Ο μυκηναϊκός οικισμός της
Βούντενης(*) Αχαΐας αποτελεί μία από τις σημαντικότερες εγκαταστάσεις της (λεγομένης)
περιφέρειας του Μυκηναϊκού κόσμου. Όπως αποδείχθηκε από τις ανασκαφικές έρευνες,
που έγιναν τόσο στον οικισμό, όσο και στο νεκροταφείο, η ζωή του οικισμού
διήρκεσε σχεδόν πεντακόσια χρόνια (1500 – 1000 π.Χ.). Η Βούντενη – και
ειδικότερα το πλάτωμα στην θέση Μπόρτζι – είχε όλες τις προϋποθέσεις που ήταν
αναγκαίες, όχι μόνον για την ίδρυση, αλλά και για την επιβίωση – για μεγάλο
χρονικό διάστημα – μιας μυκηναϊκής εγκατάστασης.
Ο οικισμός στην θέση Μπόρτζι αποτελούσε τον κεντρικό πυρήνα και σε περίπτωση κινδύνου «καταφύγιο», μιας πλειάδας άλλων μικρότερων συνοικισμών, που ήσαν αναπτυγμένοι στα πεδινά τμήματα της ευρύτερης περιοχής. Οικοδομικά στοιχεία αυτών των συνοικισμών έχουν αποκαλυφθεί σε διάφορα σημεία κατά την διάρκεια σωστικών ανασκαφών. Αν και η έρευνα δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί, εκτός των μυκηναϊκών οικοδομικών καταλοίπων, έχουν αποκαλυφθεί και ορισμένα που χρονολογούνται από την αρχαϊκή έως την κλασσική περίοδο.
Η μυκηναϊκή εγκατάσταση της
Βούντενης, είχε πρόσβαση σε πλούσιες πεδινές και ορεινές περιοχές, ικανές να
προσφέρουν αυτάρκεια προϊόντων για την διαβίωση των κατοίκων της. Μεγάλες και
εύφορες καλλιεργήσιμες εκτάσεις υπήρχαν στα πεδινά και παράκτια τμήματα, ενώ τα
πρανή του Παναχαϊκού όρους προσφέρονταν για την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας, του
κυνηγιού καθώς και τον προσπορισμό άφθονης δομικής και ναυπηγικής ξυλείας από
τα δάση της περιοχής.
Νοτιοανατολικά του οικισμού,
στον χώρο εκείνο που σήμερα είναι γνωστός με τα τοπωνύμια Αγραπιδιά και
Αμυγδαλιά, βρίσκεται το νεκροταφείο του μυκηναϊκού οικισμού που καταλαμβάνει
έκταση περίπου 30 στρεμμάτων και είναι οργανωμένο σε επάλληλα άνδηρα ύψους 2 – 4
μ., τα δε όριά του συμπίπτουν με εκείνα του μαλακού μαργαρικού πετρώματος που
ήταν απαραίτητο για την διάνοιξη των θαλαμωτών τάφων.
Αποφασιστικό επίσης ρόλο για
την ίδρυση του οικισμού στην θέση Μπόρτζι έπαιξε και η δυνατότητα διεξόδου του
προς την θάλασσα, μέσω φυσικού λιμανιού, που υπήρχε στην θέση του σημερινού
έλους της Αγυϊάς. Το λιμάνι αυτό δημιουργήθηκε από τον Μείλιχο ποταμό, ο οποίος
με τις αποθέσεις του είχε σχηματίσει ποταμόκολπο, που υπάρχει έως τις μέρες
μας.
Η πρώτη έρευνα του χώρου
πραγματοποιήθηκε το 1923 από τον Ν. Κυπαρίσση, ο οποίος ανέσκαψε μικρό
αριθμό θαλαμωτών τάφων στην θέση Αγραπιδιά και συνεχίσθηκε πλέον συστηματικά
από τον Λ. Κολώνα, κατά τα έτη 1988 – 1994 και 2004 – 2007 με την έρευνα 75
τάφων, στην θέση Αμυγδαλιά. Οι τάφοι χρονολογούνται στην ΥΕΙΙΒ – ΥΕΙΙΙΓ περίοδο
(1500 – 1050 π.Χ), σε μερικές δε, περιπτώσεις η χρήση τους διαρκεί μέχρι την
υπομυκηναϊκή εποχή.
Στο νεκροταφείο της Βούντενης
συναντά κανείς ενδιαφέρουσα ποικιλία σχημάτων θαλαμωτών τάφων, τα οποία δεν
απηχούν μόνο την καλλιτεχνική αρχιτεκτονική φαντασία των μαστόρων της εποχής,
αλλά και τις ιδιαίτερες προτιμήσεις των ενδιαφερόμενων χρηστών των τάφων. Υπάρχουν
θάλαμοι διαφόρων διαστάσεων και σχημάτων, όπως κυκλικοί, τετράγωνοι,
πεταλόσχημοι, τετράπλευροι με θόλο, καθώς και τάφοι με ακανόνιστη κάτοψη. Οι
μεγαλύτεροι από όλους του τάφους είναι οι τάφοι 4 και 75 οι οποίοι εξ αιτίας
των αρχιτεκτονικών λεπτομερειών τους και των μεγάλων διαστάσεών τους, πρέπει να
ανήκαν σε αξιωματούχους της μυκηναϊκής εγκατάστασης της Βούντενης.
Οι
περισσότερες από τις ταφές ήταν κτερισμένες και οι νεκροί συνοδεύονταν από
προσφιλή αντικείμενα καθημερινής χρήσης, αγγεία, κοσμήματα, εργαλεία, όπλα και
σκεύη, χρήσιμα στη ζωή και απαραίτητα – όπως πίστευαν – στο μεταθανάτιο ταξείδι.
Η μελέτη των αντικειμένων
αυτών αποκάλυψε στοιχεία που υποδηλώνουν τον πλούτο και την ευημερία των
κατοίκων της μυκηναϊκής εγκατάστασης, τις εμπορικές και πολιτιστικές επαφές με
άλλες περιοχές κοντινές ή πιο μακρινές όπως είναι η Μεσσηνία, η Λακωνία, η
Αργολιδοκορινθία, η Κρήτη, Ιταλία, η Συροπαλαιστίνη – Ανατολία και άλλες και
αναδεικνύουν τον οικισμό της Βούντενης ως ένα σημαντικό και σπουδαίο μυκηναϊκό
κέντρο της Αχαΐας.
ΠΗΓΗ: ΥΠΠΟΑ, ΕΦΑ ΑΧΑΪΑΣ, Στ΄ ΕΠΚΑ. Γ. Λεκακης Συγχρονης Ελλαδος περιηγησις”. ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 1.12.2020.
(*) Η Βούντενη – επισήμως Σκιόεσσα από το 1955- είναι ορεινός οικισμός του Δήμου Πατρέων, στον 38ο παράλληλο [38°15′31″N 21°47′12″E], μόλις 7 χιλιόμετρα από την Πάτρα, με ίχνη προϊστορικής κατοίκησης. Ίσως η αρχαία Μεσσάτις, μία από τις τρεις πόλεις που συνενώθησαν για να δημιουργηθούν αι Πάτραι.
Το τοπωνύμιο απαντάται και στην Γαλλία: Voudenay – Βουντεναί στον νομό της Κοτ-ντ’ Ορ, στην Βουργουνδία-Φρανς-Κοντέ.
ΠΗΓΗ: Γ. Λεκακης Συγχρονης Ελλαδος περιηγησις”.