Του Γιώργου Λεκάκη
Πρωτεύουσα της Σλοβενίας είναι η Λιουμπλιάνα. – ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ για την ΣΛΟΒΕΝΙΑ, ΕΔΩ.
Η Λιουμπλιάνα ετυμολογείται
από την ελληνική Λυπλιανές (> Labacum, Lubiana, Laibach)[1].
Ήταν στην περιοχή, όπου ο
πλωτός ποταμός Ljubljanica[2] πλησίαζε
στον νυν Λόφο του Κάστρου!
Το έλος της Λιουμπλιάνα στην
Καρνιόλη κατοικήθηκε από ανθρώπους γύρω στο 2000 π.Χ. Αυτοί ζούσαν σε ξύλινες
κατοικίες, επί πασσάλων.[3] Εδώ
ευρέθη ο αρχαιότερος ξύλινος τροχός στον κόσμο – ένα από τα πιο αξιοσημείωτα
αρχαιολογικά ευρήματα της Σλοβενίας. Αυτοί οι άνθρωποι που κατοικούσαν στην
βαλτόλιμνη επιβίωσαν με το κυνήγι, την αλιεία και την γεωργία. Χρησιμοποιούσαν
ένα είδος «κανώ» / πιρόγας, κόβοντας το εσωτερικό των κορμών των δένδρων. Τα αρχαιολογικά τους κατάλοιπα, έχουν χαρακτηριστεί Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO (Ιούνιος 2011).
Στην θέση όμως της Λιουμπλιάνα
έκειτο η αρχαία ελληνική πόλη Ημόνα / Εμόνα[4]. Πόλις
της Παννονίας που ίδρυσε ο Ιάσων με τους Αργοναύτες του. Ονομάσθηκε από αυτόν,
προς τιμήν της θεσσαλικής πατρίδας του, Αιμονίας. Κατά την επιστροφή τους από
την Κολχίδα, και θέλοντας να ιδρύσουν εμπορική γραμμή Πόντος – Δούναβης –
Αδριατική, οι Αργοναύτες όταν βρέθηκαν κοντά στις ακτές της Ιταλίας, έκτισαν μια
πόλη, για να περάσουν τον χειμώνα. Ανέβηκαν τον Ίστρο (Δούναβι), μετά τον Σάο[5], ενάντια
στο ρέμα, με την βοήθεια κουπιών και βολικών θυελλωδών ανέμων, αφού τα
κατάφεραν, έκτισαν την πόλη ως μνημείο της άφιξής τους εκεί. Στον ποταμό
Λιουμπλιανίτσα οι Αργοναύτες αποσυναρμολόγησαν το πλοίο τους, για να μπορέσουν
να το μεταφέρουν στην Αδριατική Θάλασσα, όπου θα το ξανασυναρμολογούσαν[6], και
μαζί του θα επέστρεφαν στην Ελλάδα. Στον ποταμό Λιουμπλιανίτσα, όμως,
σταμάτησαν σε μια μεγάλη βαλτολίμνη, όπου ζούσε ένας δράκος…
Ο Ιάσων
αντιμετώπισε τον δράκο, νικώντας και σκοτώνοντάς τον! – σήμερα ο δράκος που
υπεραμύνθηκε της περιοχής, είναι το σύμβολο της πόλεως![7]
Θεωρητικά,
η πόλις ιδρύθηκε περίπου το 1222 π.Χ.
Κατά τον 1ο
αιώνα π.Χ. (15 μ.Χ.) στην θέση της εκτίσθη και ένα ρωμαϊκό στρατιωτικό οχυρό,
στην θέση της σημερινής Λιουμπλιάνα, κάτω από τον λόφο του Κάστρου. Και ο
ρωμαϊκός πια οικισμός Έμονα, οχυρωμένος με ισχυρά τείχη το 14 μ.Χ. Με πληθυσμό
5.000 – 6.000 κατοίκους, κυρίως έμποροι και τεχνίτες. Σημαντικό
παλαιοχριστιανικό κέντρο με ίδια θεά, την Equrna. Η διοικητική επικράτεια της Ημόνας
εκτεινόταν από την Τρωιανή[8], ίδρυμα
Τρώων, κατά μήκος των βουνών της Καραντανίας[9] προς τα
βόρεια, κοντά στην Višnja Gora[10] στα
ανατολικά, κατά μήκος του ποταμού Κόλαπι[11] στα
νότια και συνόρευε στα δυτικά με την επικράτεια της Ακουιλίας / Aquileia (στο νυν
χωριό Bevke[12]).
Η πόλις ήταν ένας από
τους λόγους για τον πόλεμο μεταξύ του Λικίνιου και του Μεγάλου Κωνσταντίνου,
επειδή ο Λικίνιος κατέστρεψε τις προτομές και τα αγάλματα του Κωνσταντίνου στην
Ημόνα[13].
Το 388 μ.Χ., η Έμονα
χαιρέτησε τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Θεοδόσιο Α’, που μπήκε απελευθερωτής
στην πόλη, μετά την νικηφόρα μάχη του Σάου, όπου ενίκησε τον στρατό του Ρωμαίου
σφετεριστή Μεγάλου Μάξιμου.
Ήταν έδρα επισκοπής με
εντατικές επαφές με τον εκκλησιαστικό κύκλο του Μιλάνου. Και πάνω στον δρόμο
του κεχριμπαριού.
Το 452, η Ημόνα
ουσιαστικά κατεστράφη από τους Ούννους, του Αττίλα.
Οι εναπομείναντες
κάτοικοί της εγκατέλειψαν την πόλη. Μερικοί από αυτούς έφτασαν στην ακτή της
Ιστρίας, όπου ίδρυσαν μια «δεύτερη Ημόνα», την Αιμονία[14].
Αλλά σε κάθε
κατασκευαστικό έργο, σήμερα στην Λιουμπλιάνα, βρίσκονται αρχαιολογικά ευρήματα:
Τμήματα ρωμαϊκού τείχους, οικιστικά σπίτια, αγάλματα, επιτύμβιες στήλες,
ψηφιδωτά, παλαιοχριστιανικό βαπτιστήριο, πρωτοχριστιανικός ναός του 4ου – 5ου
αι.…
Ο Αλάριχος ξεκίνησε από την
Ήμονα[15]…
Άλλες αρχαίες ελληνικές
πόλεις (που μετέπειτα συνέχισαν ως ρωμαϊκές) στην σημερινή Σλοβενία ήταν:
– το
Ναύπορτον[16],
– η Κύλια
/ Κέλεια[17], κ.ά.
Οι Ιλλυριοί, οι Ιάποδες[18], οι
Ταυρίσκοι Θράκες, οι Βενετοί, κ.ά. κατοίκησαν μετά την περιοχή…
Η Λιουμπλιάνα είναι
αδελφοποιημένη με την πόλη των Αθηνών.
ΠΗΓΗ: Γ. Λεκάκης
«Σύγχρονης Ελλάδος περιήγησις». ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 1.9.2019.
Ηρόδοτος, Σώζομενος,
Ζώσιμος Johann Gregor Thalnitscher (ιστορικός 18ου αι.).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] βλ. βίο του Γρεγεντίου, 10ου αι.
[2] Ποταμός, παραπόταμος του Σάου / Σαύου, που εμφανίζεται,
χάνεται μέσα σε σπήλαια, και επανεμφανίζεται, παίρνοντας διάφορα ονόματα
(Πιούκα, Ουντς, κλπ.).
[3] Ίχνη αυτών των αρχαίων οικισμών βρίσκονται κοντά στο
Ig, μια πόλη 10 χλμ. νότια της Λιουμπλιάνα.
[4] Η Ημόνα προέρχεται από την Αιμονία χώρα, που
αντιστοιχούσε – κατά προσέγγιση – στην σημερινή Θεσσαλία (*). Επήρε το όνομά
της από την Αιμόνη, η οποία στην ελληνική μυθολογία ήταν θυγατέρα του
Δευκαλίωνος και της Πύρρας, άρα αδελφή του Έλληνα.
– Κατ’ άλλους προέρχεται
από τον Αίμονα, υιός του οποίου ήταν ο Αχαιός – γενάρχης των Αχαιών. Αυτός ήταν
υιός του Διός και της Φθίας. (Κατ΄ άλλους, του Ποσειδώνος και της Λαρίσσης. Ή αδελφός
του Πελασγού και του Φθίου ή πατέρας του Φθίου – άρα γενάρχης και των Φθίων). Ήταν
πατέρας του Θεσσαλού, γι’ αυτό και η χώρα απαντάται και ως Αιμονία.
Ημόνα > Emona,
Aemona, Colonia Iulia Aemona.
[5] Παραπόταμος του Δουνάβεως > Σάος (σωτήριος, όπως το
όρος Σάος της Σαμοθράκης, που έσωσε τους ανθρώπους από τον κατακλυσμό του
Δαρδάνου, έτσι και ο Σάος ποταμός που έσωσε τους Αργοναύτες < σωτηρία, σώος,
save κλπ.)
> Σαύος, Σάβος, Σάβας, Σάβα (Сава, Sáva, Sava).
[6] Έτσι έκαναν και με τους ποταμούς στην νυν έκταση της Γαλλίας,
για να ανέβουν από την Μασσαλία στους Παροίκους / Παρισίους. Βλ. ανακοίνωση Γ. Λεκάκη στο 3ο Διεθνές Συνέδριο για την Ατλαντίδα, Θήρα, 25-26.6.2011.
[7] Βλ. Απολλώνιος Ρόδιος (IV), Διόδωρος Σικελιώτη, Ζώσιμος (V, 29, 2-3).
[8] Trojane, Trojana Trǫd’ane,
latere ville Troye, Troyn, vber den Troyan, Troyan > Atrans, Atrante. Πόλη της Καρνιόλας και της Στυρίας. Οι Ρωμαίοι έκτισαν
έναν δρόμο στην διαδρομή Aquileia – Ημόνα – Τρωιανής – Κελείας. Η Trojane ήταν
ένας σημαντικός ενδιάμεσος σταθμός, στρατιωτικός σταθμός και αγορά. Περιβαλλόταν
από ένα αμυντικό τείχος. Τα αρχαιολογικά ερείπια φαίνονται ακόμα. Στην Ρωμαϊκή
Αυτοκρατορία, η Τρωιανή βρισκόταν στα σύνορα μεταξύ της Ιταλίας – Νορικού /
Noricum.
Οι απαρχές του οικισμού χρονολογούνται
από την «προϊστορική» εποχή. Ο οικισμός της ρωμαϊκής εποχής ευρίσκεται κάτω από
τον σημερινό οικισμό. Με ευρήματα 1ου – 4ου αιώνα μ.Χ.: Εργοστάσιο κεραμικής με
κλιβάνους, στεγνωτήριο για κεραμικά, νεκροταφείο, χάλκινα αγάλματα αλόγων, κ.ά.
Μεγάλος αριθμός ρωμαϊκής εποχής πέτρινων μνημείων με επιγραφές είναι εντοιχισμένα
σε σπίτια στο «Trojane, V Zide» (σήμερα στους οικισμούς Podzid, Šentožbolt και
Hrastnik pri Trojane). Ευρέθη και βασιλικό κτίσμα με επιγραφή εποχής Μάρκου
Αυρήλιου – βλ. Enciklopedija Slovenije, εκδ. Mladinska knjiga, Λιουμπλιάνα,
1987-2002.
[9] Karawanks, Karavankas, Karavanks, Karavanke, Karawanken, Korotán. Όρη της Καρανδανίας (**) > Carnuntum, Carantanum, Carantanum, ο κάτοικος Καραντάνης < Καρινθία, Carinthia, Koroška Carantia
< Κάρνιοι, Carni, φυλή που κατοικούσε στις ανατολικές
Άλπεις.
[10] Weixelburg, Weichselburg,
Weichselberg – περιοχή της Κάτω Καρνιόλας.
[11] Colapis, Kupa,
Kolpa Kulpa, παραπόταμος του Σάου.
[12] Bewkch, Bevk.
[13] βλ. Αμμιανός Μαρκελλίνος, Hist., V1.5.15.
[14] Aemonia (νυν Novigrad, Cittanova = Νέα Πόλη, στην Ιστρία
Κροατίας).
[15] Βλ. Ζώσιμος.
[16] Nauportus, Navport,
νυν Vrhnika. Πόλις της Παννονίας, που επίσης ίδρυσαν οι Αργοναύτες,
με την θρυλική ναυτική απόβασή τους στον ποταμό – βλ. Πλίνιος ο Πρεσβύτερος. Κοντά στον
Ναύπορτο βρισκόταν ένα ποτάμι, που ονομαζόταν Κορκορας, δια μέσου του οποίου
γινόταν το εμπόριο και οι εντόπιοι παραλάμβαναν φορτία – βλ. Στράβων.
Αρχαία λείψανα του Ναύπορτου
βρέθηκαν στην νυν Βρνίκα στην κεντρική Σλοβενία. Στις όχθες του ποταμού
εντοπίστηκε και ανασκάφηκε ένα υστερορωμαϊκό εμπορικό κέντρο με αποθήκες (horrea
< χώροι) και κεντρική αγορά. Ίχνη του αμυντικού συστήματος της Claustra
Alpium Iuliarum, ενός πύργου μιας φρουράς και ενός υστερορωμαϊκού καστέλου βρέθηκαν
επίσης στην γύρω περιοχή – Στρ. Γεωγρ. §7.5.2. Τάκιτος «Annales», 1.20. Horvat J. “Nauportus“, DEDI – enciklopedija naravne in kulturne dediščine na Slovenskem.
[17] Με κατοίκηση από τον 12ο αι. π.Χ.
Κέλεια < ίσως Ηλεία, Ήλια,
Ίλια, από αποίκους από το Ίλιον (Τροία) > Celeae, Celeia
Cēlios > Ζέλια, Τσίλια, Τσίλι / Τσίλλι,
Τσέλι / Τσέλε, Τσιέλε/ Τσέλιε (Celje, Cylia, ecclesiae Celejanae, Zellia, Cilia, Cilli, Celee, Ceľe, Celьje, Cjele, Cele, Celie). Η κατάληξη -κέλεια είναι γνωστή ελληνική κατάληξη τοπωνυμίων (Δεκέλεια, κ.ά.).
[18] Ανήκουν στις θρακο-ιλλυρικές φυλές, όπως οι Λαβεάται,
οι Δασσαρήτιοι, οι Δαορσοί, κ.ά.
(*) Περί ετυμολογίας της Θεσσαλίας:
– Άλλος Θεσσαλός ήταν υιός της Μήδειας και του Ιάσονος. Γλυτωσε από την μητέρα του και κατάφερε να διαφύγει από την Κόρινθο και να μεταβεί στην Ιωλκό. Εκεί, μετά τον θάνατο του Ακάστου, επήρε την εξουσία και έγινε βασιλιάς, της χώρας που της έδωσε το όνομά του).
– Άλλος Θεσσαλός (υιός του Γραικού) εκ Θεσπρωτίας, κατέκτησε κάποτε την Θεσσαλία, και έδωσε στην περιοχή το όνομά του και σε μια πόλη, την Θεσσαλονίκη.
– Άλλος Θεσσαλός ήταν Ηρακλείδης (υιός του Ηρακλέους και της Χαλκιόπης ή της Αστυόχης (ομοθαλής αδελφός του Τληπολέμου), βασιλιάς στην Κω και απέστειλε τους υιούς του, Φείδιππο και Άντιφο, στον ελληνικό εμφύλιο Τρωικό Πόλεμο. Αυτοί, μετά την Άλωση της Τροίας, εγκαταστάθηκαν στην Θεσσαλία, την οποία και ονόμασαν προς τιμήν του πατρός τους].