Ο καλύτερα διατηρημένος αρχαίος μνημειακός ναός στην Θεσσαλία
Η πόλις Μητρόποληβρισκόταν στην θέση του σημερινού ομώνυμου χωριού της Καρδίτσας και έχει εντοπιστεί από ενεπίγραφο γωνιόλιθο σε σπίτι. – ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑπερι ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ, εδω.
Σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές δημιουργήθηκε με τον συνοικισμό τριών μικρών οικισμών. Η πρώτη αναφορά στην πόλη διασώθηκε σε επιγραφή των Δελφών(360 π.Χ.), όπου η πόλη συμμετείχε στην ανακατασκευή του ναού του Απόλλωνος, με το σεβαστό ποσόν των 120 δρχ. Αργότερα συνοικίστηκαν άλλες γειτονικές πόλεις στην Μητρόπολη, όπως:
το Ονθύριο,
οι Πολίχνες και
η Ιθώμη, που είχε πάρει μέρος στον ΤρωικόΠόλεμο [σ.σ.: εμφύλιο μεταξύ Ελλήνων] με τους βασιλείς της Τρίκκης, Ποδαλείριο και Μαχάονα, τους υιούς του Ασκληπιού.
Τα αρχαιότερα αργυρά νομίσματα της Μητρόπολης χρονολογούνται στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. Σ’ αυτήν λατρεύονταν επίσης ο Ζευς, ο Ποσειδών, ο Διόνυσος και οι Μοίρες.
Κάτοψις του ναού του Απόλλωνος Οπλίτου.
Ο αρχαϊκός ναός του Απόλλωνος βρίσκεται στο Δημοτικό Διαμέρισμα Μοσχάτου της Δ.Ε. Πλαστήρα του Δήμου Λίμνης Πλαστήρα, στην θέση Λιανοκόκκαλα, 12 χλμ. δυτικά της Καρδίτσας και 2 χλμ. περίπου δυτικά της Μητρόπολης, σε ένα πλάτωμα νότια της κοίτης του ποταμού Λαπαρδά ή Γαβρία στα δεξιά του δρόμου που οδηγεί από την Μητρόπολη στη Μονή Κορώνας και στην λίμνη Πλαστήρα. Η θέση του στην αρχαιότητα ανήκε, σύμφωνα με την διοικητική διαίρεση της αρχαίας Θεσσαλίας, στην τετράδα της Εστιαιώτιδας, που εκτεινόταν στο ΒΔ. τμήμα του θεσσαλικού κάμπου και συγκεκριμένα εντός της «χώρας» της αρχαίας Μητρόπολης, ενός από τα σπουδαιότερα αστικά κέντρα της αρχαίας Θεσσαλίαςκατά τους ελληνιστικούς χρόνους, που παραμένει θαμμένο κάτω από το σύγχρονο ομώνυμο χωριό.
Πριν από την έναρξη των ανασκαφικών εργασιών στον χώρο του ναού, το μνημείο κάλυπτε ένας χαμηλός στενόμακρος λόφος ύψους 2 μ. περίπου, ο οποίος δημιουργήθηκε από την διάλυση των πλίνθων, με τις οποίες είχε κατασκευαστεί το ανώτερο τμήμα των τοίχων του. Με αφορμή την έντονη λαθρανασκαφικήδραστηριότητα, ξεκίνησε το 1994 η ανασκαφή, η οποία συνεχίστηκε μέχρι το 1997, φέρνοντας ανέλπιστα στο φως έναν εκατόμπεδοπερίπτερο δωρικόναό με εσωτερική κιονοστοιχία που χρονολογείται λίγο πριν τα μέσα του 6ου αι π.Χ. (560 – 550 π.Χ.) με βάση το λατρευτικό χάλκινο άγαλμα, τον τύπο των δωρικώνκιονοκράνων και την τυπολογία των ηγεμόνων καλυπτήρων της στέγης.
Ο ναός είχε προσανατολισμό προς τα ανατολικά και με βάση τα σωζόμενα στην θέση τους κατώτερα τμήματα των σπονδύλων των κιόνων συμπεραίνουμε ότι διέθετε 5 δωρικούρυθμού κίονες στις στενές πλευρές και 11 στις μακριές κατασκευασμένους από εντόπιο μαλακό ψαμμόλιθο, όπως και όλα τα υπόλοιπα λίθινα αρχιτεκτονικά στοιχεία του. Βρέθηκε έτσι όπως τον καταπλάκωσε η στέγη του, όταν κατέρρευσε από φωτιά στα μέσα του 2ου αι. π. Χ. σύμφωνα με τα κινητά ευρήματα, που βρέθηκαν μέσα στο στρώμα καταστροφής.
Μετά από την πυρκαϊά εγκαταλείφθηκε. Όλα τα λίθινα στοιχεία του, οι κίονες, οι στυλοβάτες, οι ορθοστάτες, το λατρευτικό βάθρο αλλά και το λατρευτικό άγαλμα βρέθηκαν στην θέση που τα έριξε η φωτιά, κάτω ακριβώς από το στρώμα στάχτης και των πεσμένων κεραμιδιών της στέγης, το οποίο «σφράγισε» τον ναό από την στιγμή της καταστροφής του μέχρι την αποκάλυψή του. Στην διάρκεια της λειτουργίας του ο ναός φαίνεται ότι υπέστη επισκευές και μετατροπές, όπως σταδιακή αντικατάσταση ξύλινων στοιχείων με λίθινα, διαμόρφωση του εσωτερικού του σηκού και επισκευές στην κεράμωση της στέγης.
Παρά την εκτεταμένη καταστροφή του, η οποία είναι αναγνωρίσιμη ακόμη και σήμερα, ο ναός σώζεται σε μήκος 31 μ. και πλάτος 13,75 μ. Η μορφολογία των κιόνων του είναι αυτή που καθιστά το ίδιο το μνημείο μοναδικό. Αυτό που τους διαφοροποιεί από τον κανονικό δωρικό ρυθμό είναι η ανάγλυφη διακόσμηση από επαναλαμβανόμενα μοτίβα κλειστών και ανοικτών ανθέων λωτού, που καταλαμβάνει ολόκληρον τον εχίνο τους.
Επί πλέον τα κιονόκρανα παρουσιάζουν μεταξύ τους μορφολογικές διαφορές, τόσο ως προς το προφίλ του εχίνου, όσο και ως προς το σχέδιο της ανάγλυφης διακόσμησης, που διαφέρει από κιονόκρανο σε κιονόκρανο. Οι διαφορές αυτές πιθανόν υποδεικνύουν ότι ο ναός είχε αρχικά κατασκευαστεί με ξύλινους κίονες στο πτερό, οι οποίοι σταδιακά αντικαταστάθηκαν με λίθινους και ίσως από διαφορετικούς τεχνίτες. Οι μετατροπές αυτές πρέπει να έγιναν σε μεγάλο χρονικό διάστημα γεγονός που ενισχύεται από τις διαφορές που εμφανίζονται στο πάχος των κιόνων, στις διαστάσεις των τυμπάνων και στα κιονόκρανα.
Ο σηκός διαστάσεων 24 Χ 8,50 μ. ήταν στην α΄ φάση του μονομερής με πιθανή είσοδο στην ανατολική πλευρά του, η οποία έχει υποστεί μαζί με το ανατολικό τμήμα του πτερού και την μεγαλύτερη καταστροφή από τις συνεχόμενες λαθρανασκαφές. Οι τοίχοι του ήταν κτισμένοι στο κατώτερο τμήμα τους με ορθοστάτες από τον ίδιο μαλακό ψαμμόλιθο και επάνω από αυτούς με ωμές πλίθρες (πλίνθους). Το εσωτερικό του αποκαλύφθηκε γεμάτο από τμήματα καμένων και διαλυμένων πλιθιών των τοίχων και το δάπεδό του καλύπτονταν από ένα πυκνό στρώμα από πεσμένα κεραμίδια στέγης με κατά τόπους ίχνη καμένου οργανικού υλικού (ξύλου), και στάχτης, γεγονός που ενισχύει την άποψη ότι ο ναός καταστράφηκε από πυρκαϊά. Με την σταδιακή αφαίρεση του στρώματος καταστροφής διαπιστώθηκε ότι ο σηκός είχε στον κατά μήκος άξονα του μία εσωτερική κιονοστοιχία από 5 ξύλινους κίονες ή πεσσούς, όπως δηλώνουν οι σωζόμενες λίθινες βάσεις τους, που υποβάσταζαν το βάρος της στέγης και μια παραστάδα στο μέσον του δυτικού τοίχου. Το δάπεδό του, όπως και το δάπεδο των πτερών φαίνεται πως ήταν πήλινο.
Στο μέσον περίπου του σηκού μπροστά από τον 3ο κίονα της εσωτερικής κιονοστοιχίας και σε επαφή με αυτόν υπάρχει ορθογώνιο βάθρο για τα λατρευτικά αγάλματα του ναού. Πεσμένο πάνω και δίπλα σε αυτό βρέθηκε σε τρία μέρη το χάλκινο άγαλμα του Απόλλωνα στον τύπο του οπλίτη.
Το χάλκινο λατρευτικό άγαλμα του Οπλίτου Απόλλωνος, που βρέθηκε στον ναό του στην Μητρόπολη. – Αρχαιολογικό Μουσείο Καρδίτσας. – ΔΙΑΒΑΣΤΕ επίσης: Γ. Λεκακης “Αρχαια ελληνικα οπλα”.
Το γεγονός ότι βρέθηκε επάνω στο βάθρο, στην ίδια σχεδόν θέση, όπου λατρεύονταν για αιώνες, δεν αφήνει καμμία αμφιβολία ότι το άγαλμα είναι λατρευτικό. Το άγαλμα ύψους 0,82 μ., με βάση τα τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά του χρονολογείται στα μέσα του 6ου αι π.Χ. Η μορφή φορά στο κεφάλι κωνικό κράνος με επαυχένιο, θώρακα στο στήθος, στα χέρια περιβραχιόνια και περιπήχια και στα πόδια περικνημίδες. Από την στάση των χεριών υποθέτουμε πως στο σηκωμένο δεξί χέρι ο θεός κρατούσε δόρυ από το οποίο σώζεται το ανώτερο τμήμα του, ενώ στο αριστερό πιθανόν τόξο.
Η λατρεία του θεού Απόλλωνος (ο οποίος στην θεσσαλική διάλεκτο ελέγετο Άπλουν) με διάφορες επικλήσεις και τοπικές λατρείες ήταν ιδιαίτερα αγαπητή στην αρχαία Θεσσαλία. Η ταύτιση του χάλκινου αγάλματος με την θεϊκή μορφή του Aπόλλωνος, αν και αρχικά προβληματική, καθώς η απεικόνιση του θεού ως οπλίτη και μάλιστα με πλήρη εξοπλισμό, είναι σπάνια, επιβεβαιώνεται από το κείμενο μιας ενεπίγραφης αναθηματικής στήλης του 4ου αι. π.Χ. που βρέθηκε σε κομμάτια μέσα στον σηκό του ναού. Τέλος από παραστάσεις νομισμάτων της αρχαίας Μητρόπολης στην περιφέρεια της οποίας βρισκόταν ο ναός, επιβεβαιώνεται η λατρεία του Απόλλωνα στην πόλη.
Σε μία δεύτερη οικοδομική φάση φαίνεται πως διαμορφώθηκε άδυτο με την προσθήκη ενός εγκάρσιου τοίχου από ωμά πλιθιά στο πίσω δυτικό τμήμα του σηκού, Κατά τον ανασκαφέα, με την ίδια οικοδομική φάση θα πρέπει να συσχετιστούν η επέκταση του μήκους του λατρευτικού βάθρου και η κατασκευή κτιστού από ωμά πλιθιά θρανίου στην εσωτερική παρειά του βόρειου τοίχου του σηκού και κατά μήκος της ανατολικής πλευράς του τοίχου του αδύτου.
Ο ναός διέθετε δίρριχτη στέγη, που σχημάτιζε αετώματα στις στενές πλευρές του ναού με ξυλοδεσιά εσωτερικά και πήλινα κεραμίδια. Κατά τις ανασκαφές δεν βρέθηκε κανένα λίθινο αρχιτεκτονικό μέλος που θα μπορούσε να αποδοθεί σε επιστύλιο ή τρίγλυφα και μετόπες, έτσι θεωρείται ότι ο θριγκός του ναού ήταν ξύλινος και δεν πρόλαβε ποτέ να αντικατασταθεί με λίθινα στοιχεία, όπως σε άλλους σύγχρονούς του μνημειώδεις ναούς. Τα κεραμίδια ήταν κορινθιακούτύπου και στις μακριές πλευρές του ναού κατέληγαν σε ακροκέραμα με συμφυείς διακοσμημένους ηγεμόνες καλυπτήρες και στρωτήρες χωρίς σίμη. Τα ακροκέραμα είχαν πεντάπλευρη απόληξη με ανάγλυφα άνθη και βλαστούς. Σε αρκετά από τα κεραμίδια σώζονται τετράγωνα σφραγίσματα με τα ονόματα είτε κεραμέων είτε δημοσίων προσώπων, όπως και αναφορά του εθνικού ονόματος των Μητροπολιτών, που υποδηλώνουν ότι η στέγη υπέστη τουλάχιστον δύο επισκευές μέσα στον 3ο και 2ο αι. π.Χ. Στις στενές πλευρές του ο ναός διέθετε αετώματα πιθανόν με πήλινες γλυπτές συνθέσεις από τις οποίες βρέθηκαν μόνο ελάχιστα θραύσματα. Μόνο πάνω από τα αετώματα φαίνεται να υπήρχε σίμη και γείσο τα μέτωπα των οποίων έφεραν γραπτή διακόσμηση με ζώνες πλοχμού και γεωμετρικά μοτίβα. Πιθανή είναι και η ύπαρξη ακρωτηρίων τουλάχιστον στην κορυφή των αετωμάτων, καθώς βρέθηκε σε τμήματα πήλινη προτομή ίππου σχεδόν σε φυσικό μέγεθος η οποία αποτελούσε μάλλον το κεντρικό ακρωτήριο του αετώματος πάνω από την ανατολική είσοδο του ναού.
Ο αρχαϊκός ναός του Απόλλωνος είναι ο καλύτερα διατηρημένος αρχαίος μνημειακός ναός στην Θεσσαλία. Εκτός από εξαιρετικό παράδειγμα της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής μέσα από την μοναδικότητα και τους νεωτερισμούς του, δίνει σημαντικές πληροφορίες για τις ιστορικές εξελίξεις και τις λατρευτικές πρακτικές της περιοχής και ως μνημείο εξελίσσονταν παράλληλα με αυτές μέσα στο πέρασμα των αιώνων.
Το Υπουργείο Πολιτισμού, δια της Διεύθυνσης Αναστήλωσης Αρχαίων Μνημείων, προχωρά σε εργασίες προστασίας, αποκατάστασης και ανάδειξης στον αρχαϊκό ναό του Απόλλωνα Οπλίτη, στην Αρχαία Μητρόπολη Καρδίτσας.[1]
Η Αρχαία Μητρόπολη ιδρύθηκε στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. και κατοικούνταν έως τον 6ο αιώνα μ.Χ., με συνοικισμό τριών άσημων κωμών. Η Μητρόπολη διαδραμάτισε ρόλο στην τοπική ιστορία και αργότερα στον ρωμαϊκό εμφύλιο πόλεμο. Η πόλη μνημονεύεται από συγγραφείς όπως ο Καίσαρας, ο Στράβων, ο Πτολεμαίος, ο Ιεροκλής, και πολύ αργότερα, ο Προκόπιος, ο οποίος αναφέρεται σε επισκευές οχυρώσεων, που πραγματοποιήθηκαν επί Ιουστινιανού τον 6ο αι.
Η Υπουργος Πολιτισμού Λ. Μενδώνη εδήλωσε: «Ο αρχαϊκός δωρικός ναός του Απόλλωνος Οπλίτη, της Αρχαίας Μητρόπολης, θεωρείται ο καλύτερα σωζόμενος μνημειακός ναός της αρχαιότητας, σε όλη τη Θεσσαλία και χρονολογείται στον 6ο αι. π.Χ. Καταστράφηκε ολοσχερώς από πυρκαγιά περίπου στα μέσα στου 2ου αι. π.Χ. και έκτοτε έμεινε ερείπιο. Θεωρείται ένα από τα πιο σπουδαία δείγματα της δωρικήςαρχιτεκτονικής. Είναι ισομεγέθης του ναού του Ηφαίστου στην Αρχαία Αγορά των Αθηνών. Ο ναός σώζει πολύ σημαντικά στοιχεία για την εξέλιξη της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής. Από τα σημαντικότερα ευρήματα, είναι το καλοδιατηρημένο ακέραιο χάλκινο άγαλμα μιας ανδρικής μορφής, που απεικονίζεται με τη μορφή ενός οπλίτη. Στην ουσία πρόκειται για το λατρευτικό άγαλμα του Απόλλωνος, το οποίο ταυτίστηκε από το κείμενο της ενεπίγραφηςαναθηματικής στήλης, που βρέθηκε θραυσμένη στο εσωτερικό του ναού. Στόχος του Υπουργείου Πολιτισμού είναι η προστασία και η ανάδειξη του αρχαιολογικού χώρου, μέσω ήπιου αρχιτεκτονικού σχεδιασμού και της χρήσης φιλικών στο περιβάλλον και στο μνημείο τεχνολογικών μεθόδων, ώστε να αναδειχθεί η πολιτισμική αξία του και με ασφάλεια να αποδοθεί επισκέψιμο στο κοινό».
Ο ναός του Απόλλωνος Οπλίτη έχει αποτελέσει αντικείμενο μελέτης του ακαδημαϊκού Μ. Κορρέ. Στη μελέτη αναφέρεται ότι τυπολογικά το κτήριο, κυρίως με την μεταγενέστερη αναδιαρρύθμισή του, με το άδυτο και τα θρανία, συνδυάζει τα χαρακτηριστικά τόσο των τυπικών ναών όσο και των τελεστηρίων. Για την ιστορία του μνημείου, αλλά και για την ιστορία της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής, σημαντικά και σπάνια είναι τα δωρικά κιονόκρανα, με μοναδική ανάγλυφη διακόσμηση του κάτω μέρους (εχίνος) από μοτίβα λωτού (παρακάτω φωτ.).
Ως προς την παθολογία, διαπιστώνονται έντονες καθιζήσεις, σε όλη την έκταση του ναού. Τα περισσότερα κάτω τμήματα των κιόνων παραμένουν στη θέση τους, ενώ άλλα, σε πολύ κακή κατάσταση, κείτονται εκεί όπου κατέπεσαν, ή σύρθηκαν βιαίως κατά τη δράση αρχαιοκαπήλων, το 1993, που προκάλεσαν εκτεταμένες καταστροφές στα θεμέλια του μνημείου.
Η ανασκαφή του ναού ξεκίνησε το 1994 και συνεχίζεται συστηματικά μέχρι σήμερα, αποκαλύπτοντας νέα στοιχεία. Το μνημείο και ο περιβάλλων χώρος του μετά από απαλλοτριώσεις, κηρύχθηκαν αρχαιολογικός χώρος. Τα σωζόμενα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα του ναού (έκτασης 735 τ.μ.) καλύπτονται με μεταλλικό στέγαστρο προστασίας.
[1] Το έργο συνολικού προϋπολογισμού 2.485.000 ευρώ προγραμματίζεται να χρηματοδοτηθεί από το ΕΣΠΑ 2021-2027 της Περιφέρειας Θεσσαλίας.
Οι επεμβάσεις αφορούν σε εργασίες στερέωσης και αποκατάστασης του μνημείου, συντήρησης των αρχιτεκτονικών στοιχείων του σηκού του ναού, μέτρα πυροπροστασίας και αντιπλημμυρικής θωράκισης του αρχαιολογικού χώρου.
Οι επεμβάσεις, που προγραμματίζονται στα πλαίσια του έργου, επικεντρώνονται σε επείγοντα και σωστικά μέτρα, που περιλαμβάνουν την άμεση ανάσχεση της ροής των επιφανειακών υδάτων, την αποκατάσταση των εδαφών και των θεμελίων, καθώς και την επανατοποθέτηση των λίθων του θεμελιοτοιχοβάτη, των ορθοστατών και των στυλοβατών σύμφωνα με ακριβή σχέδια, την κατάργηση της ανατολικής πλευράς της περίφραξης μετά του αντιστοίχου τμήματος της αγροτικής οδού, με σκοπό την αποκατάσταση του έμπροσθεν του ναού χώρου του αρχαίου ιερού, τον εντοπισμό της θέσης και των τυχόν διατηρούμενων θεμελίων του βωμού.
Στη μελέτη συντήρησης εξετάζονται κυρίως τα εσωτερικά κατάλοιπα του ναού από ψαμμίτη και από ωμοπλίνθους. Η κατάσταση διατήρησης του λατρευτικού βάθρου κρίνεται κάκιστη, καθώς παρουσιάζει εκτεταμένες θραύσεις και κατακερματισμό του δομικού υλικού. Το λατρευτικό βάθρο προγραμματίζεται να συντηρηθεί συνολικά με την η αναθηματική στήλη. Ο ωμοπλίνθινος διαχωριστικός τοίχος και τα θρανία παρουσιάζουν μεγάλη απώλεια υλικού και μεγάλο κίνδυνο ετοιμορροπίας και διάλυσης. Για το λόγο αυτό προτείνονται καθαρισμός επιφανειών, σφράγιση ρωγμών και διερεύνηση της δυνατότητας για ήπια στερεωτική επέμβαση.
Εγκαθίσταται μόνιμο υδροδοτικό πυροσβεστικό δίκτυο, το οποίο περιλαμβάνει πυροσβεστικές φωλιές περιμετρικά του αρχαιολογικού χώρου και κατά μήκος των διαδρομών επίσκεψης, που τροφοδοτούνται από υπόγεια δεξαμενή νερού μέσω αντλητικού συγκροτήματος, καθώς και φορητούς πυροσβεστήρες στο φυλάκιο και στον βοηθητικό χώρο δίπλα στο ναό. Στον χώρο του κτηρίου εξυπηρέτησης επισκεπτών εγκαθίσταται φωτισμός ασφαλείας και σηματοδοτούνται οι οδεύσεις διαφυγής.
Ο αρχαιολογικός χώρος ορίζεται βόρεια από την κοίτη του Γαβρίαποταμού, ενώ σε μικρή απόσταση διέρχεται το ρέμα Κεραμίδα. Ωστόσο, όσες φορές ο χώρος έχει κατακλυστεί, κατά τη διάρκεια πλημμυρικών επεισοδίων, οι όμβριες απορροές οφείλονταν στην ανάντη λεκάνη. Η αντιπλημμυρική θωράκιση προτείνει επεμβάσεις τοπικής εμβέλειας, με την κατασκευή δύο τάφρων Α και Β για τη σύλληψη των εξωτερικών απορροών. Η τάφρος Α καταλήγει στον ποταμό Γαβρία, ενώ η τάφρος Β καταλήγει σε υπόγειο αγωγό που εκβάλλει στην υφιστάμενη τάφρο από την δεξαμενή της λίμνης Πλαστήρα.
Το ανάκτορο των Αρχανών βρίσκεται στο κέντρο της σύγχρονης...
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.