Ως ΕΚΘΕΜΑ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ το
υπουργείο Πολιτισμού επέλεξε από το Αρχαιολογικό Μουσείο Μυτιλήνης έναν πήλινο
τεφρόχρωμο κάνθαρο(*), του 6ου αι. π.Χ.
Φέρει στον λαιμό διακόσμηση
ζεύγους εγχάρακτων γραμμών σε σχήμα σταυρού(4*) και μεταξύ ζεύγους εγχάρακτων
παράλληλων γραμμών, εγχάρακτη επιγραφή, που γράφει EYMA+OS > ΕVMAXOS / ΕΥΜΑΧΟΣ[1].
ΠΗΓΗ: ΥΠΠΟΑ, ΑΡΧΕΙΟΝ
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 16.10.2023.
(*) Πρόκειται για το όνομα, είτε
του καλλιτέχνη που τον φιλοτέχνησε, είτε για αυτό του ιδιοκτήτη του.
Κάνθαρος (λατ. cantharus) = είδος
μικρού αγγείου ή κυπέλλου με χαμηλή βάση και μεγάλες λαβές, όμοιου με ποτήρι. Και
γυναικείο κόσμημα, πιθανώς πολύτιμος λίθος, πιθανώς χρώματος turquoise, μάλλον
σε σχήμα σκαθαριού.
Το θέμα της λέξεως [κανθ-]
ανάγεται στο πρωτοελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα.
Ήταν σύμβολο του Ηλίου και της
Σελήνης(5*) / Μήνης / Mene[2].
Άλλωστε:
– κανθός = ποιητικώς το μάτι («κανθός ὁ τοῦ ὀφθαλμοῦ κύκλος»[3]), και η
γωνία του οφθαλμού, εκεί όπου κάμπτεται ο οφθαλμός («τῶν βλεφάρων τὰ ἑκατέρωθεν
ἄκρα κανθοί, ὧν αἱ ῥίζαι ἐγκανθίδες» – Πολυδ. Β΄,71).
– ο κανθός < ρ.
κάμπτω > κανθός = η μετάλλινη στεφάνη του τροχού, το επίσωτρο > λατ.
cantus (= «σιδερένια στεφάνη») > γαλατική cantos, cantas > ουαλ. cant (= «σιδερένια
στεφάνη» (< γαλατ.), ρωσ. Kut (= «γωνία», κλπ.]. Το μάτι παραπέμπει στον Ήλιο.– βλ. Καλλ. Ἀποσπ.
150, Μοσχίων παρὰ Στοβ. 561.43, Ὀππ. Κυν. 4. 118, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1.9,2,
π.Ζ. Μορ. 2.13,1, Νικ. Θηρ. 673 κλπ.
– Κάνθων / κανθήλιος ήταν και όνομα
(φορτηγού όνου) γαϊδάρου, επειδή αυτό το ζώο τρώει και κάνθους / ακάνθους / αγκάθια.
– Αλλά και το έντομο [εις
κάνθαρον] > σκαθάρι / σκαραβαίος. Το πολύ δυνατό έντομο σκαθάρι, ως γνωστόν, λατρεύονταν
στην Αίγυπτο (βλ. Αισχύλ.).
– Αλλά και ομώνυμο ψάρι (6*).
– Αλλά και ένα είδος ναξιώτικου
πλοιάριου (Αριστοφ.).
Παροιμιωδώς οι Έλληνες λένε
«κανθάρου σκιαί», για όσους φοβούνται πράγματα ανάξια φόβου.
Στα «μαγικά» βρίσκουμε τον
κάνθαρο να χρησιμοποιείται σε τελετές:
– P II 159 κανθάρου ποίησις· λαβὼν κάνθαρον γεγλυμμένον, ὡς ὑπογέγραπται
[ποίηση / προετοιμασία κανθάρου: Πάρτε έναν εγχάρακτο κάνθαρο, όπως περιγράφεται παρακάτω]
– P VII 974 λαβὼν κάνθαρον ἡλιακὸν
θὲς ἐπὶ τὸ μέσον τῆς κεφαλῆς αὐτῆς
[πήρε έναν ηλιακό κάνθαρον
και τον έβαλε στην μέση του κεφαλιού της]
– P LXI 34 λαβὼν κάνθαρον ἡλιακὸν
τὸν τὰς ιβʹ ἀκτῖνας ἔχοντα ποίησον εἰς βησίον καλλάϊνον βαθὺ ἐν ἁρπαγῇ τῆς
σελήνης(5*) βληθῆναι
[πήρε ένα ηλιακό κάνθαρον,
αυτόν που έχει τις δώδεκα ακτίνες, και το έκανε να πέσει, στην νέα σελήνη(5*), σε
ένα βαθύ κύπελλο από κασσίτερο]
– P IV 751 λαβὼν κανθάρους
σεληνιακοὺς(5*) δύο ἐκθέωσον ὕδατι ποταμίῳ
[πήρε δυο σεληνιακούς(5*) κανθάρους,
και τις εκθέωσε στα ύδατα ποταμού]
– P IV 2456 ἐξαρτήσας αὐτοῦ (τοῦ
καλάμου) θριξὶ ἵππου ἄρσενος κάνθαρον τὸν ταυρόμορφον(4*) κατὰ τὸ μέσον δεδεμένον
[ένας κάνθαρος, σε σχήμα
ταύρου(4*), εξαρτάται / κρέμεται από το καλάμι, σε χαίτη αρσενικού αλόγου, δεμένο
στο κέντρο]
– P IV 65 θάψας τὸν κάνθαρον
ζμύρνῃ καὶ οἴνῳ Μενδησίῳ καὶ βυσσίνῳ[4]
[θάψε τον κάνθαρο με σμύρνα /
μύρο, οίνο Μένδης και βύσσινο / λινάρι]
– P IV 767 λαβὼν τὸν κάνθαρον
τρίψον μετὰ κατανάγκης[5] βοτάνης
καὶ βάλε εἰς βησίον[6] ὑελοῦν
[πάρε έναν κάνθαρο, συνέθλιψέ
τον με ένα βότανο / φυτό και βάλε το σε υάλινο κύπελλο]
– P VII 975 ἐπιστήσεται γὰρ ὁ
κληθεὶς καὶ ἀναγκάσει σε … ἀπολῦσαι τὸν κάνθαρον
[γιατί ο κληθείς / καλεσμένος
θα σταθεί εμπρός σου και θα σε αναγκάσει να ελευθερώσεις τον κάνθαρο]
– P IV 71 P IV 83 ὑπόθες αὐτῷ
… λύχνον καινὸν ἐξημμένον, ὡς τὴν ἀτμίδα τοῦ λύχνου ἐφικέσθαι ὀλίγον τοῦ
κανθάρου.
[βάλε από κάτω έναν καινό /
νέο αναμμένο λύχνο, ώστε ο ατμός / καπνός από τον λύχνο να φτάσει λίγο στον κάνθαρο].
– P IV 68 ἔλεξε … πεῖν αἷμα ἱέρακος
πελαγίου, τροφήν τε κάνθαρόν σοι.
[ο… τάδε… είπε ότι πίνεις το
αίμα του γερακιού του πελάγους και η τροφή σου είναι ο κάνθαρος]
– P IV 2594 γλύμμα κανθάρου· εἰς
λίθον σμάραγδον πολυτελῆ γλύψον κάνθαρον
[γλυπτός κάνθαρος είναι
χαραγμένος σε ένα πολύτιμο λίθο σμαραγδιού].[7]
– P V 238 εἰς δὲ τὸ ὑποκάτω τοῦ
κανθάρου γλύψον Ἶσιν ἱεράν
[γλυπτά χαράγματα στην ιερή
Ίσιδα στην κάτω πλευρά του κανθάρου].[8] – Ίσις < Δήμητρα, Ήρα, Σελήνη(5*), Αφροδίτη.
– P V 241 ἔστω δὲ ἐντὸς τοῦ
δράκοντος κ. ἀκτινωτὸς ἱερός
[να υπάρχει μέσα στον δράκο /
φίδι ένας ιερός σκαραβαίος στολισμένος με ακτίνες]
– P XII 275 λαβὼν μολίβου ἐπίγραψον
ἐπ’ αὐτοῦ ζῴδιον (χρίσας αἷμα αἰγός) καὶ ὑπὸ τὰ σκέλη κάνθαρον
[πάρε μολύβι και χάραξε ένα
ζώδιο στον κάνθαρο, αλείφοντας (με αίμα κατσίκας) από κάτω τον κάνθαρο][9]
– P XXXVI 183 γόνος ταύρου(4*)· ὠὸν
κανθάρου
[(κρυμμένο κάτω από μυστικά
ονόματα) το σπέρμα του ταύρου(4*) είναι αυγό κανθάρου]
– P XXXVI 183 ἐμοὶ ἵλαος ἔσσο,
κάνθαρε, χρυσοκόμην κλῄζω θεὸν ἀθάνατον, κάνθαρε.
[αυτογένεθλε[10] σε
χαιρετώ, κάνθαρε, χρυσομάλλη, σε λέω θεό αθάνατο, που οδηγείς τον κύκλο της
εύφορης φωτιάς
– P III 207, P VII 520 χαῖρε
… κάνθαρε, κύκλον ἄγων σπορίμου(**) πυρός, αὐτογένεθλε
[Σε χαιρετώ, κάνθαρε, που
οδηγείς τον κύκλο της σπορίμου / εύφορης φωτιάς, αυτοδημιούργητε].
– P IV 943 κ., ὁ πτεροφυὴς
μεσουρανῶν τύραννος, ἀπεκεφαλίσθη
[ο κάνθαρος, ο πτερωφυής τύραννος
(= άρχοντας), που βρίσκεται στην μέση του ουρανού (= Ήλιος), αποκεφαλίστηκε]
– P XII 45 ὥρᾳ δʹ μορφὴν ἔχεις
κανθάρου
[ώρα, έχεις την μορφὴ κανθάρου]
– P IV 1659 φοροῦντα τὸ μέγα
μυστήριον τοῦ κανθάρου τοῦ ἀναζωπυρηθέντος διὰ τῶν κεʹ ζῴων ὄρνεων
[φορώντας / κουβαλώντας το
μεγάλο μυστήριο του κανθάρου, που ἀναζωπυρώθηκε / αναγεννήθηκε μέσω 25 ζωντανών
όρνεων / πτηνών].
ΠΗΓΗ: Magica. Γ. Λεκάκης “Λεξικό των παραδόσεων των λαών του κόσμου”.
[1] εὔμαχος, -ον = ᾧ εὐκόλως
μάχεταί τις, εὐπολέμητος (Μάξιμ. Τύρ. 26.2), αυτός εναντίον του οποίου με
ευκολία μάχεται κάποιος. Το όνομα δεν ήταν και τόσο τιμητικό, γι’ αυτό και
σπανίζει στους Έλληνες
Ο μόνος γνωστός Εύμαχος υπήρξε ο υιός τού Χρύσιος, στρατηγός των Κορινθίων, στον
Πελοποννησιακό Πόλεμο.
. Άρα γε, εξακολουθεί το όνομα σήμερα ως βαπτιστικό στην Λέσβο;
[2] Βλ. P IV 795, P VII 780.
[3] «Καὶ ἀναπνοὴ τοῦ καπνοῦ ἐν τοῖς ἰπνοῖς. Τινὲς δὲ καὶ
καπνοδόχην. Καὶ μήποτε οἱ χυτρόποδες. Σικελοί. Καὶ εἰς ὃ τὰς κάχρυς φρύγουσιν»,
Ησύχ.
[4] Βύσσος, βύσσινος = αρχ. βαμβάκι ή βαμβακερό ύφασμα, μετάξι,
λεπτό λινάρι (βλ. Εμπεδ. 293, Θεόκρ. 2.73) > λεπτός υποκίτρινος λίνος >
κιτρινωπό λινάρι, αιγυπτιακό ή ινδικό > πολυτελές ύφασμα ή ένδυμα από βύσσο
(«ἐνεδυσάμην πορφύραν καὶ βύσσον», Παλαιά Διαθήκη). Εξ αυτού κατασκευάζονταν τα
υφάσματα / σάβανα των μουμιών των Αιγυπτίων. Μεταγενέστερα βάμβαξ (βλ. Φιλοστρ.
71, Πολυδ. Ζ΄, 76), διακρινόμενος από της καννάβεως και του λίνου (Παυσ. 6.26,6,
5.5,2) ή μετάξης, η οποία εθεωρείτο ως είδος βάμβακος (τα σηρικά), από φλοιό
ξαινομένης βύσσου (Στράβ. 693) > byssus η μεταξώδης κλωστὴ της pinna marina
> αιγυπτ. w d-t = είδος λιναριού, εβραϊστὶ bûtz, αραμ. bus) > linen, κλπ. Βλ. και Wilkinson’s Egypt.
Η παροιμιώδης
έκφραση των Ελλήνων «να λείπει το βύσσινο» δεν αφορά το φρούτο, αλλά το σάβανο.
Και
ο βύσσος αναφέρεται στα «μαγικά»: Εάν θέλετε κάποιος να σταματήσει να
εκνευρίζεται μαζί σας, αφού γράψετε αυτό το όνομα [θυμός] σε λινό, εμποτίστε το
με μύρο» P XII 179.
[5] το φυτό ορνιθόπους ο ήμερος, το οποίο χρησιμοποιούσαν
για παρασκευή μαγικών φίλτρων. Αλλά και το φυτό κήμος(***) (λεοντοπέταλο) είχε,
λένε, την δυνατότητα να δαμάζει. («ἄδηλόν τι φυτὸν ἐκ τοῦ εἴδους τῶν ἀναρριχωμένων,
ἐξ οὗ τὰ τοιαῦτα φίλτρα παρεσκευάζοντο», Δισκ. 4, 134).
(***)
κήμος / kemos / είδος φρούτου στην Θράκη με
θυλάκιο – Φωτ. Λέξ.
Κατανάγκη
= μέσον καταναγκασμού («ἐπῳδὰς καὶ καταδέσμους καὶ ἐρωτικὰς κατανάγκας»,
Συνέσ.), η μεγίστη ἀνάγκη, βία, βιαιότεραι (βλ. Ηλιόδ. 6,14).
[6] βῆσσα, βησᾶς, βῆσις, βωσίον = κύπελλο.
[7] Ίδιο με το P V 213: «γλύμμα κανθάρου· εἰς λίθον
σμάραγδον πολυτελῆ γλύψον κάνθαρον – [γλυπτός κάνθαρος: ένας κάνθαρος είναι
χαραγμένος σε ένα πολύτιμο λίθο σμαραγδιού].
[8] Ίδιο με το P V 238: «εἰς δὲ τὸ ὑποκάτω τοῦ κανθάρου
γλύψον Ἶσιν ἱεράν».
[9] Ίδιο με το P XII 437 2: «εἰς δὲ τὴν ὑποκάτω τὸν
κάνθαρον … χρίσας αἷμα αἰγός – [από κάτω τον κάνθαρο άλειψε αίμα κατσίκας].
Και
το P XII 275 «λαβὼν μολίβου ἐπίγραψον ἐπ’ αὐτοῦ ζῴδιον … καὶ ὑπὸ τὰ σκέλη
κάνθαρον».
[10] Αυτογέννητε.
(**) σπόριμος, -ον (< σπόρος):
– (όσον αφορά αγρό):
κατάλληλος για σπορά, για καλλιέργεια σιτηρών [«σπόριμο χωράφι», «γῆ σπόριμος» (Ξεν.)
«σπορίμοιο δι’ αὔλακος» (Θεόκρ.)].
– (όσον αφορά σπόρο ή φυτό)
κατάλληλος να σπαρεί, να παραγάγει καρπό («χόρτον σπόριμον σπεῖρον σπέρμα», ΠΔ)
– (όσον αφορά μήνα ή ημέρα) ο
κατάλληλος για να γίνει η σπορά
> τα σπόριμα = οι
σπαρμένοι αγροί, αλλά και «αἰδὼς σπόριμος» = το πέος (Μανέθων 3.396).
(6*) Το θαλασσινό ψάρι σκαθάρι (Spondyliosama cantharus) – γνωστό ως ασκάθαρος, βαγιούνο ή βαζιούνο – ανήκει στην οικογένεια των Σπαριδών (Sparidae). Συγγενεύει με τον σαργό, τον σπάρο και το μελανούρι. Το ψάρι αυτό έχει ένα είδος ερμαφροδιτισμού, γεννιέται θηλυκό και γίνεται αρσενικό [Ήλιος-Σελήνη(5*)].