Του Νικολάου Γ. Πολίτη
Του παλιού καιρού οι αθρώποι
δεν ήτανε σαν τσοι σημερνοί, ήτανε αντρειωμένοι(*), κι εμπορούσαν να σηκώσουνε με
το ‘να τους χέρι αυτό το χάλαρο[1], και να
τονε σβουρίξη να πάη ως πού θωρεί το μάτι σου.
Η αθρωπότη, παιδί μου,
αχάμνησε[2]. Η
συχωρεμένη η λαλά[3] μου, μου
λέενε το πως θε νάρθη ένας καιρός να γίνουνα οι αθρώποι τόσο μικροί, που να
ανεβαίνουνε ’ς τη ροβιθιά να τινάζουν τα ροβίθια.
ΠΗΓΗ: Ν. Γ. Πολίτης «ΜΕΛΕΤΑΙ
ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΒΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ – ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ»: «Οι αντρειωμένοι (Νάξος)», 1904 (κρατήθηκε η ορθογραφία του γράφοντος). ΑΡΧΕΙΟΝ
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 5.4.2015.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] χάλαρο = χάλασμα, ερείπιο, πετρώδης τόπος > πληθ. (τα)
χάλαρα. Αλλά και το λειρί του κόκορα.
[2] αχαμναίνω = γίνομαι αχαμνός, αδυνατίζω, κάνω κάποιον
αχαμνό, τον εξασθενίζω > η αχαμνός = σωματική αδυναμία, αραιότητα,
μαλακότητα > τα αχαμνά = τα αδύνατα σημεία και συνήθως τα γεννητικά όργανα
του ανδρός.
[3] λαλά (η) = γενιά (λέξη ενθυμούμενη ότι ο λαός
εγεννήθη από τους λάες > λαλάρια, λιθάρια του Δευκαλίωνα και της Πύρας, μετά τον
κατακλυσμό). Από αυτούς και η λαλιά, η παλαιά φωνή, γλώσσα μας. Από αυτούς και
η λαλά, η γραία / γριά, γιαγιά μας.
(*) Στα αξιοσημείωτα ακόμη, ότι το επίθετο Αντρειωμένος απαντάται και σήμερα, στα νησιά του Αιγαίου και δη στην Σάμο. Σάμος και Νάξος συνδέονται με τα δαιδαλικά μεγαλιθικά αγάλματα.