Η ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ

14.2 C
Athens
Παρασκευή, 5 Δεκεμβρίου, 2025

Η «αγγλική» λέξη chicory, για το ραδίκι, τον «φίλο του συκωτιού», είναι αρχαία ελληνική

Του Δημήτρη Συμεωνίδη JP, δημοσιογράφου / ανταποκριτού Ε.Σ.Ε.Μ.Ε.

(Ένωση Συντακτών Ευρωπαϊκών Μέσων Ενημέρωσης)

Το κιχώρια είναι γνωστά σήμερα ως ραδίκια, αντίδια και μάλιστα σε ορισμένες περιοχές τα λένε τσικούρια. Μερικοί λένε ότι η λέξη έχει αιγυπτιακή προέλευση Όμως οι Αιγύπτιοι την λέξη την λένε Ηindiba. (Το “αντίδι” στα λατινικά λέγεται “endivia”, που προέρχεται από την αρχαία Ελληνική λέξη ἔντυβον). Το αραβικό λεξικό του Αιώνα αναφέρει ότι το hindiba είναι «φαινομενικά ευρωπαϊκής προέλευσης».

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΠΕΡΙ ΚΙΧΩΡΙΟΥ, ΕΔΩ.

Το ραδίκι είναι γνωστό από τους αρχαίους χρόνους και αναφέρεται στον πάπυρο του Ebers 3.550 χρόνια πριν από σήμερα. Ο Θεόφραστος, ο Διοσκορίδης(*) και ο Πλίνιος αναφέρονται στο είδος αυτό με τις ονομασίες κιχόρη ή κιχόριον το εντετμημένον, ήμερος σέρις, πικρίδα, κ.ά. Ο Γαληνός το ονομάζει «φίλο του συκωτιού».

Μερικοί ισχυρίζονται ότι ή λέξη είναι αγνώστου προέλευσης. Πάντως την στιγμή που οι αρχαίοι Έλληνες είχαν την ονομασία κιχώριον και από αυτήν την λέξη οι Λατίνοι έφτιαξαν την λέξη Cichoreum και οι Γάλλοι την λέξη chicorée, η λέξις αυτή έχει ελληνική προέλευση δηλαδή ρίζα ελληνική.[1]

Αρχαίες Ελληνικές Πηγές:

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ – Alexander Med., Therapeutica – Vol. 2,459,8: Εἰ δὲ καὶ πυρέττουσιν οἱ ἔχοντες τὸν ὕδερον, οὐ δεῖ πάνυ τοῖς θερμαίνουσι κεχρῆσθαι οὔτε ἐπὶ τῶν σπλάγχνων οὔτε ἐπὶ τῶν ἐδεσμάτων ἢ πομάτων ἢ ἀντιδότων ἢ καθαρτηρίων, ἀλλ’ ἀρκεῖ τῶν μὲν λαχάνων λαμβάνειν τό τε ἴντυβον καὶ τὸ τρώξιμον ἢ καυκαλίδα ἢ γιγγίδα μιγνυμένην τούτοις καὶ κιχώριον δὲ μάλιστα ἢ τῶν σελίνων τὰς κεφαλάς.

ΓΑΛΗΝΟΣGalenus Med., De compositione medicamentorum secundum locos, x,12,574,3: κιχώριον, τὸ Ῥωμαϊστὶ καλούμενον ἴντυβον λάχανον, ἐπιτίθει τῇ τοῦ πάσχοντος κεφαλῇ, καὶ μάλιστα ἐὰν ἀπὸ ἐγκαύσεως ἀλγῇ.

ΝΙΚΑΝΔΡΟΥ ΣΧΟΛΙΑΣΤΗΣ Scholia In Nicandrum, Scholia et glossae in Nicandri alexipharmaca (scholia vetera et recentiora), Scholion 429a,1: κίχορα δὲ καὶ καρδαμίδας· εἴδη λαχάνων.

ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΗΣ(*)Dioscorides Pedanius Med., De materia medica (recensiones e codd. Vindob. med. gr. 1 + suppl. gr. 28; Laur. 73, 41 + 73, 16 + Vind. 93) “Pedanii Dioscuridis Anazarbei de materia medica libri quinque, vols. 1–2”, Ed. Wellmann, M. Berlin: Weidmann, 1:1907; 2:1906, Repr. 1958. 3,64a,11: ἱεράκιον τὸ μικρόν· οἱ δὲ καὶ τοῦτο σογχίτην καλοῦσιν, οἱ δὲ ἔντυβον ἄγριον, Ῥωμαῖοι ἴντουβουμ ἀγρέστεμ, Ἄφροι σιθιλεσαδέ. ὁ δὲ χυλὸς καταρροφούμενος δηγμὸν στομάχου πραΰνει

Ιστορικά Σημαντικά Στοιχεία

Αρχαία Αίγυπτος: Το ραδίκι χρησιμοποιούνταν για ιατρικούς σκοπούς, συμπεριλαμβανομένων των φύλλων, των ριζών και των λουλουδιών του, και μπορεί να είναι η προέλευση του ίδιου του ονόματος “ραδίκι” από την αιγυπτιακή λέξη “Ctchorium, σύμφωνα με ορισμένους μελετητές.

Η λέξη «Cichorium» είναι το όνομα του γένους για το ραδίκι και, ενώ δεν απαντάται άμεσα ως αιγυπτιακή λέξη, έχει ρίζες στην αρχαία αιγυπτιακή γλώσσα και κουλτούρα. Η αιγυπτιακή λέξη «tybi», που αναφέρεται στον μήνα Ιανουάριο, θεωρείται ότι είναι πρόδρομος της λατινικής λέξης «intybus», η οποία αποτελεί μέρος της επιστημονικής ονομασίας του ραδικιού. Επιπλέον, το ίδιο το ραδίκι χρησιμοποιούνταν ιατρικά και μαγειρικά από τους αρχαίους Αιγυπτίους, υποδεικνύοντας την εξοικείωσή τους με το φυτό.[2]

Σύμφωνα με τα παραπάνω την λέξη αυτή δεν την έχουν βρεί στην αρχαία αιγυπτιακή γλώσσα!

Αρχαία Ελλάδα και Ρώμη: Τα φύλλα του ραδικιού καταναλώνονταν σε σαλάτες.

Μεσαιωνική Ευρώπη: Οι ρίζες του ραδικιού χρησιμοποιούνταν ως υποκατάστατο του καφέ κατά τη διάρκεια της έλλειψης καφέ.

18ος αιώνας: Η χρήση του ραδικιού ως πρόσθετου καφέ έγινε ευρέως διαδεδομένη στην Ευρώπη, ιδιαίτερα στην Πρωσική Αυτοκρατορία, όπου χρησιμοποιήθηκε για τη μείωση της κατανάλωσης καφέ.

19ος αιώνας: Το ραδίκι έγινε μια δημοφιλής προσθήκη στον καφέ στη Γαλλία και η καλλιέργειά του για τον σκοπό αυτό επεκτάθηκε.

20ός αιώνας: Η χρήση του ραδικιού ως υποκατάστατου του καφέ μειώθηκε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά η χρήση του σε τρόφιμα και ποτά ως πηγή ινουλίνης έχει αυξηθεί.

Φίλιπ νησος, Αυστραλία: Η καλλιέργεια ραδικιού για καφέ ξεκίνησε στα τέλη του 19ου αιώνα, με τον πρώτο κλίβανο να κατασκευάζεται το 1873.

  • Τα ραδίκια ανήκουν στην κατηγορία cichorium και διακρίνονται σε πάρα πολλά είδη όπως το άγριο, το ήμερο (ή αλλιώς αντίδι), το σταμναγκάθι, το ιταλικό, το ραντίκιο, το Witloof ή Βρυξελλών. Κοινό χαρακτηριστικό τους είναι η πικρή τους γεύση, που τους δίνει και ιδιαίτερη νοστιμι. Τα ραδίκια είναι χειμερινά φυτά (φθινόπωρο – άνοιξη). Υπάρχουν σε όλο στο βόρειο ημισφαίριο.

Καταναλώνονται άμεσα, αφού η θρεπτική τους αξία χάνεται πολύ γρήγορα. Τρώγονται ωμά σε σαλάτες συχνά ανακατεμένα με άλλα σαλατικά ή βραστά με λάδι και λεμόνι. Μαγειρεύονται και με κρέας, γίνονται σούπες ή αποτελούν τη γέμιση για χορτόπιττες. Επίσης χρησιμοποιούνται οι ρίζες αποξηραμένες, μόνες τους ή μαζί με το φυτό. Με βοτανοθεραπευτική δράση. Εάν δεν βραστούν την ίδια ημέρα, πρέπει να φυλαχθούν στο κάτω μέρος του ψυγείου, κλεισμένα σε αεροστεγείς σακκούλες, κατάλληλες για τρόφιμα, από τις οποίες θα αφαιρεθεί ο αέρας. Πρέπει να γίνεται καθαρισμός, χωρίς να πλυθούν, γιατί η υγρασία ευνοεί τον πολλαπλασιασμό των μικροοργανισμών που υπάρχουν σ’ αυτά, με αποτέλεσμα να χαλάσουν. Το πλύσιμο γίνεται σε κρύο νερό. Δεν πρέπει να τα αφήνουμε να μουσκεύουν για πολύ ώρα, γιατί πολλά συστατικά τους διαλύονται στο νερό και έτσι μειώνεται η θρεπτική αξία τους. Το πλύσιμο θα πρέπει να γίνεται προσεκτικά. Αν τα χόρτα υποψιαζόμαστε ότι προέρχονται από βοσκότοπους ή τα έχουν επισκεφτεί σκυλιά είναι πιθανόν να έχουν κολλήσει επάνω τους αυγά παράσιτων (τσιμπούρια, εχινόκοκκος). Πρέπει να τα μουσκεύσουμε πρώτα σε ξιδόνερο, για να διευκολύνουμε την αποκόλληση των απορριμμάτων.

  • Ουσίες που συμβάλλουν στην πικράδα του φυτού είναι κυρίως οι δύο σεσκιτερπενικές λακτόνες, η λακτουκίνη και η λακτουκοπικρίνη. Άλλα συστατικά του ραδικού: ασκουλετίνη, ασκουλίνη, κιχοριίνη, ουμπελιφερόνη, σκοπολετίνη, η 6,7-διυδροκουμαρίνη, γλυκοσίδες. Η ρίζα του περιέχει ινουλίνη (έναν πολυσακχαρίτη παρόμοιο με το άμυλο).

Ραδίκι: δημοφιλής ονομασία ενός κοινού φυτού με μπλε άνθη (Cichorium intybus) που καλλιεργείται για τη ρίζα του, τέλη 14ου αιώνα, cicoree (σύγχρονη μορφή από τα μέσα του 15ου αιώνα), από την παλαιά γαλλική cicorée “αντίδι, ραδίκι” (15ος αιώνας, Σύγχρονη γαλλική chicorée), από τη λατινική cichoreum, από την ελληνική kikhorion (πληθυντικός kikhoreia) “αντίδι”, η οποία είναι άγνωστης προέλευσης. Ο Klein(*) υποδηλώνει μια σύνδεση με την παλαιά αιγυπτιακή keksher “ραδίκι” (το φυτό λέγεται ότι καλλιεργούνταν και χρησιμοποιούνταν στην αρχαία Αίγυπτο). Η σύγχρονη αγγλική μορφή προέρχεται από γαλλική επιρροή. Συγκρίνετε: αντίδι, επίσης από τα τέλη του 14ου αιώνα.[3]ΠΗΓΗ: On Line Etymology Dictionary – Μετάφραση στα Ελληνικά από τον Δ. Συμεωνίδη.

Αντίδι: «φυτό σαλάτας που μοιάζει με μαρούλι της οικογένειας των μαργαριτών»· στις ΗΠΑ, «λευκασμένοι βλαστοί του Cichorium intybus» (ένα φυτό που συγγενεύει με το Cichorium endiva, το βρετανικό «αντίβ»), τέλη 14ου αιώνα, από την παλαιά γαλλική λέξη αντίδι (14ος αιώνας), από τη μεσαιωνική λατινική λέξη endivia ή μια σχετική ρωμαϊκή πηγή, από την λατινική λέξη intibus. Αυτό πιθανώς συνδέεται με κάποιο τρόπο με την μεσαιωνική ελληνική λέξη entybon, η οποία, σύμφωνα με τον Klein(*), ίσως είναι ανατολικής προέλευσης (συγκρίνετε το αιγυπτιακό tybi = Ιανουάριος, την εποχή που το φυτό αναπτύσσεται στην Αίγυπτο). Το αραβικό λεξικό του αιώνα αναφέρει ότι το hindiba είναι «φαινομενικά ευρωπαϊκής προέλευσης».[4]

(*) Ο Διοσκορίδης ή Διοσκουρίδης ο Πεδάνιος ή Αναζαρβεύς (10  90 μ.Χ.) ήταν σημαντικός Έλλην ιατρός, ριζοτόμος, φαρμακοποιός – φαρμακολόγος και βοτανολόγος. Διαβάζοντας για τον Διοσκουρίδη ο Klein κάνει λάθος. Η λέξη entybon / ἔντυβο δεν είναι μεσαιωνική, αλλά αρχαία Ελληνική. Από αυτήν την λέξη έχουμε την να λέξη αντίδι, που την πήραν οι Λατίνοι και έφτιαξαν την λέξη endivia. 

Λίγοι μαγειρικοί όροι προκαλούν τέτοια σύγχυση όπως το αντίδι και το ραδίκι. Το βασικό πρόβλημα είναι ότι αυτό που οι Βρετανοί αποκαλούν αντίδι οι Αμερικανοί το αποκαλούν ραδίκι, και αυτό που οι Βρετανοί το αποκαλούν ραδίκι οι Αμερικανοί το αποκαλούν αντίδι (η γαλλική πλευρά με τους Αμερικανούς: το βρετανικό αντίδι μεταφράζεται ως γαλλικό chicorée). Η αρχική έννοια της λέξης στα μέσα αγγλικά ήταν η ίδια με την σύγχρονη αμερικανική, αλλά όταν το Cichorium endiva, που διακρινόταν για την ετήσια ρίζα του, το πολύ μακρύτερο άνισο pappus και την λιγότερο πικρή γεύση του, έφτασε στην Ευρώπη από την Ασία τον 16ο αιώνα, ξεκίνησε η σύγχυση των ονομάτων. – ΠΗΓΗ: “Diner’s Dictionary”

Τέλος, CHICORÉE, S.F. στα ΕΛΛΗΝΙΚΑ κιχώρη (Kichore) και κιχώριον (Kichorion), το οποίο σχηματίζεται από το αιγυπτιακό σύμφωνα με τον Πλίνιο. Οι βοτανολόγοι το σχηματίζουν από το “Chicoracée”, επίθ. που αναφέρεται σε φυτά που έχουν κάποια σχέση με το ραδίκι.[5]

Συμπέρασμα

  • Η Αγγλική Λέξη Chicory είναι η Αρχαία Ελληνική Λέξη Κιχώριον. Διαβάζοντας αυτήν την μελέτη, που είναι πρωτότυπη, θα διαπιστώσετε ότι οι περισσότεροι που παρουσιάζονται ειδήμονες στην ετυμολογία των λέξεων, μας λένε σκοπίμως ψέματα.
  • Μερικοί λένε ότι η λέξη έχει Αιγυπτιακή προέλευση Όμως οι Αιγύπτιοι την λέξη την λένε Ηindiba και από αυτήν έχουμε την λέξη Αντίδι. (Η λέξη “αντίδι” μας λέν ότι προέρχεται από την λατινική λέξη “endivia, η οποία με την παραφθορά της κατέληξε στο ελληνικό «αντίδι»).
  • Το αραβικό λεξικό του αιώνα αναφέρει ότι το hindiba είναι «φαινομενικά ευρωπαϊκής προέλευσης».
  • Από την αιγυπτιακή λέξη “Ctchorium, σύμφωνα με ορισμένους μελετητές λένε ότι προέρχεται η λέξη Chicory. Όμως δεν βρίσκεται αυτή η λέξη στα Αραβικά Λεξικά αλλά βγάζουν συμπέρασμα από την αιγυπτιακή κουλτούρα και γλώσσα).
  • Η δήθεν λατινική λέξη endiva, μια σχετική ρωμαϊκή πηγή, αναφέρει ότι προέρχεται από την λατινική λέξη intibus. Επίσης μας λένε ότι αυτό πιθανώς συνδέεται με κάποιο τρόπο με τη μεσαιωνική ελληνική λέξη entybon, η οποία, σύμφωνα με τον Klein(*), ίσως είναι ανατολικής προέλευσης.

Παραπάνω, λοιπόν, μας λέν παραμύθια. Εάν είχαν ανατρέξει στα αρχαία Ελληνικά Λεξικά θα είχαν βρει ότι η λέξη Endivia είναι η αρχαία Ελληνική λέξη ἔντυβον. Επομένως και ή νεώτερη λέξη αντίδι προέρχεται από την αρχαία Ελληνική λέξη ἔντυβον.

ΠΗΓΗ: ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 19.7.2025.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

  • Θησαυρός Ελληνικής Γλώσσας (TLG).
  • Λεκακης Γ. “Λεξικο των παραδοσεων”.
  • On Line Etymology Dictionary.
  • Dictionnaire étymologiques des mots françois dérivés du grec.
  • isofruit.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[1] In Latin, Cichoreum (neuter gender) refers to chicory, succory, or endive. It is the Latin name for the plant Cichorium intybus. The word is derived from the Ancient Greek kιχόρῐον (kĭkhórĭon). In Arabic, chicory can be referred to as هندباء برية (hindibā’ barriyya) or هندباء (hindibā’). It can also be referred to as سريس (sirīs) or شيكوريا (šīkūriyā). The term “hindbeh” or “hendbe” is also used in Lebanese Arabic to refer to chicory and other similar wild greens.

[2] The word “Cichorium” is the genus name for chicory, and while not directly found as an Egyptian word, it has roots in ancient Egyptian language and culture. The Egyptian word “tybi,” referring to the month of January, is thought to be a precursor to the Latin “intybus,” which is part of the chicory’s scientific name. Additionally, chicory itself was used medicinally and culinarily by the ancient Egyptians, indicating their familiarity with the plant – Μετάφραση στα Ελληνικά από τον Δ. Συμεωνίδη.

[3] Chicory (n.): popular name of a common blue-flowered plant (Cichorium intybus) cultivated for its root, late 14c., cicoree (modern form from mid-15c.), from Old French cicorée “endive, chicory” (15c., Modern French chicorée), from Latin cichoreum, from Greek kikhorion (plural kikhoreia) “endive,” which is of unknown origin. Klein(*) suggests a connection with Old Egyptian keksher “chicory” (the plant is said to have been grown and used in ancient Egypt). The modern English form is from French influence. Compare endive, also from late 14c. ΠΗΓΗ: On Line Etymology Dictionary, Μετάφραση στα Ελληνικά από τον Δ. Συμεωνίδη.

[4] in Britain, “lettuce-like salad plant of the daisy family;” in U.S., “blanched shoots of Cichorium intybus” (a plant related to the Cichorium endiva, the British “endive”), late 14c., from Old French endive (14c.), from Medieval Latin endivia or a related Romanic source, from Latin intibus. This probably is connected in some way with Medieval Greek entybon, which Klein says is perhaps of Eastern origin (compare Egyptian tybi “January,” the time the plant grows in Egypt). Century Dictionary says Arabic hindiba is “appar. of European origin.” Few culinary terms cause such confusion as endive and chicory. The basic problem is that what the British call endive the Americans call chicory, and what the British call chicory the Americans call endive (the French side with the Americans: British endive translates as French chicorée). [Ayto, “Diner’s Dictionary”] The original sense of the word in Middle English was the same as the modern American one, but when the Cichorium endiva, distinguished by its annual root, much longer unequal pappus, and less bitter taste, arrived in Europe from Asia in the 16c., the confusion of names began. ΠΗΓΗ: On Line Etymology Dictionar.

[5] CHICORÉE, S.F. EN GREC Κιχώρη (Kichore),et κιχώριον (Kichorion),qui est formé de le L’Egyptien selon Pline.Les botanistes sont formé de la Chicoracée, adg.qui se dit des plantes qui ont quelque rapport avec la chicorée. – ΠΗΓΗ: Dictionnaire étymologiques des mots françois dérivés du grec.

αγγλικη λεξη chicory ραδικι, αρχαια ελληνικη λεξις κιχωριον ουσιες πικραδα φυτο σεσκιτερπενικη λακτονη λακτουκινη λακτουκοπικρινη συστατικα ετυμολογια ραδικιου ασκουλετινη, ασκουλινη, κιχοριινη, ουμπελιφερονη, σκοπολετινη, 6,7-διυδροκουμαρανη, γλυκοσιδες ριζα ινουλινη πολυσακχαριτης αμυλο αγγλικες λεξςι Συμεωνιδης κιχωρια ραδικια, αντιδια τσικουρια τσικουρι αιγυπτος προελευση αρχαιοι Αιγυπτιοι Ηindiba αντιδι λεξις λατινικα endivia εντυβον εντυβο αραβικο λεξικο ευρωπη αρχαια χρονια αρχαιος παπυρος εμπερς Ebers 3.550 χρονων πριν 1550 π.Χ. 2η χιλιετια Θεοφραστος, Διοσκουριδης Πλινιος ειδος ονομα κιχορη κιχοριον, κιχοριο ημερος σερις, πικριδα Γαληνος φιλος του συκωτιου συκωτι ηπαρ αγνωστη ελληνες Λατινοι Cichoreum Γαλλοι γαλλια γαλλικα chicoree, αρχαιες Ελληνικες Πηγες θεραπευτικα θεραπεια ηπατος συκωτιου Therapeutica πυρετος υδερον, σπλαγχνο εδεσμα πομα αντιδοτο καθαρτηριο λαχανο ιντυβον τρωξιμον καυκαλιδα ιντυβο τρωξιμο καυκαλιθρα γιγγις γιγγιδα μειξη σελινο κεφαλη ρωμαιστι λαχανον, επιθεμα πασχων κεφαλι εγκαυση αλγη εγκαυμα ηλιαση ΣΧΟΛΙΑΣΤΗΣ ΝΙΚΑΝΔΡΟΣ σχολιο κιχορα καρδαμιδα ειδη λαχανων ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΗΣ ιερακιον το μικρον ιερακιο το μικρο σογχιτης εντυβον αγριον, ρωμαιοι ιντουβουμ αγρεστεμ, αφροι σιθιλεσαδε χυλος ροφημα δηγμα στομαχι ιατρικη φυλλα λουλουδι γενος αιγυπτιακη γλωσσα κουλτουρα τιμπι τυμπι tybi μηνας Ιανουαριος, προδρομος intybus ιατρικα μαγειρικη φυτα Ελλαδα Ρωμη φυλλο καταναλωση σαλατα Μεσαιωνικη ριζες υποκαταστατο του καφε καφες 18ος αιωνας μχ χρηση προσθετο Πρωσικη Αυτοκρατορια, πρωσια 19ος προσθηκη καλλιεργεια 20ος Δευτερος Β Παγκοσμιος Πολεμος, τροφιμα ποτα πηγη φιλιπ φιλιππος φιλιππου νησι αιλαντ, Αυστραλια πρωτος κλιβανος κατασκευη 1873 αγριο, ημερο σταμναγκαθι, ιταλικο ραντικιο, ραντιτσιο Witloof Βρυξελλων βελγικο βελγιο αυτοφυες πικρη γευση νοστιμια χειμερινα φθινοπωρο ανοιξη βορεια Αμερικη βορειος Ασια, βορειο ημισφαιριο θρεπτικη αξια ωμο σαλατες σαλατικα βραστα λαδι λεμονι μαγειρευτα κρεας, σουπα γεμιση χορτοπιτα χορτοπιττα αποξηραμενη βοτανοθεραπευτικη βοτανο θεραπευτικη δραση ξηρανση βρασιμο τροφιμο καθαρισμος, πλυσιμο υγρασια πολλαπλασιασμος μικροοργανισμος κρυο νερο συστατικα χορτα βοσκοτοπος σκυλος αυγο παρασιτο τσιμπουρι, εχινοκοκκος ξιδι ξυδι ξιδονερο, απορριμματα μπλε ανθος Cichorium intybus 14ος cicoree 15ος παλαια γαλλικη kikhorion kikhoreia Klein κεκσερ κεξερ keksher αγγλικη σαλατας μαρουλι οικογενεια των μαργαριτων μαργαριτες ΗΠΑ, λευκασμενος βλαστος βρετανικο αντιβ μεσαιωνας Πεδανιος Αναζαρβευς 1ος ελληνας Ιατρος, Ριζοτομος, Φαρμακοποιος – Φαρμακολογος φαρμακο Βοτανολογος Ριζοτομια, Φαρμακοποιια – Φαρμακολογια φαρμακα Βοτσνολογια

author avatar
Γιώργος Λεκάκης

Σχετικά Άρθρα

Γιατί η λέξη «ΝΟΜΙΜΟΝ» διαβάζεται ίδια και από τις δύο πλευρές

Του καθηγητή Αντώνη Α. Αντωνάκου Ἡ ἑλληνικὴ λέξη «ΝΟΜΙΜΟΝ» εἶναι...

Τι σχέση έχει η Αμφίπολη, με την Ολυμπιάδα, την Ολυμπία και τον Μέγα Αλέξανδρο;

Του συγγραφέα Βασίλη Μακαρίου Την άποψη μου και την μέθη...

Ο ΕΛΛΗΝΑΣ και οι «ΕΝΤΙΜΟΙ» ΕΠΙΚΡΙΤΕΣ του

Του συγγραφέα Σωκράτη Β. Σίσκου Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής...

Βρέθηκε άγνωστο είδος ανθρώπου, που ζούσε πριν από 3.500.000 χρόνια! – του Γ. Λεκάκη

Του Γιώργου Λεκάκη Ένα δεύτερο είδος αρχανθρωπου έζησε στο Ρήγμα...