Του Γιώργου Λεκάκη
Αυτό το ασημένιο τετράβολο
από την Ιστιαία [1] Ευβοίας, του 3ου– 2ου αιώνα π.Χ. εικονίζει
κεφάλι της νύμφης Ιστιαίας, προς τα δεξιά, με τα μαλλιά της δεμένα με στεφάνι
από φύλλα κισσού (ιέρεια του Διονύσου;) και μούρα[1]. Γράφει.
ΙΣΤΙΑΙΕΩΝ (;)
Και στην β΄όψη, την ίδια νύμφη,
καθισμένη προς τα αριστερά, στην πρύμνη πλοίου, κρατώντας γραφίδα στο δεξί της
χέρι και ακουμπώντας το αριστερό στο κατάστρωμα. Είναι εξαιρετικά σπάνιο η
πρύμνη να εικονίζεται προς τα αριστερά… (Σε λιγότερο γνωστά νομίσματα
της Ιστιαίας εικονίζεται ταύρος – ενώ σχέση Ιστιαίας – Κάτω Δουνάβεως,
προκύπτει και από τα αρχαία της νομίσματα). – ΔΙΑΒΑΣΤΕ επίσης: Γ. Λεκάκης “Αρχαίες πόλεις της Ευβοίας”.
Η νύμφη Ιστιαία, ήταν θυγατέρα
του Υριέως (υιού του Ποσειδώνος και της Αλκυόνης), αδελφή του Ωρεού.
Επί Ομήρου, στον Τρωικό εμφύλιο
των Ελλήνων πόλεμο, ανήκε στην επικράτεια του Χαλκοδωντιάδη Ελεφήνορα, βασιλέως
των Αβάντων Θρακών, οι οποίοι είχαν κατοικήσει έως και την Εύβοια. Έλαβε μέρος
μαζί με τις σπουδαιότερες ευβοϊκές πόλεις (Χαλκίς, Ερέτρια, Κήρινθος, κ.α.) στα
τρωικά, Ευρήματα μεταξύ Ιστιαίας και Ωρεών, υπάρχουν από μεσοελλαδικής εποχής
οικισμούς…
Νύμφη, στην γεμάτη υπόγεια ιαματικά ρεύματα Ιστιαία Ευβοίας (βλ. Αιδηψό, κ.ά.); – ΔΙΑΒΑΣΤΕ επίσης: Γ. Λεκάκης “Οι 755 ιαματικές πηγές της Ελλάδος”. Τα οποία φαίνεται
να υπονοεί ο τρόπος με τον οποίο είναι σχεδιασμένο το «πλοίο» και τα οποία
έρχονται από την Φθιώτιδα προς την Ιστιαία; – ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΠΡΟΣΕΧΩΣ…
Το εν λόγω νόμισμα προήρχετο από
την «συλλογή»… κάποιου… «B. L.» από την… Ελβετία… Ωόν τίλλεις…
Έχει διάμετρο 14 χλστ, και
βάρος 2,20 γραμμ.
Δυστυχώς δεν θα το ξαναδούμε
πια, διότι επωλήθη στην δημοπρασία obolos 26 (18.12.2022) της Nomos Ζυρίχης
για… 700 ελβετικά φράγκα…
ΠΗΓΗ: ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ,
1.12.2022.
– BCD Euboia 434.
ΣΗΜΕΙΩΣΙΣ:
[1] Το όνομα ετυμολογείται από την λέξη ιστίον (ιστός), λόγω της μεγάλης της παραγωγής ιστίων (= καταρτιών) πλοίων, από τα δένδρα του Τελεθρίου όρους Ευβοίας. Το ίδιο όπως και η Εστιαιώτις Θεσσαλίας απ’ όπου φαίνεται να προέρχονταν οι Ιστιαιώτες Ευβοίας.
[2] Μορόεντα τα ενώτια της Πηνελόπης, του Οδυσσέως, βασιλιά της Ιθάκης (βλ. Γ.
Στ. Κορρές «Έρματα τρίγληνα μορόεντα», εκδ. «Α. Σιδέρης», Αθήναι 1964).
Το μούρο ή συκάμινο είναι ο καρπός της μουριάς (το
γένος καλείται Morus). Λέγεται και:
– μουρνιά (Κρήτη) > τοπωνύμιο Μουρνιές κλπ,
– σκαμνιά (Άρτα),
– συκαμινιά (Κύπρος,
Ικαρία, Χίος)
– βαβατσινιά (Κύπρος) –
βαβάτσινοι (τα μούρα).
– μπαμπουσκιά (η μουριά
στην Χαλκιδική).