Του Γιώργου Λεκάκη
Ο Jan van Cootwijk στο περίφημο ταξειδιωτικό βιβλίο του αναφέρει πως βρήκε έναν ρωμαϊκό τάφο στην Ζάκυνθο, που ήταν ο τάφος του πλέον μορφωμένου Ρωμαίου όλων των εποχών, του Κικέρωνα! Και παρουσιάζει ευρήματα καθώς και επιγραφή… Γνωρίζουμε ότι ο Κικέρων επισκέφθηκε την Αθήνα, τις ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας και της Ιταλίας, την Ρόδο, την Θεσσαλονίκη και απεβίωσε το 43 π.Χ. …
Φανταστείτε, λοιπόν, τι τουρισμό θα προσέλκυε η Ζάκυνθος, διαφημιζομένη ως νησί σχετιζόμενο με Κικέρωνα – Κάλβο – Σολωμό, κ.ά.!!! Και τι πολιτισμικές δυνατότητες θα προέκυπταν από κάτι τέτοιο…
Ο Μάρκος Τούλιος Κικέρων ήταν Ρωμαίος δικηγόρος, πολιτικός, ρήτορας και στωικός φιλόσοφος. (…) Η υπόθεση της ταφής του Κικέρωνα στην Ζάκυνθο, στηρίχτηκε στο γεγονός της εύρεσης μιας πλάκας σε αρχαίο τάφο, που υπήρχε στον χώρο της καθολικής εκκλησίας της Παναγίας των Χαρίτων (Santa Maria ή Santa Madonna delle Grazie), κοντά στην θάλασσα, τον Δεκέμβριο του 1544, κατά την εκσκαφή για θεμελίωση μοναστηριού. Οι μαρτυρίες που στήριξαν τον θρύλο, ήσαν περισσότερο αναφορές από μοναχούς ή περίοικους σε περιηγητές.
Επισήμως, ο πραγματικός τάφος του Κικέρωνος ευρίσκεται στην Ρώμη, ή στην Φόρμια, στην έπαυλή του, οπου και σφαγιάσθηκε αλλά μάλλον αφορούν την κόρη του.
Με κάποιον άγνωστο τρόπο υποτίθεται οτι τα μέλη του σώματος του Κικέρωνα, έφτασαν στην Ζάκυνθο, ίσως από την πρώτη του σύζυγο (η οποία αναφέρεται στην επιγραφή που υπήρχε στον χώρο του τάφου, οτι και η ίδια ετάφη εκεί) – ίσως λόγω κάποιας δίωξης…
Οι Ζακυνθινοί ιστορικοί και ιστοριοδίφες ασχολήθηκαν, όπως ήταν φυσικό, με το θέμα. Ο Π. Μερκάτης και οι Π. Χιώτης, Λ. Ζώης και Ντ. Κονόμος. Ήδη παλαιότερα, οι επιστολές του Lignamineus, όπως τις είχε δημοσιεύσει ο Remondini, είχαν μεταφραστεί από τα λατινικά στα ιταλικά από τον Ν. Σιγούρο και από τα ιταλικά στα ελληνικά από τον Σ. Μάτεση και έδωσαν έτσι την βάση για τις διάφορες αναφορές στα έργα τους, μαζί με τις εικασίες του ίδιου του Remondini. Αλλά ενώ ο Ζώης δεν εκφέρει άποψη σχετικά με το εάν ο τάφος ήταν ή όχι του Κικέρωνος, άλλο από ένα: «επιστεύθει ότι…», ο Χιώτης, που μπαίνει σε πολύ περισσότερες λεπτομέρειες, και που αφιερώνει ένα ολόκληρο κεφάλαιο σ’ αυτό το ζήτημα, και αναδημοσιεύει τις ελληνικές μεταφράσεις των επιστολών του Lignamineus, το συζητά, ασχολείται με το εάν ο τάφος δεν περιείχε την τέφρα του Κικέρωνος, αλλά ήταν απλώς ένα κενοτάφιο… Απορρίπτει, τελικά, αυτήν την ιδέα. Και αναφέρει αυτό που γράφει ο Μερκάτης σε υποσημείωση του, ότι ο γνωστός του Άγγλος Τουλ του ανήγγειλε ότι οι υδρίες βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο («αλλά τούτο χρήζεται αρχαιολογικής αλήθειας και επιστημονικής βεβαίωσης υπό ειδημόνων»). Προσθέτει, χωρίς άλλη εξήγηση, ότι «οι Ρώσοι οι κυριεύσαντες την νήσον παρέλαβον τον επιτύμβιον λίθον». O Κονόμος, δίνει μιαν άλλη διάσταση στο όλο θέμα: Λέει ότι ο τάφος ήταν στην πραγματικότητα γνωστός 32 χρόνια πριν από το 1544, δηλ. από το 1512, όταν ο περιηγητής και φύλακας της μονής των Κορδιλιέρων της Αγκουλέμ, Jean Thenaud, επισκέφτηκε στην Ζάκυνθο το Μαυσωλείο του Κικέρωνος. Η ανάλυση και τα συμπεράσματα του Κονόμου βασίζονται στο βιβλίο του Κ. Σιμόπουλου περί ξένων περιηγητών στην Ελλάδα, όπου ο τελευταίος αναφέρεται στο ταξείδι που έκανε ο Thenaud στα 1512 στην ανατολή.
Ο Άγγλος έμπορος και περιηγητής J. Locke πέρασε από την Ζάκυνθο πηγαίνοντας στα Ιεροσόλυμα το 1553. Γράφει πως επισκέφτηκε εκεί το καθολικό μοναστήρι Santa Maria della Croce (της Παναγίας του Σταυρού), που μνημονεύεται για πρώτη φορά. Λέει, πάντως, ότι είδε εκεί τον τάφο του Κικέρωνα, που τον περιγράφει σαν μακρύ, στενό και βαθύ, μέσα στον οποίο βρέθηκαν οι δύο γυάλινες υδρίες. Αναφέρει και την γνωστή επιγραφή. Και επιδίδεται σε μια σειρά συμπερασμάτων, όχι υποθέσεων, με μόνη βάση και, πιθανότατα πηγή τα γράμματα του Lignamineus: ότι η Tertia Antωnia της επιγραφής ήταν η σύζυγος του Κικέρωνα, που έφερε στην Ζάκυνθο «το κεφάλι και τον βραχίονα του άνδρα της», τα οποία αποτέφρωσε και των οποίων η τέφρα φυλάχτηκε στην τεφροδόχο, ενώ η μικρή δακρυδόχος περιείχε τα δάκρυα των φίλων του Κικέρωνα. Και κατέληγε πως η σύζυγος του Κικέρωνα τάφηκε εκεί αργότερα εφ’ ω και η προσθήκη του ονόματός της στην επιγραφή από άλλο χέρι και σε άλλο τύπο γραφής.
Ο Λιγουριανός κληρικός, ζωγράφος και μουσικός Pellegrino Brocardi πέρασε από την Ζάκυνθο πηγαίνοντας στην Αίγυπτο και αφήνει χειρόγραφες αναμνήσεις που δημοσιεύτηκαν, μαζί με άλλα χειρόγραφα ταξειδιωτών, το 1803 από τον εκδότη J. Morelli. Αναφέρεται εκεί ότι «ο μοναχός, φύλακας της Παναγίας» του έδειξε μια ταφόπλακα «από πέτρα όμως», επάνω στην οποία ήταν σκαλισμένη η γνωστή επιγραφή. Μαζί με την ταφόπλακα υπήρχε μια γυάλινη υδρία, που έφερε στο βάθος της την επιγραφή «TVL. CICERO» και «μέσα σ’αυτήν μια άλλη επίσης γυάλινη, πιο μικρή, που περιείχε στάχτες». Ο Morelli σε υποσημείωση εξηγεί αρκετά λεπτομερώς τα περί του τάφου μνημονεύοντας τις δημοσιεύσεις του Lignamineus και μερικές από τις αναδημοσιεύσεις που ακολούθησαν. Στέκεται στο γεγονός ότι η επιγραφή στην μεγάλη υδρία κατά τον Brocardi ήταν «TVL. CICERO» ενώ κατά τον Lignamineus ήταν «AVE MAR. TVL.».
Ο Γάλλος γεωγράφος, λατινιστής και διανοούμενος Fr. de Belleforest δημοσιεύει στο Παρίσι μετάφραση στα γαλλικά επιστολών του Κικέρωνα. Αφιερώνει το έργο του στον μέντορά του, A. Thevet, και που ελπίζει ότι θα τον βοηθήσει να αναγνωριστεί από τους ισχυρούς διανοητές της εποχής σαν άξιο μέλος του κύκλου τους. Στην αφιέρωσή του, με ημερομηνία 1.6.1566, γραμμένη στο πρώτο πρόσωπο και απευθυνόμενη στον Thevet, ανάμεσα σε άλλα περί Κικέρωνα, τον ευχαριστεί για το ότι του αποκάλυψε την «ανακάλυψη» που έκανε του τάφου του Κικέρωνα στην Ζάκυνθο. Αναφέρει μάλιστα τις διάφορες λεπτομέρειες του τάφου, όπως, καθώς λέει, του τις διηγήθηκε ο Thevet, που σε συντομία ήταν ως εξής: Ο τάφος ήταν μαρμάρινη κατασκευή από ταφόπετρα στηριγμένη σε τέσσερες κολώνες, μέσα στην οποία υπήρχαν τρεις υδρίες που η κάθε μια έφερε τα τρία γράμματα « M.T.C ».Η ταφόπετρα έφερε επιγραφή μισοσβησμένη από τα χρόνια, όπου όμως ο Thevet μπόρεσε να διαβάσει το όνομα του Κικέρωνα, πιστοποιώντας έτσι ότι το όλον επρόκειτο για το μνημείο του μεγάλου Ρωμαίου ρήτορα.
Κάπου στα 1586 – 1588, ο Thevet δημοσιεύει στο Παρίσι το τελευταίο του έργο και αναφέρει ξανά τα περί του τάφου. Λέει λοιπόν ο Thevet: «Βρήκα στην Ζάκυνθο τον τάφο του μεγάλου και φημισμένου ρήτορα Κικέρωνα, αληθινού πατέρα της λατινικής ρητορείας, σε ενα παρεκκλήσι, στο υπόγειο του οποίου βρέθηκε πριν μερικά χρόνια τάφος φυσιολογικών διαστάσεων, τόσο στο μήκος όσο και στο πλάτος, κατασκευασμένος σύμφωνα με την αρχαία τεχνοτροπία, που στηρίζεται σε τέσσερις δωρικούς μαρμάρινους κίονες. Και για να μας ευχαριστήσουν μας άνοιξαν το υπόγειο (το θεωρούν αυτό πράγμα πολύτιμο και από τα πιο σπάνια που μπορεί κανείς να δει) και είδαμε τρεις τεφροδόχους από γυαλί, πάχους δυο δακτύλων και ύψους δυο ποδιών περίπου με τέφρα, καλά κλεισμένες και σφραγισμένες, πάνω στις οποίες ήταν χαραγμένα τα γράμματα Μ.Τ.C. Τότε σκέφτηκα ότι ήταν πιθανόν αυτό που οι Έλληνες και οι Λατίνοι νησιώτες μου είχαν πει και επιβεβαιώσει, δηλαδή ότι ήταν η τέφρα του μεγάλου ρήτορα, το πτώμα του οποίου μεταφέρθηκε εδώ μετά την δολοφονία του και αποτεφρώθηκε σύμφωνα με τα ήθη των αρχαίων».
Το 1595, o Φλαμανδός J. Schwallart δημοσιεύει την περιγραφή του ταξειδιού του στα Ιεροσόλυμα και λέει ότι πέρασε από την Ζάκυνθο το 1586, όπου επισκέφτηκε το μοναστήρι Santa Annuntiata. Και αναφέρει συγκεκριμένα: «Λέγεται ότι θεμελιώνοντας τα τείχη αυτού του μοναστηριού βρέθηκαν δυο υδρίες σε έναν τάφο, μια από τις οποίες περιείχε τις στάχτες του Μ. Τ. Κικέρωνα και η άλλη υγρό, που θεωρήθηκε πως ήταν τα δάκρυα των φίλων του… Πάνω στο κάλυμμα του τάφου φτιαγμένο από μια τετράγωνη πέτρα ήταν σκαλισμένο «Μ. Τul. Cicero Lave, & tu Ieptia Antonia» και στην υδρία με την τέφρα ήταν γραμμένο πάνω στο γυαλί «Ave. Mar. Tul.» και γ’ αυτό πιστεύεται ότι είχε μεταφερθεί εκεί το σώμα του Κικέρωνα».
Το 1756, ο ρωμαιοκαθολικός επίσκοπος Κεφαλονιάς και Ζακύνθου B.-M. Remondini σε κείμενό του σχετικό με την Ζάκυνθο, που δημοσίευσε στην Βενετία, ασπάζεται πλήρως τις θέσεις του Lignamineus για τον τάφο και προσπαθεί να απαντήσει στο ερώτημα σχετικά με την ταυτότητα της Τερτίας Αντωνίας, για την οποία ο Lignamineus ενώ παραδέχεται ότι δεν γνωρίζει τίποτα, την αναφέρει σαν σύζυγο του Κικέρωνα. Καταλήγει λοιπόν ο Remondini, χωρίς να δίνει τις πηγές του, ότι η Τέρτια Αντωνία ήταν συγγενής του εξόριστου στην Κεφαλονιά Ρωμαίου Γάιου Αντώνιου, θείου του Μάρκου Αντωνίου, που είχε εκλεγεί Υπατος μαζί με τον Κικέρωνα. Έμεινε στην περιοχή και μετά την επιστροφή του Γάιου Αντωνίου στην Ρώμη και όταν πέθανε την έθαψαν στο μνημείο του Κικέρωνα. Και εξηγεί την τοποθέτηση της σορού της εκεί σαν μια διαμαρτυρία για την αποτρόπαια πράξη της οικογένειάς της και επίσης σαν μια προσπάθεια προστασίας του τάφου από πιθανή σύληση. Τα συμπεράσματα αυτά του Remondini ακολουθούν πολλοί μεταγενέστεροι συγγραφείς και ιδίως, από τους δικούς μας, ο Χιώτης. Το 1811, δημοσιεύεται στο Παρίσι το γνωστό έργο του διάσημου Γάλλου συγγραφέα και πολιτικού Σατωβριάνδου, σχετικό με το ταξείδι που έκανε το 1806 από το Παρίσι στα Ιεροσόλυμα όπου αναφέρεται σύντομα στην Ζάκυνθο για να πει: «μέχρι που λέγεται ότι βρέθηκε εκεί η τέφρα του Κικέρωνα». Το 1815, ο Γάλλος, στην υπηρεσία της Πρωσίας, M. S. Fr. Schöll, δημοσιεύει στο Παρίσι την “Ιστορία της Ρωμαϊκής φιλολογίας”, όπου αναφέρει διάφορους περιηγητές, διανοούμενους κλπ. που έγραψαν σχετικά με τον τάφο για να εκφράσει τις σοβαρές αμφιβολίες του για την ύπαρξη ή τουλάχιστον την αυθεντικότητά του. Πέρα από τους παραπάνω, ονομάζει έναν P. Schryver (Scriverius), ο οποίος με την σειρά του αναφέρει τον Ολλανδό περιηγητή J. van Balen, που βεβαιώνει ότι είδε το μνημείο το 1545 στην Ζάκυνθο, και τον P. Burman II. Εκεί αναφέρεται και κάτι εντελώς καινούργιο: Ότι στον τάφο, επί πλέον της γνωστής επιγραφής, ήταν σκαλισμένοι οι εξής στίχοι:
«Ille oratorum princeps, et gloria linguae / Romanae, jacet hac cum conjuge Tullius urna / Tullius ille, inquam, de se quiscripserat olim / O fortunatum natam me consule Romam»
«Αυτός ο άνδρας, πρίγκηπας των ρητόρων και δόξα της Ρωμαϊκής γλώσσας, ο Τούλιος / ενθαδε κείται, μαζί με τη σύζυγό του, σ’αυτήν την υδρία που βλέπετε. / Αυτός ο Τούλιος, σας λέγω, που κάποτε έγραψε για τον εαυτό του / Ω, ευτυχής Ρώμη, που γεννήθηκες κάτω από την Υπατία μου».
ΠΗΓΗ: Ζάκυνθος Ιστορικά, ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 5.1.2019. Ermisnews.gr.
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΠΡΟΣΕΧΩΣ…
![]() |
| M. TYLLI CICERO HAVE ET TV ΤΕΡΤΙΑ ΑΝΤΩΝΙΑ |
Και παρουσιάζει και χάρτη για την Ζάκυνθο / ZANTE, επιχρωματισμένο χαλκόγραφο χάρτη, με κείμενο στην ίδια σελίδα και στην πίσω όψη (διαστάσεις 13 x 9,5 εκατ.). Το σημαντικό είναι ότι ο χάρτης είναι αβιβλιογράφητος ως προς τον Ζαχαράκη / Zacharakis, 3742/2409.
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ για την ΖΑΚΥΝΘΟ, ΕΔΩ.
Ο Jan van Cootwijk (> Johannes Cotovicus > εξελλ. Ιωάννης Κοτοβίκος) ήταν ταξειδιωτικός συγγραφέας του 17ου αιώνα. Καταγόταν από την Φλάνδρα και ήταν δρ. Νομικής στο Πανεπιστήμιο της Ουτρέχτης.
Τον Απρίλιο του 1598 αναχώρησε από την Βενετία για τους Αγίους Τόπους των χριστιανών. Με σταθμό στην Κρήτη και την Κύπρο, έφθασε στην Παλαιστίνη. Στο ταξείδι της επιστροφής του επισκέφθηκε την Συρία, έμεινε στο Χαλέπι για τρεις μήνες και τελικώς έφθασε στην
Βενετία τον Μάιο του 1599.
Έγραψε στα λατινικά την ιστορία του ταξειδιού του («Itinerarium Hierosolymitanum et Syriacum», εκδ. Hieronymus Verdussen, Αμβέρσα, 1619).[1]
Το χρονικό του, αποτελούμενο από πέντε κεφάλαια, είναι στην σειρά παρόμοιων έργων του 16ου αιώνος. Αλλά δεν εγνώρισε επιτυχία. Εκτός από τις ταξειδιωτικές εμπειρίες του περιέχει και πολλές πληροφορίες από ελληνικές και λατινικές πηγές (Όμηρος, Πυθαγόρας, Διονύσιος Αλικαρνασσεύς, Στράβων, Οράτιος, Πλίνιος, Πολύβιο, Πτολεμαίος), καθώς και άλλους συγχρόνους συγγραφείς. Δίνει μια εκτενή περιγραφή της ακτής απέναντι από την Κέρκυρα την οποία ονομάζει Ήπειρο (για τον πληθυσμό και τα επαγγέλματά της), κάνει την πρώτη αναφορά στους Μανιώτες, αναφέρει τις στοές της αρχαίας Γόρτυνος (που θεωρούνται ως ο μυθικός λαβύρινθος του Μίνωος), ενώ ιδιαίτερα σημαντικό είναι το κείμενό του για την Κύπρο, καθώς επισκέφθηκε το νησί μόλις 30 χρόνια μετά την κατάκτησή του από τους Οθωμανούς (1571). Γράφει για την γεωργική παραγωγή του, ιδιαίτερα τα χαρούπια (τον γνωστό ως «μαύρο χρυσό» του νησιού), δίνει μια υπέροχη περιγραφή των αλυκών της Λάρνακας και απεικονίζει με πολύ ζωντανό τρόπο την καθημερινή ζωή στην Λευκωσία και τον πολιτισμό των κατοίκων του νησιού γενικώς…

ΠΗΓΗ: ΙΔΡΥΜΑ ΛΑΣΚΑΡΙΔΗ, ΦΡΑΤΤΗΣ (8.5.2021), Γ. Λεκάκης «Ελληνική βιβλιογραφία». Γ. Λεκάκης «Σύγχρονης Ελλάδος περιήγησις». ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 1.5.2021.
ΣΗΜΕΙΩΣΙΣ:
[1] Πλήρης τίτλος «Itinerarium Hierosolymitanum et Syriacum; in quo variarum gentium mores et instituta; Insularum, Regionum, Urbium situs, unà ex prisci recentiorisq[ue] saeculi usu; unà cum eventis, quae Auctori terrâ mariq[ue] acciderunt, dilucidè recensentur. Accessit synopsis Reipublicae Venetae auctore Joanne Cotovico Ultraiectino I. V. D. & Milit. Hierosolymitano». Μεταφράστηκε στα ολλανδικά από τον Adriaan van Meerbeeck («De loflycke reyse van Jerusalem ende Syrien», Αμβέρσα, 1620). Περιελάμβανε και μια συντομογραφία του Κονταρίνη με τίτλο «Gasparo Contarini’s De magistratibus et republica Venetorum», του 1543, η οποία αργότερα δημοσιεύθηκε ξεχωριστά ως αυτόνομο βιβλίο με τίτλο «Synopsin respublicae Venetae», 1626.


