Η ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ

14.2 C
Athens
Παρασκευή, 5 Δεκεμβρίου, 2025

Η AI ζητάει συγγνώμη: Ελληνικές οι λέξεις άνθος, λουλούδι και flower…

Της συγγραφέως Θεοφανώς Πολυμέρη

Δὲν πιστεύω νὰ εἶστε τίποτα ἀγράμματοι καὶ νὰ μὴ ξέρετε ὅτι ἡ λέξις «ἄνθος» προέρχεται … (καὶ ἀντιγράφω ἀπὸ τὴν google ΑΙ / τεχνητὴ νοημοσύνη): «από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂endʰos. Συσχετίζεται με συγγενικές λέξεις σε άλλες γλώσσες, όπως:

Ἡ σύγχρονη γλωσσολογία ἔτσι λειτουργεῖ! Τσουβαλιάζει λέξεις ἀπὸ ἀνόμοιες γλῶσσες διαφορετικῶν χρονολογικῶν περιόδων καὶ ἐξισώνει ἀρχαῖες ἑλληνικὲς μὲ … ἀλβανικές!

Προφανῶς μιλᾶμε γιὰ Λογικὸ σφάλμα στὴν μέθοδο. Ἐμεῖς, λοιπὸν, ἐπιμένουμε στὴν ἐτυμολογικὴ μέθοδο τῶν «παλαιῶν» καὶ «ἀδαῶν» καὶ ὄχι τῶν συγχρόνων «ἐμπιστημόνων»…

Ἡ Ἑλληνικὴ γεννήθηκε ἀπὸ ἠχοποίητα μονοσύλλαβα ρήματα καὶ ἡ λατινικὴ εἶναι ἡ αἰολικὴ διάλεκτός της (παραποιημένη), ποὺ ὡμιλεῖτο στὴν Θεσσαλία, τὴν Βοιωτία καὶ ἀλλοῦ, ὅπως πιστοποιεῖ ὁ ἱστορικὸς Διονύσιος Αλικαρνασσεύς, οἱ ρωμαῖοι ρήτορες καὶ συγγραφεῖς Κουιντιλιανός, Βάρρων, Κικέρων καὶ τόσοι ἄλλοι.

Ὅταν βέβαια ἀναφέρεις στὸ ΑΙ τὸ Λεξικὸ Μονοσυλλάβων Ρημάτων τοῦ γραμματικοῦ Φιλοξένου, γράφει πὼς δὲν ὑπάρχει, μέχρι ποὺ τοῦ ζητᾶς νὰ ψάξῃ στὸν TLG (πλατφόρμα ἀρχαίων ἑλληνικῶν κειμένων)…

Τότε ζητάει συγγνώμη(!) καὶ παραδέχεται ὅτι εἶναι διαφορετικὴ ἡ νέα ἐτυμολογικὴ προσέγγισις ἀπὸ ὅ,τι ἦταν παλαιότερα.

Ὅταν ρωτᾶς ποιὲς εἶναι οἱ προθέσεις στὰ ἰνδοευρωπαϊκά; Δὲν ὑπάρχουν, γράφει… Ὅταν ἀναφέρεις τὴν σύνθετη ὁμηρικὴ λέξι «δυσαριστοτόκεια» (ἡ Θέτις αὐτοπροσδιορίζεται ὡς «δύστυχη ποὺ γέννησε τὸν ἄριστο»), καὶ ζητᾶς μία τέτοιου ἐπιπέδου σὲ ἄλλη γλῶσσα τῆς ἴδιας περιόδου, «δὲν ὑπάρχει» ξαναγράφει… Εἶναι σὰν νὰ ἐπικοινωνῇς μὲ σχιζοφρενῆ…

Οἱ Αλβανοὶ, οι οποίοι ἀναφέρονται στην AI ἐντελῶς ἄστοχα, ὅταν οἱ Ἕλληνες περνοῦσαν τὸ «ἄνθος» στὴν επιστήμη τῆς Βοτανικῆς μὲ τὸν Θεόφραστο τὸ 300 π.Χ, ὅταν ὁ Ἀριστοτέλης ἔστελνε στὸν Μέγιστο Ἀλέξανδρο φυτὰ ἀπὸ ὅλην τὴν Ἀσία, ὥστε σήμερα φύονται στὸν τόπο μας 7.500 εἴδη, μεταξύ τῶν ὁποίων φυτὰ ἀπὸ ἐκείνους τοὺς μακρυνοὺς χρόνους καὶ τόπους, ζοῦσαν σὲ ἀγέλες στὸν Καύκασο, ἀπ’ ὅπου κουβαλήθηκαν αἰῶνες μετὰ στὴν Ἑλληνικὴ χερσόνησο, που ονομάσθηκε Βαλκανική.

Ἂς διαβάσουμε τὶ γράφει τὸ Μέγα Ἐτυμολογικὸν Λεξικὸν (παραπάνω φωτ.) τοῦ 10ου αἰῶνος: «ἄνθος ἐκ τοῦ ἄνω θέω (ὁρμῶ) καὶ τρέχω ἐν τῷ αὔξεσθαι», δηλαδὴ μεγαλώνει ὁρμῶντας πρὸς τὰ πάνω.

Anthology, anthophile, anthotype, εἶναι λίγες ἀπὸ τὶς λέξεις στὴν ἀγγλικὴ ποὺ χρησιμοποιοῦν στὴν σύνθεσι τὸ δικό μας «ἄνθος».

Ὅσο γιὰ τὸ flower, ἐκ τοῦ ἑλληνικοῦ «χλόη». Τὸ ὁμολογοῦν οἱ γλωσσολόγοι τοῦ Cambridge (1828 – παραπάνω φωτ.), ὅταν δὲν ἐπικρατοῦσε παράνοια καὶ κόμπλεξ μπροστὰ στὴν ἀλήθεια.

Το δὲ «λουλοῦδι», ποὺ ἐπίσης βλακωδῶς θεωρεῖται ἀλβανικὴ λέξις(!)[1], προκύπτει ἐκ τῆς ἀρχαίας λέξεως «λείριον», ποὺ σημαίνει ἄνθος. Τὸ μικρὸ λείριον εἶναι λειρίδιον, διὰ τῆς ἐναλλαγῆς (ρο – λάμδα, λ.χ. ἀδερφὸς καὶ ἀδελφὸς) γίνεται «λειλίδιον» καὶ παραφραζόμενο λουλούδιον.

«Ἄγει δὲ πρὸς φῶς τὴν ἀληθείαν χρόνος…» (Μένανδρος).

ΠΗΓΗ: ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 29.11.2025.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

  • ἄνθος, -εος, τό· γεν. πληθ. ἀνθέων, ακόμα και στην Αττ. I. 1. άνθος, λουλούδι, μπουμπούκι, σε Όμηρ. κλπ. 2. γενικά, οτιδήποτε εμφανίζεται στην επιφάνεια, αφρός, άφρισμα. II. μεταφ., 1. το άνθος ή ακμή της ζωής, ἥβης ἄνθος, σε Ομήρ. Ιλ.· ὥρας ἄνθος, σε Ξεν.· χροῖας ἄνθος, η ακμή της επιδερμίδας, σε Αισχύλ.· επίσης, η ακμή στρατεύματος και παρομοίως, σε Αισχύλ., Θουκ.· τὸ σὸν ἄνθος, η δική σου περηφάνεια ή τιμή, σε Αισχύλ. 2. το ύψος ή ύψιστο σημείο οποιουδήποτε πράγματος, καλού ή κακού, ἔρωτος, στον ίδ.· μανίας, σε Σοφ. III. φωτεινότητα, λαμπρότητα, σε Θέογν.· στον πληθ., τα φωτεινά χρώματα, σε Πλάτ.· ἁλὸς ἄνθεα, δηλ. το μωβ, σε Ανθ.
  • ἀνθοσμίας, -ου, ὁ (ἄνθος, ὀσμή), αρωματικός, εύοσμος από λουλούδια, λέγεται για το κρασί, οἶνος ἀνθ., με ένα όμορφο «μπουκέτο», σε Αριστοφ.· ομοίως, ἀνθοσμίας μόνο του, σε Ξεν., Λουκ.
  • ἀνθοσύνη, ἡ (ἄνθος), άνθηση, πλούσια βλάστηση, ανάπτυξη, σε Ανθ. – ΠΗΓΗ: LS.
  • ἄνθος: -εος, ους, τό, γεν. πληθ. ἀνθέων, ἐν χρήσει παρ’ Ἀττ. ἀντὶ τοῦ ἀνθῶν (πρὸς διάκρισιν ἀπὸ τοῦ ἀνθ’ ὧν καὶ τῆς μετοχ. τοῦ ῥήματος ἀνθέω, ἀνθῶν), Σοφ. Ἠλ. 896, Ἕρμιππ. ἐν «Ἀθηνᾶς γοναῖς» 3 καὶ 4, Εὔβουλ. ἐν «Στεφανοπώλισιν» 3, Ἀρισταγ. ἐν «Μαμμακύθῳ» 3 – 7· ἀλλ’ ἀνθῶν Φερεκρ. ἐν «Δουλοδιδασκάλω» 7. Πιθαν. ἐκ √ΑΘ μετὰ παρεντεθειμένου Ν· πρβλ. ἀνθέω, ἄνθη, κτλ., ἀνθερεών, ἀνθέριξ, πρὸς τὰ ἀθήρ, ἀθάρη, καὶ ἴσως πρὸς τὰ Ἀθήνη, Ἀθῆναι· πρβλ. Σανσκρ. andhas (herba)· ὡσαύτως ἴσως Λατ. ador, adoreus. Ἴδε ὡσαύτως ἀνήνοθε). ἄνθος, πέτονται ἐπ’ ἄνθεσιν εἰαρινοῖσιν Ἰλ. Β. 89· ὑακινθίνῳ ἄνθει ἐοικὼς Ὀδ. Ζ. 231· βρύει ἄνθεϊ λευκῷ Ἰλ. Ρ. 56· τέρεν’ ἄνθεα ποίης Ὀδ. Ι. 449· ἐπ’ ἄνθεσιν ἵζειν Ἀριστοφ. Ἱππ. 403· δένδρα καὶ ἄνθη καὶ καρπούς Πλάτ. Φαίδων 110D· ἡ κατ’ ἄνθη δίαιτα ὁ αὐτ. Συμπ. 196Α· ἄνθεα τεθρίππων, οἱ ἐξ ἀνθέων στέφανοι, οἱ περικοσμοῦντες αὐτά, Πινδ. Ο. 2. 91, πρβλ. 7. 147. 2) ἡ ἄνθησις, ὁ καρὸς τῆς ἀνθήσεως, κουρήιον ἄνθος ἔχουσαι, Ρουγκ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 108. 3) πᾶν ἐρύθημα ἢ ἐξάνθημα τοῦ προσώπου, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 185, ἴδε ἐν λ. ἐξανθέω: ἄνθος οἴνου, Λατ. flos vini, εἶδός τι εὐρῶτος (μούχλας) σχηματιζομένου ἐπὶ οἴνου λίαν παλαιοῦ, ἢ ἀφρὸς ὅστις καὶ νῦν ὀνομάζεται ἄνθος, διακρίνουσι δὲ ἐξ αὐτοῦ οἱ εἰδήμονες τὴν κατάστασιν τοῦ οἴνου: «ἔστι δοκιμάσαι τὸν οἶνον καὶ ἀπὸ τοῦ ἐπικειμένου καὶ ἐπιπολάζοντας αὐτῷ ἄνθους· ἐὰν ἐπιγένηται πορφυρίζον ἄνθος πλατὺ καὶ μαλακόν, ἀσφαλέστερός ἐστιν ο οἶνος, ἐὰν δὲ γλοιῶδες εἴη τὸ ἄνθος, οὐκ ἀγαθόν», κτλ. Γεωπ. VII. 15. 6· χαλκοῦ ἄνθος, ἴδε ἐν λ. χαλκός. ΙΙ. μεταφ., τὸ ἄνθος ἢ ἡ ἀκμὴ τῆς ἡλικίας, ἥβης ἄνθος Ἰλ. Ν. 484· ἥβης… ἐπ’ ἄνθεσι Σόλων 21· ὥρας ἄνθος Ξεν. Συμπ. 8, 14· καλὸν ἄνθος ἔχων Θεόγν. 994· σταθευτὸς δ’ ἡλίου φοίβῃ φλογὶ χροιᾶς ἀμείψεις ἄνθος, θ’ ἀπολέσῃς τὴν ἀνθηρότητα τῆς χροιᾶς σου, Αἰσχύλ. Πρ. 23· τὸ τοῦ σώματος ἄνθος, ἡ νεανικὴ αὐτοῦ ἀνθηρότης, Πλάτ. Συμπ. 183Ε· ὅταν [τὰ πρόσωπα] τὸ ἄνθος προλίπῃ ὁ αὐτ. Πολ. 601Β: – ὡσαύτως, τὸ ἄνθος στρατοῦ, κτλ., ἄνθος Ἀργείων Αἰσχύλ. Ἀγ. 197· ἄνθος Περσίδες αἴας ὁ αὐτ. Πέρσ. 59, πρβλ. 252. 925, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 878· ὅ τι περ ἦν αὐτῶν ἄνθος ἀπωλώλει Θουκ. 4. 133, πρβλ. Ἑρμστερουσίου Λουκ. 1. 171· ἄνθεα ὕμνων νεωτέρων, τὰ ἐκλεκτότατα τῶν νέων ᾀσμάτων, Πινδ. Ο. 9. 74· τὸ σὸν γὰρ ἄνθος, παντέχνου πυρὸς σέλας, τὸ σὸν ἐξαίρετον γέρας, Αἰσχύλ. Πρ. 7: – τὰ ἄνθῃ, ἐκλεκτὰ χωρία ἢ ταμάχια, γλαφυρὰ ἀποσπάσματα συγγραφέων, Ἀνθ. Πλαν. 274, Κικ. πρὸς Ἀττ. 16. 11, 1. 2) ἀκμή, τὸ ὕψιστον σημεῖον παντὸς πράγματος καλοῦ ἢ κακοῦ, δηξίθυμον ἔρωτος ἄνθος Αἰσχύλ. Ἀγ. 744· ἀκήλητον μανίας ἄνθος Σοφ. Τρ. 1000· πρβλ. ἀνθηρὸς 1. ἐν τέλ. ΙΙΙ. λαμπρότης, στιλπνότης, οἵα ἡ τοῦ χρυσοῦ, αἰεὶ δ’ ἄνθος ἔχει καθαρὸν Θέογν. 452: ἐντεῦθεν κατὰ πληθ. λαμπραὶ βαφαί, ἀνθηρὰ χρώματα, Meineke Ἕρμιππ. ἐν «Ἀθηνᾶς γοναῖς» 4· ἱμάτιον πᾶσιν ἄνθεσι πεποικιλμένον (λουλαδατο) Πλάτ. Πολ. 557C: – ἰδίως ἐπὶ τῆς πορφύρας, καθ’ ἐν., αὐτόθι 429D, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 15, 6· ἀλὸς… ἄνθεσι Ἀνθ. Π. 6. 206· ἴδε Βέλκερ. εἰς Φιλοστρ. Εἰκόν. σ. 11, 14, καὶ ἴδε ἄνθινος ΙΙ. – ΠΗΓΗ: Liddell-Scott J.
  • χλόη: ης, Δωρ. χλόα, Ιων. χλοίη [< χλόFη) και χλοῦς (< χλόFος)] (ἐν λυρ. χωρίοις τοῦ Εὐρ. Ἱππολ. 1138, Ἰφ. ἐν Αὐλ. 1058, κ. ἀλλ.)˙- τὰ πρῶτα πρασινωπὰ βλαστήματα τῶν φυτῶν κατὰ τὸ ἔαρ, μάλιστα δὲ νεόβλαστος σῖτος ἢ χόρτος, Ἡρόδ. 4. 34. Εὐρ. Ἱππόλ. 1138, Ἰφ. ἐν Αὐλ. 422, κλπ.˙ χλόην νέμεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 735˙ ποτὸν ἀπὸ χλόης Ἱππ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 394˙ κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς καρπούς, Πλάτ. Τίμ. 80Ε˙ χλόης γενομένης ἀπὸ τοῦ σπέρματος, ἐπὶ νεοβλάστου σίτου, Λατ. seges in herba, Ξεν. Οἰκον. 17, 10˙ οὕτως, ἐν χλόῃ ἢ ἐν τῇ χλ., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐν σπέρμασιν, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 4. 4, 7, πρβλ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 8. 2, 4· πιαίνονται βόες χλόῃ κυάμων Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 8. 7, 1. 2) ποιητ., ἡ πρώτη βλάστησις τῶν δένδρων, τὸ φύλλωμα κατὰ τὴν ἀρχὴν τῆς βλαστήσεως, φύλλα, χλ. ἀμπέλου Εὐρ. Βάκχ. 12, πρβλ. Ἱκ. 258, Ἴωνα 1435, Ἑλ. 180. 1360. 3) λαχανικόν, χόρτον, Ἀντιφάν. ἐν «Ἀγροίκῳ» 1, 5˙ «λιπαρὸς (λάβραξ) ἑφθὸς ἐν χλόῃ» Σωτάδης ἐν «Ἐγκλειομέναις» 1. 9, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπίθ. τῆς Δήμητρος ὡς προστάτιδος τοῦ νεοβλάστου σίτου, Ἀριστοφ. Λυσ. 836˙ πρβλ. εὔχλοος. (Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης παράγονται καὶ αἱ λ. χλόος, χλοερός (χλωρός), πρβλ. Σανσκρ. har-is (viridis), har-inas· Ζενδ. zair-ina (κιτρινοπράσινος), Λατ. hel-vus, hel-veolus (gilvus?), ol-us ἢ hol-us, καὶ ἴσως fla-vus· Ἀρχ. Σκανδιν. gul-r, Ἀγγλο-Σαξον. geol-u (κίτρινος, Ἀγγλ. yellow)˙ Ἀρχ. Γερμ. gël-o (κίτρινος) grô-ju (vireo)˙ Ἀρχ. Σαξον. grô-ni (πράσινος, Ἀγγλ. green)˙ Σλαυ. zel-ije (olera), zel-enu (viridis)˙ Λιθ. zál-ies, gel-tas (viridis), zol-e (herba)). – ΠΗΓΗ: Liddell-Scott J.

[1] «αλβ. l’ul’e, αν δεν πρόκειται για συμφυρμό τών λειρίδιον και λειλίδιον. Κατ’ άλλους, < μσν. λίλι(ον) < λατ. lilium = το κρίνο»!!!

συγγνωμη αρχαιες ελληνικες λεξεις ανθος, λουλουδι flower αρχαια Ελληνικη λεξις ετυμολογια ανθους, ετυμολογια λουλουδιου Πολυμερη google ΑΙ / τεχνητη νοημοσυνη πρωτοινδοευρωπαικη ριζα h₂endʰos γλωσσες, σανσκριτικη μυθικο ιερο φυτο, ποα, βοτανο αλβανικη ende παλαια αρμενικη λιβαδι αρμενια αλβανια γλωσσολογια γλωσσα αλβανικες λογικο σφαλμα μεθοδος ετυμολογικη ηχοποιητο μονοσυλλαβο ρημα ηχοποιητα μονοσυλλαβα ρηματα λατινικη αιολικη διαλεκτός παραποιηση Θεσσαλια, Βοιωτια αρχαιος ιστορικος Διονυσιος Αλικαρνασσευς, ρωμαιος ρητορας συγγραφεας Κουιντιλιανος, Βαρρων, Κικερων Λεξικο Μονοσυλλαβων Ρηματων γραμματικος Φιλοξενος TLG αρχαια ελληνικα κειμενα προθεσεις προθεση ινδοευρωπαικα συνθετη ομηρικη λεξη αμεταφραστη αμεταφραστος δυσαριστοτοκεια θεα θετιδα Θετις αυτοπροσδιορισμος δυστυχη γεννηση γεννα αριστος σχιζοφρενεια αλβανοι αρχαιοι ελληνες επιστημη βοτανικη Θεοφραστος 4ος 300 πΧ αριστοτέλης Μεγας αλεξανδρος φυτα ασια, ειδη φυτων, αγελη Καυκασος, ελληνικη χερσονησος, Βαλκανικη Μεγα ετυμολογικον Λεξικον 10ος αιωνας ανω θεω ορμω τρεχω εν τω αυξεσθαι ανθολογια ανθοφιλια αγγλικη συνθεση flower, ελληνικο χλοη φλορα flora χλωρις χλωριδα γλωσσολογος καιμπριτζ Cambridge 19ος μχ 1828  λουλουδια αλβανικη λειριον λειριο λειριδιον, λειριδιο εναλλαγη γραμμα ρ – λ λαμδα, διγαμμα διγαμα F λειλιδιον λειλιδιο παραφραση λουλουδιον αγω φως αληθεια χρονος Μενανδρος ανθεων, Αττικη μπουμπουκι, ομηρος επιφανεια, αφρος, αφρισμα ακμη ζωη ηβη Ομηρου Ιλιας ωρα Ξενοφων χροια επιδερμιδα Αισχυλος στρατευμα Θουκυδιδης σον περηφανεια τιμη υψος υψιστο σημειο καλο κακο ερωτας, ερως μανια Σοφοκλης φωτεινοτητα, λαμπροτητα, Θεογνις φωτεινο χρωμα Πλατων αλς ανθεα, μωβ, ανθοσμιας οινος οσμη αρωματικος, ευοσμος λουλουδια, κρασι μπουκετο Αριστοφανης Λουκιανος ανθοσυνη, ανθηση, βλαστηση, αναπτυξη, ανθεω, ανθων ερμιππος αθηνα γονη ευβουλος Στεφανοπωλισις αρισταγορας Μαμμακυθος Φερεκρατης Δουλοδιδασκαλος ριζ ΑΘ- αθ- παρεντεθειμενο ανθερεων, ανθεριξ, αθηρ, αθαρη, αθηνη, αθηναι andhas herba λατινικα ador, adoreus ανηνοθε ανθεσιν ειαρινοισιν εαρ υακινθινο ανθει οδυσσεια λευκο τερεν’ ανθεα ποιης δενδρο καρπος Πλατωνας διαιτα τεθροππο στεφανος περικοσμηση Πινδαρος ανθησις, καρος κουρηιον κουρηιο υμνος ομηρικος εις Δημητρα ερυθημα αξανθημα προσωπο, ιπποκρατης εξανθεω ειδος ευρωτος ευρωτας μουχλα παλαιος αφρος δοκιμη επιπολαζων πορφυρο πλατυ μαλακο ασφαλεστερος γλοιωδες αγαθο Γεωπονικα χαλκος Σολων σταθευτος ηλιος φοιβη φλογα χροια ανθηροτητα σωμα νεανικη προλιπη στρατος αργειων αργειοι αργος Περσιδες Ευριπιδης ερμστερουσιος ανθεα υμνων νεωτορος εκλεκτοτατο νεωο ασμα παντεχνο πυρος σελας, πυρ εξαιρετο γερας, εκλεκτο χωριο ταμαχιο γλαφυρο αποσπασμα συγγραφευς δηξιθυμον ερωτος ακηλητον λαμπροτης, στιλπνοτης, χρυσος καθαρος λαμπρη βαφη ανθηρα χρωματα, ιματιον ανθεσι πεποικιλμενο πορφυρα Φιλοστρατος ανθινος χλοη δωρικα χλοα, Ιωνικα χλοιη, Δωριεις χλοFη χλους χλοFος λυρικο πρωτο πρασινωπο βλαστημα ανοιξη νεοβλαστος σιτος σιταρι χορτος, ηροδοτος ποτο σπερμα βοας κυαμος πρωτη δενδρο φυλλωμα φυλλο αμπελος λαχανικο αντιφανης λιπαρος λαβραξ λαβρακι εφθος Σωταδης εγκλειομενη επιθετο επιθετα Δημητρος θεα Δημητρα προστατις ευχλοος χλοος, χλοερος χλωρος haris viridis, harinas Ζενδικα zairina κιτρινοπρασινος helvus, helveolus gilvus olus holus, flavus αρχαια Σκανδιναβικα gulr, αγγλοΣαξονικα geolu κιτρινος, αγγλικα yellow Γερμανικα gelo κιτρινο groju vireo σαξωνικα groni πρασινος, green σλαβικα zelije olera zelenu λιθουανικα zalies, geltas zole herbal herba lule, λουλε συμφυρμος λιλιον λιλιο lilium κρινος κρινο

author avatar
Γιώργος Λεκάκης

Σχετικά Άρθρα

Γιατί η λέξη «ΝΟΜΙΜΟΝ» διαβάζεται ίδια και από τις δύο πλευρές

Του καθηγητή Αντώνη Α. Αντωνάκου Ἡ ἑλληνικὴ λέξη «ΝΟΜΙΜΟΝ» εἶναι...

Τι σχέση έχει η Αμφίπολη, με την Ολυμπιάδα, την Ολυμπία και τον Μέγα Αλέξανδρο;

Του συγγραφέα Βασίλη Μακαρίου Την άποψη μου και την μέθη...

Ο ΕΛΛΗΝΑΣ και οι «ΕΝΤΙΜΟΙ» ΕΠΙΚΡΙΤΕΣ του

Του συγγραφέα Σωκράτη Β. Σίσκου Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής...

Από την αρχαία ελληνική μακαρία, το μελομακάρονο – τι συμβολίζει

Της δρ. Γεωργίας Κατσογριδάκη, διαιτολόγου – διατροφολόγου Το μελομακάρονο αποτελεί...