικαλούνται γι’ αυτό τα επιχειρήματα των νεοκλασικών που συνδέουν την
εξουσία και τα παράγωγά της με την ‘φύση του ανθρώπου’, με την θέληση του
εξουσιαστή, ακόμα και με τη ‘θέληση του θεού’. Κάποιοι άλλοι αναζητούν την πηγή
της εξουσίας στις ‘κοινωνικές σχέσεις’, χωρίς να διευκρινίζουν τα αίτια, και
πιο συγκεκριμένα το πρωταρχικό αίτιο που γεννά και καθορίζει τις κοινωνικές
σχέσεις.
Το λάθος τους, αν δεν είναι εσκεμμένη παραπλάνηση, οφείλεται στο ότι
θεωρούν αιτία της εξουσίας τα αιτιατά της, τα παράγωγά της, γιατί εκείνο που
κάνει τον εργοδότη να εξουσιάζει πάνω στον εργαζόμενο, τον αξιωματικό πάνω στον
φαντάρο, τον προϊστάμενο πάνω στον υφιστάμενο και γενικά κάθε εξουσιαστή πάνω
στον κάθε εξουσιαζόμενο, είναι κύρια η οικονομική ή/και η δοτή ex officio υπεροχή του, η οποία υποβαθμίζει την αγάπη, τη
στοργή, την ανθρωπιά, την φροντίδα, την εξασφάλιση και το ηθικό χρέος σε
‘εξουσία’, η οποία παράγει ανισότητες, αδικίες, δουλεία, φτώχεια και εξαθλίωση.
Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που κάνει την
έννοια της εξουσίας, να είναι αρνητικά φορτισμένη, αφού, ως δράση δεν είναι
ανεξάρτητη από ιδιοτελείς και ταξικές σκοπιμότητες που συνδέονται άμεσα με τον
φόβο της ανεργίας, της πείνας, του κοινωνικού αποκλεισμού, της αδικίας, της
ταπείνωσης, της τιμωρίας, ακόμα και του θανάτου για ανυπακοή, για άσκηση κριτικής
και για αντίσταση κατά των φορέων της. Εξουσία των λίγων πάνω στους πολλούς
χωρίς οικονομική ανισότητα δεν νοείται, όπως και δεν νοείται οικονομική
ανισότητα χωρίς ατομική ιδιοκτησία πάνω στα μέσα παραγωγής.
Οι κοινωνικές σχέσεις στις ταξικές κοινωνίες, ως
σχέσεις κοινωνικής ανισότητας, δεν είναι παρά το παράγωγο των σχέσεων
οικονομικής ανισότητας, προϊόν και οι ίδιες της ανισοκατανομής των μέσων
παραγωγής. Συνεπώς η εξουσία ως έννοια και ως βίωμα δεν είναι τίποτα
περισσότερο και τίποτα λιγότερο από την ιδιότητα της ατομικής ιδιοκτησίας πάνω
στα μέσα παραγωγής, η οποία ως εξουσία πάνω σε αυτά μετασχηματίζεται σε εξουσία
πάνω στους εργαζόμενους και στην κοινωνία συνολικά.
Όπως για όλα τα φυσικά φαινόμενα υπάρχει μια αιτία
που σχετίζεται με τους σιδερένιους νόμους της Φύσης που υπαγορεύονται από την
συμπεριφορά της ύλης και της ενέργειας, έτσι κα για τα κοινωνικά φαινόμενα
υπάρχει ένας άλλος σιδερένιος νόμος που υπαγορεύεται από την σχέση της εκάστοτε
κοινωνίας με τα εκάστοτε μέσα παραγωγής. Με άλλα λόγια η εξουσία είναι η
δύναμη του προστακτικού λόγου, της εντολής που κινείται, μέσω θεσμών, δομών,
μηχανισμών, λειτουργιών και τελικά προσώπων, σταθερά από πάνω προς τα κάτω στην
κοινωνική πυραμίδα, η οποία ιεραρχείται και υπακούει αποκλειστικά στους νόμους
συσσώρευσης και συγκεντροποίησης του πλούτου που εκπορεύονται από την ατομική
ιδιοκτησία πάνω στα μέσα παραγωγής. Η εξουσία, λοιπόν, είναι έννοια και
λειτουργία συνώνυμη της ατομικής ιδιοκτησίας, δηλαδή είναι αντίκρισμα της
εμπράγματης υλικής σχέσης των μελών της κοινωνίας με τα μέσα παραγωγής.
Αυτό συμβαίνει
ιδιαίτερα με τους μεγάλους ιδιοκτήτες μέσων παραγωγής οι οποίοι δεν εξουσιάζουν
μόνο τα ιδιόκτητα μέσα παραγωγής αλλά μέσω αυτών εξουσιάζουν και τους ανθρώπους
που τα κινούν για να παράγουν πλούτο για τους εργοδότες τους, διαδικασία που
διασπά την κοινωνία σε εργοδότες και εργαζόμενους, η οποία καταλήγει σε
εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενους, σε πλούσιους και φτωχούς, σε εξουσιαστές
και εξουσιαζόμενους, σε αφεντικά και δούλους.
Αντίθετα, οι
μικροί ιδιοκτήτες, ως κάτοχοι χρήσιμων πραγμάτων, εξουσιάζουν μόνο τα πράγματα
που κατέχουν σε βαθμό που μπορεί να τα αξιοποιούν αποκλειστικά για λογαριασμό
τους για την απόκτηση ή την εξοικονόμηση του ατομικού ή του οικογενειακού τους
εισοδήματος. Το γεγονός πως οι μικροϊδιοκτήτες ταυτίζονται με την ουσιαστικά
πλασματική ιδιοκτησία τους, η οποία συνήθως είναι υποθηκευμένη στους νόμιμους ή
στους παράνομους τοκογλύφους, αυτό προφανώς δεν οφείλεται σε
ιδεολογικοπολιτικούς λόγους, αλλά:
·
πρώτον, στο γεγονός πως ότι αποκτούν, το αποκτούν και
το διατηρούν με μεγάλες δυσκολίες,
·
δεύτερον, επειδή με τα λίγα χωράφια ή τα όποια
εργαλεία και μηχανήματα αποκτούν με την προσωπική τους ή οικογενειακή τους εργασία
τα απολύτως αναγκαία για μια στοιχειωδώς υποφερτή ζωή, και
·
τρίτον επειδή η Πολιτεία παρ’ ότι τους φορολογεί
και επιτρέπει στο κεφάλαιο να τους εκμεταλλεύεται, δεν τους προσφέρει, έστω ως
αντάλλαγμα των υπηρεσιών τους, όσα χρειάζονται για την επιβίωση των οικογενειών
τους.
Αν η Πολιτεία πρόσφερε στα μέλη
της όσα χρειάζονται για μια αξιοβίοτη και αξιοπρεπή ζωή, καμιά και κανένας δεν
θα ενδιαφέρονταν για την απόκτηση ατομικής ιδιοκτησίας, η οποία αναγκάζει τους
μεν μεγάλους ιδιοκτήτες να γίνονται αντικοινωνικοί, εκμεταλλευτές και
εγκληματίες και τους μικρούς ιδιοκτήτες να γίνονται δούλοι και βορά της μεγάλης
ιδιοκτησίας και του ταξικού της κράτους.
Μόνο η αναλογική
οικονομική και κοινωνική ισότητα, θεμελιωμένη πάνω στην κοινωνικοποίηση των
μέσων παραγωγής, στην κοινωνική αυτοδιαχείριση και στην άμεση δημοκρατία μπορεί
να οδηγήσει στην έξοδο από την καπιταλιστική παρακμή και βαρβαρότητα και στη
σωτηρία της κοινωνίας/ανθρωπότητας και του πλανήτη που απειλείται με ερήμωση.
