Το
μετρό της Στοκχόλμης
«απαγγέλλει» Γιάννη Ρίτσο!
μετρό της Στοκχόλμης
«απαγγέλλει» Γιάννη Ρίτσο!
Της Νίτσας Δώρα
Οι στίχοι του Γιάννη Ρίτσου ομορφαίνουν το
μετρό της Στοκχόλμης σε τοιχογραφία στο σταθμό Τένστα. Κάθε διαδρομή με το
Τunnelbana είναι μία ασύλληπτη εμπειρία, αφού πρόκειται για μία ατέλειωτη
γκαλερί τέχνης (η μεγαλύτερη στον κόσμο) μήκους 110 χιλιομέτρων!
μετρό της Στοκχόλμης σε τοιχογραφία στο σταθμό Τένστα. Κάθε διαδρομή με το
Τunnelbana είναι μία ασύλληπτη εμπειρία, αφού πρόκειται για μία ατέλειωτη
γκαλερί τέχνης (η μεγαλύτερη στον κόσμο) μήκους 110 χιλιομέτρων!
Στο μετρό της Στοκχόλμης, ανάμεσα σε έργα
τέχνης – μωσαϊκά, γλυπτά, ψηφιδωτά, κατασκευές – από 150 καλλιτέχνες βρίσκονται και οι στίχοι
του Γιάννη Ρίτσου, από το «Γράμμα στον
Ζολιό-Κιουρί», ένα καταπληκτικό κείμενο-ύμνος για την λευτεριά και την ειρήνη,
που έγραψε από την εξορία του στον Άγιο Ευστράτιο, το 1950.
τέχνης – μωσαϊκά, γλυπτά, ψηφιδωτά, κατασκευές – από 150 καλλιτέχνες βρίσκονται και οι στίχοι
του Γιάννη Ρίτσου, από το «Γράμμα στον
Ζολιό-Κιουρί», ένα καταπληκτικό κείμενο-ύμνος για την λευτεριά και την ειρήνη,
που έγραψε από την εξορία του στον Άγιο Ευστράτιο, το 1950.
Ο Γάλλος φυσικός Frédéric
Joliot-Curie (1900–1958), γαμβρός της μαντάμ-Κιουρί ήταν πρόεδρος του
Παγκοσμίου Συμβουλίου Ειρήνης. Σύζυγος της Ιρέν Ζολιό-Κιουρί, μαζί με την οποία
βραβεύθηκαν με το βραβείο Νόμπελ Χημείας (1935) για την ανακάλυψη της τεχνητής
ραδιενέργειας.
Joliot-Curie (1900–1958), γαμβρός της μαντάμ-Κιουρί ήταν πρόεδρος του
Παγκοσμίου Συμβουλίου Ειρήνης. Σύζυγος της Ιρέν Ζολιό-Κιουρί, μαζί με την οποία
βραβεύθηκαν με το βραβείο Νόμπελ Χημείας (1935) για την ανακάλυψη της τεχνητής
ραδιενέργειας.
Το 1990 απονεμήθηκε στον Ρίτσο το μετάλλιο «Ζολιό Κιουρί»,
ανώτατη διάκριση του Παγκοσμίου Συμβουλίου Ειρήνης.
ανώτατη διάκριση του Παγκοσμίου Συμβουλίου Ειρήνης.
Αυτοί οι στίχοι εκπροσωπούν τον ελληνικό
πολιτισμό με τον πιο ωραίο τρόπο!
πολιτισμό με τον πιο ωραίο τρόπο!
Ιδού το ποίημα ολόκληρο:
ΑΓΑΠΗΜΕΝΕ
μου Ζολιό, σου γράφω από τον Άη ‒ Στράτη.
μου Ζολιό, σου γράφω από τον Άη ‒ Στράτη.
Βρισκόμαστε
δω πέρα, κάπου τρεις χιλιάδες
δω πέρα, κάπου τρεις χιλιάδες
άνθρωποι
απλοί, δουλευτάδες, γραμματιζούμενοι
απλοί, δουλευτάδες, γραμματιζούμενοι
με
μια τρύπια κουβέρτα στον ώμο μας
μια τρύπια κουβέρτα στον ώμο μας
μ’
ένα κρεμμύδι, πέντε ελιές κ’ ένα ξεροκόμματο φως στο ταγάρι μας
ένα κρεμμύδι, πέντε ελιές κ’ ένα ξεροκόμματο φως στο ταγάρι μας
άνθρωποι
απλοί σαν τα δέντρα μπροστά στον ήλιο
απλοί σαν τα δέντρα μπροστά στον ήλιο
άνθρωποι
που δεν έχουμε άλλο κρίμα στο λαιμό μας
που δεν έχουμε άλλο κρίμα στο λαιμό μας
εξόν
μονάχα που αγαπάμε όπως και συ
μονάχα που αγαπάμε όπως και συ
τη
λευτεριά και την ειρήνη.
λευτεριά και την ειρήνη.
ΑΔΕΛΦΕ
μου Ζολιό, κάμποσα χρόνια τώρα τριγυρνάμε
μου Ζολιό, κάμποσα χρόνια τώρα τριγυρνάμε
από
ξερονήσι σε ξερονήσι
ξερονήσι σε ξερονήσι
κουβαλώντας
στη ράχη μας τις σκηνές μας
στη ράχη μας τις σκηνές μας
μην
προφταίνοντας να στήσουμε τις σκηνές μας
προφταίνοντας να στήσουμε τις σκηνές μας
μην
προφταίνοντας να στήσουμε δυο λιθάρια να βάλουμε πάνου το τσουκάλι μας
προφταίνοντας να στήσουμε δυο λιθάρια να βάλουμε πάνου το τσουκάλι μας
μην
προφταίνοντας να ξυριστούμε και να καπνίσουμε μισό τσιγάρο.
προφταίνοντας να ξυριστούμε και να καπνίσουμε μισό τσιγάρο.
Από
προσκλητήριο σε προσκλητήριο
προσκλητήριο σε προσκλητήριο
από
αγγαρεία σε αγγαρεία
αγγαρεία σε αγγαρεία
κουβαλώντας
στις τσέπες μας κάτι παλιές φωτογραφίες της άνοιξης
στις τσέπες μας κάτι παλιές φωτογραφίες της άνοιξης
‒
όσο πάει ξεθωριάζουν ‒ δε γνωρίζονται ‒
όσο πάει ξεθωριάζουν ‒ δε γνωρίζονται ‒
θα
‘ταν αυτός ο κήπος μας ‒ πώς ήταν;
‘ταν αυτός ο κήπος μας ‒ πώς ήταν;
‒
πώς είναι ένα στόμα που λέει «σ’ αγαπώ» ;
πώς είναι ένα στόμα που λέει «σ’ αγαπώ» ;
πώς
είναι δυο χέρια που ανεβάζουν στον ώμο την κουβέρτα σου
είναι δυο χέρια που ανεβάζουν στον ώμο την κουβέρτα σου
όταν
εσύ κοιμάσαι μόνο με το φρεσκοπλυμένο πουκάμισο του χαμόγελου; ‒ δε θυμόμαστε.
εσύ κοιμάσαι μόνο με το φρεσκοπλυμένο πουκάμισο του χαμόγελου; ‒ δε θυμόμαστε.
Θυμόμαστε
μονάχα
μονάχα
μια
φεγγερή φωνή μέσα στη νύχτα
φεγγερή φωνή μέσα στη νύχτα
μια
σιγανή φωνή να λέει: λευτεριά και ειρήνη.
σιγανή φωνή να λέει: λευτεριά και ειρήνη.
ΕΤΣΙ
από ξερονήσι σε ξερονήσι
από ξερονήσι σε ξερονήσι
κουβαλώντας
από λύπη σε λύπη το μπόγο μας
από λύπη σε λύπη το μπόγο μας
κουβαλώντας
την καρδιά μας μέσα στο μπόγο μας
την καρδιά μας μέσα στο μπόγο μας
κουβαλώντας
την πίστη μας μέσα στην καρδιά μας
την πίστη μας μέσα στην καρδιά μας
πολλές
φορές δίχως ψωμί
φορές δίχως ψωμί
πολλές
φορές δίχως νερό
φορές δίχως νερό
μ’
αλυσίδες στα χέρια
αλυσίδες στα χέρια
μην
προφταίνοντας να πιάσουμε φιλία μ’ ένα δέντρο ή μ’ ένα παράθυρο
προφταίνοντας να πιάσουμε φιλία μ’ ένα δέντρο ή μ’ ένα παράθυρο
πάντα
μ’ αλυσίδες στα χέρια
μ’ αλυσίδες στα χέρια
γιατί
είμαστε κάτι άνθρωποι έτσι απλοί
είμαστε κάτι άνθρωποι έτσι απλοί
κάτι
κεφάλια αγύριστα
κεφάλια αγύριστα
που
ποτέ δεν ξεμάθαμε ν’ αγαπάμε
ποτέ δεν ξεμάθαμε ν’ αγαπάμε
όπως
και συ, τη λευτεριά και την ειρήνη.
και συ, τη λευτεριά και την ειρήνη.
ΠΕΡΑΣΑΜΕ
πολύν καιρό στο Μακρονήσι
πολύν καιρό στο Μακρονήσι
κοιμηθήκαμε
μάγουλο με μάγουλο με το θάνατο,
μάγουλο με μάγουλο με το θάνατο,
πολλοί
αφήσανε κει πέρα τα κόκκαλά τους
αφήσανε κει πέρα τα κόκκαλά τους
πολλοί
αφήσανε τα πόδια τους και τα χέρια τους
αφήσανε τα πόδια τους και τα χέρια τους
πολλοί
τώρα περπατάνε με δεκανίκια
τώρα περπατάνε με δεκανίκια
πολλοί
δεν περπατάνε καθόλου
δεν περπατάνε καθόλου
πολλοί
φωνάζουν τις νύχτες στον ύπνο τους
φωνάζουν τις νύχτες στον ύπνο τους
πολλοί
δεν έχουν καθόλου μιλιά
δεν έχουν καθόλου μιλιά
πολλοί
δεν μπορούνε πια να δουν
δεν μπορούνε πια να δουν
πως
σεργιανάει ένα σύγνεφο την τριανταφυλλιά θλίψη του στην ευγένεια των βραδινών
νερών
σεργιανάει ένα σύγνεφο την τριανταφυλλιά θλίψη του στην ευγένεια των βραδινών
νερών
πολλοί
δεν μπορούνε πια να καταλάβουν τη φωνή της μάνας τους‒
δεν μπορούνε πια να καταλάβουν τη φωνή της μάνας τους‒
κι
όλο το φταίξιμό μας ήταν που αγαπάμε
όλο το φταίξιμό μας ήταν που αγαπάμε
όπως
και συ, τη λευτεριά και την ειρήνη.
και συ, τη λευτεριά και την ειρήνη.
ΕΚΕΙ,
Ζολιό, ήταν πέτρες, πολλές πέτρες
Ζολιό, ήταν πέτρες, πολλές πέτρες
μονάχα
πέτρες με σφιγμένα δόντια
πέτρες με σφιγμένα δόντια
μονάχα
φωνές πιο σκληρές απ’ τις πέτρες
φωνές πιο σκληρές απ’ τις πέτρες
και
πληγές σιωπηλές σαν τις πέτρες
πληγές σιωπηλές σαν τις πέτρες
και
μπότες που χτυπούσαν τις πέτρες.
μπότες που χτυπούσαν τις πέτρες.
Τούτες
τις πέτρες κουβαλούσαμε στη ράχη μας,
τις πέτρες κουβαλούσαμε στη ράχη μας,
τούτες
τις πέτρες σκάβαμε με τα νύχια μας.
τις πέτρες σκάβαμε με τα νύχια μας.
Δεν
ξέρω αν ήταν ουρανός ‒ δεν ήταν.
ξέρω αν ήταν ουρανός ‒ δεν ήταν.
Μονάχα
πέτρες, πολλές πέτρες,
πέτρες, πολλές πέτρες,
κι
όμως, Ζολιό, πάνου σ’ αυτές τις πέτρες
όμως, Ζολιό, πάνου σ’ αυτές τις πέτρες
ακούγαμε
κρυφά τα βράδια,
κρυφά τα βράδια,
με
τ’ αυτί κολλημένο στην πληγή μας,
τ’ αυτί κολλημένο στην πληγή μας,
ακούγαμε
να σεργιανάει η λευτεριά κ’ η ειρήνη.
να σεργιανάει η λευτεριά κ’ η ειρήνη.
ΒΕΒΑΙΑ,
Ζολιό, κάπου θα υπήρχε ο αποσπερίτης
Ζολιό, κάπου θα υπήρχε ο αποσπερίτης
ξεφυλλίζοντας
τη μαργαρίτα του πόνου απ’ τη λύπη του κόσμου,
τη μαργαρίτα του πόνου απ’ τη λύπη του κόσμου,
και
βέβαια θα υπήρχε ‒ δε βλέπαμε.
βέβαια θα υπήρχε ‒ δε βλέπαμε.
Απ’
όλες τις μεριές ήμασταν κλειδωμένοι
όλες τις μεριές ήμασταν κλειδωμένοι
από
παντού μας με τα τυφλά τους μάτια τα ντουφέκια
παντού μας με τα τυφλά τους μάτια τα ντουφέκια
από
παντού τα κλεφτοφάναρα άνοιγαν τρύπες στο σκοτάδι
παντού τα κλεφτοφάναρα άνοιγαν τρύπες στο σκοτάδι
παντού
μέσα σ’ αυτές τις τρύπες καθόταν σταυροπόδι ο θάνατος ‒ μας κοίταζε ‒
μέσα σ’ αυτές τις τρύπες καθόταν σταυροπόδι ο θάνατος ‒ μας κοίταζε ‒
απάνου
σ’ όλες τις σκοπιές οι φρουροί φώναζαν:
σ’ όλες τις σκοπιές οι φρουροί φώναζαν:
Αλτ,
τις ει; Αλτ, τις ει; Αλτ, τις ει;
τις ει; Αλτ, τις ει; Αλτ, τις ει;
Δεν
ήταν τίποτα
ήταν τίποτα
μονάχα
ο φόβος τους
ο φόβος τους
δε
βλέπαν τίποτα
βλέπαν τίποτα
μονάχα
τον ίσκιο τους ‒
τον ίσκιο τους ‒
όμως
εμείς το ξέραμε, Ζολιό,
εμείς το ξέραμε, Ζολιό,
κάτου
απ’ τις μαύρες καμάρες που άνοιγαν οι φωνές τους
απ’ τις μαύρες καμάρες που άνοιγαν οι φωνές τους
έρχονταν
να μας ανταμώσουν συνωμοτικά
να μας ανταμώσουν συνωμοτικά
η
λευτεριά κ’ η ειρήνη.
λευτεριά κ’ η ειρήνη.
ΖΟΛΙΟ,
ήταν πικρό το ψωμί που γευτήκαμε
ήταν πικρό το ψωμί που γευτήκαμε
ήταν
πικρό να ξημερώνει
πικρό να ξημερώνει
και
να μη νοιάζεσαι να πλυθείς και να κοιτάξεις τον ήλιο
να μη νοιάζεσαι να πλυθείς και να κοιτάξεις τον ήλιο
ήταν
πικρό να βραδιάζει και να μη σε γνωρίζει ένα αστέρι
πικρό να βραδιάζει και να μη σε γνωρίζει ένα αστέρι
ήταν
πικρό να νυχτώνει δίχως να ‘χεις ένα στίχο να σταυρώσεις το προσκέφαλό σου
πικρό να νυχτώνει δίχως να ‘χεις ένα στίχο να σταυρώσεις το προσκέφαλό σου
ήταν
πικρό να θέλουν να πεθάνεις πριν προφτάσεις να πεις το τραγούδι σου
πικρό να θέλουν να πεθάνεις πριν προφτάσεις να πεις το τραγούδι σου
ήταν
πικρό να ‘ναι τόσο όμορφη η ζωή και συ να πρέπει να πεθάνεις
πικρό να ‘ναι τόσο όμορφη η ζωή και συ να πρέπει να πεθάνεις
γιατί
αγαπάς τη λευτεριά και την ειρήνη.
αγαπάς τη λευτεριά και την ειρήνη.
ΟΙ
ΝΥΧΤΕΣ μας στάθηκαν πολύ βαριές
ΝΥΧΤΕΣ μας στάθηκαν πολύ βαριές
σαν
όταν δε σ’ αφήνουνε να πεις την αλήθεια
όταν δε σ’ αφήνουνε να πεις την αλήθεια
και
το φεγγάρι κρεμόταν στον ουρανό
το φεγγάρι κρεμόταν στον ουρανό
όπως
κρέμεται η τραγιάσκα του σκοτωμένου στο καρφί της πόρτας
κρέμεται η τραγιάσκα του σκοτωμένου στο καρφί της πόρτας
κι
όταν βγάζαμε τα παπούτσια μας
όταν βγάζαμε τα παπούτσια μας
και
μέσα στις τσέπες μας καθόταν ο φόβος
μέσα στις τσέπες μας καθόταν ο φόβος
και
μέσα στα νύχια μας καθόταν ο φόβος ‒
μέσα στα νύχια μας καθόταν ο φόβος ‒
δε
λέω, Ζολιό, πολύ φοβόμαστε για μας
λέω, Ζολιό, πολύ φοβόμαστε για μας
μα
πιότερο φοβόμαστε, Ζολιό,
πιότερο φοβόμαστε, Ζολιό,
για
τη λευτεριά και την ειρήνη.
τη λευτεριά και την ειρήνη.
ΠΟΛΛΑ
τραβήξαμε, Ζολιό, πολλά,
τραβήξαμε, Ζολιό, πολλά,
πολλά
τραβάμε,
τραβάμε,
να
κοιμόμαστε με τις αρβύλες μας
κοιμόμαστε με τις αρβύλες μας
να
μην έχουμε νερό στην κάψα του μεσημεριού
μην έχουμε νερό στην κάψα του μεσημεριού
να
μην έχουμε γράμματα στην παγωνιά της νύχτας
μην έχουμε γράμματα στην παγωνιά της νύχτας
να
μην μπορούμε να ακούσουμε τη σιωπή
μην μπορούμε να ακούσουμε τη σιωπή
ανάμεσα
σε δυο λόγια
σε δυο λόγια
ανάμεσα
σε δυο χέρια που σφίγγονται
σε δυο χέρια που σφίγγονται
τη
σιωπή λίγο πριν απ’ τον ύπνο
σιωπή λίγο πριν απ’ τον ύπνο
τη
σιωπή λίγο πιο ύστερα απ’ τον έρωτα
σιωπή λίγο πιο ύστερα απ’ τον έρωτα
τη
σιωπή όταν κλείνει ένα παντζούρι στη βροχή
σιωπή όταν κλείνει ένα παντζούρι στη βροχή
τη
σιωπή όταν ανοίγει ένα λουλούδι
σιωπή όταν ανοίγει ένα λουλούδι
όταν
ανάβουμε τη λάμπα και δε λείπει κανένας
ανάβουμε τη λάμπα και δε λείπει κανένας
όταν
σβήνουμε τη λάμπα και λέμε «καληνύχτα»
σβήνουμε τη λάμπα και λέμε «καληνύχτα»
τη
σιωπή ύστερ’ απ’ τα χειροκροτήματα
σιωπή ύστερ’ απ’ τα χειροκροτήματα
εκείνη
τη βαθιά, στοχαστική σιωπή
τη βαθιά, στοχαστική σιωπή
που
σχεδιάζει με το δάχτυλο στο χώμα την ευτυχία του κόσμου
σχεδιάζει με το δάχτυλο στο χώμα την ευτυχία του κόσμου
ύστερ’
απ’ την παρέλαση της λευτεριάς και της ειρήνης.
απ’ την παρέλαση της λευτεριάς και της ειρήνης.
ΖΟΛΙΟ,
μας κυνηγάνε στην πατρίδα μας
μας κυνηγάνε στην πατρίδα μας
γιατί
αγαπάμε πολύ την πατρίδα μας
αγαπάμε πολύ την πατρίδα μας
γιατί
αγαπάμε τούτες τις γριούλες μας ελιές
αγαπάμε τούτες τις γριούλες μας ελιές
με
τα σταχτιά τσεμπέρια τους και το ρυτιδωμένο τους χαμόγελο
τα σταχτιά τσεμπέρια τους και το ρυτιδωμένο τους χαμόγελο
γιατί
αγαπάμε τα βασανισμένα αμπέλια μας με το θυμό τους και τη λύπη τους
αγαπάμε τα βασανισμένα αμπέλια μας με το θυμό τους και τη λύπη τους
ετούτα
τα σπασμένα μάρμαρα που φέγγουνε το βράδι τα φτωχά
τα σπασμένα μάρμαρα που φέγγουνε το βράδι τα φτωχά
κατώφλια
μας και τα νυχτέρια μας
μας και τα νυχτέρια μας
ετούτες
τις πορτοκαλιές που ανάβουνε τα κίτρινα φανάρια τους
τις πορτοκαλιές που ανάβουνε τα κίτρινα φανάρια τους
πάνου
από τα σκυμμένα μέτωπα
από τα σκυμμένα μέτωπα
ετούτα
τα πλατάνια που κρατάν στους ώμους τους τον ήλιο και
τα πλατάνια που κρατάν στους ώμους τους τον ήλιο και
τα
χρόνια και τα καριοφίλια
χρόνια και τα καριοφίλια
ετούτα
‘δω τα χωματένια χέρια που κρατάνε την τιμή του κόσμου.
‘δω τα χωματένια χέρια που κρατάνε την τιμή του κόσμου.
Μας
κυνηγάνε, Ζολιό, γιατί δε θέλουμε
κυνηγάνε, Ζολιό, γιατί δε θέλουμε
να
βλαστημάν το χώμα μας οι ξένες μπότες
βλαστημάν το χώμα μας οι ξένες μπότες
γιατί
δε θέλουμε, Ζολιό, να ’ναι η πατρίδα μας
δε θέλουμε, Ζολιό, να ’ναι η πατρίδα μας
έξω
απ’ τη λευτεριά και την ειρήνη.
απ’ τη λευτεριά και την ειρήνη.
ΤΩΡΑ
όσο πάει λιγοστεύουν οι καρέκλες γύρω στο τραπέζι του σπιτιού μας
όσο πάει λιγοστεύουν οι καρέκλες γύρω στο τραπέζι του σπιτιού μας
κ’
είναι λυπημένες οι καρέκλες πάνου απ’ τον ίσκιο τους,
είναι λυπημένες οι καρέκλες πάνου απ’ τον ίσκιο τους,
όταν
βραδιάζει είναι μονάχες οι καρέκλες
βραδιάζει είναι μονάχες οι καρέκλες
κ’
η φοινικιά είναι μονάχη στην αυλή του σπιτιού μας
η φοινικιά είναι μονάχη στην αυλή του σπιτιού μας
βρέχει
τη μοναξιά της πάνου στο χώμα
τη μοναξιά της πάνου στο χώμα
κ’
η μάνα μας είναι πιο μονάχη
η μάνα μας είναι πιο μονάχη
όταν
πλέκει τα τσουράπια κείνου του λείπει
πλέκει τα τσουράπια κείνου του λείπει
και
δεν ξέρει κείνος που λείπει είναι σκοτωμένος
δεν ξέρει κείνος που λείπει είναι σκοτωμένος
και
καμιά γειτόνισσα δεν έρχεται να νυχτερέψει μαζί της
καμιά γειτόνισσα δεν έρχεται να νυχτερέψει μαζί της
γιατί
φοβούνται οι άνθρωποι τις μανάδες των ηρώων
φοβούνται οι άνθρωποι τις μανάδες των ηρώων
(είδες,
Ζολιό, πώς καταντήσαν τους ανθρώπους;)
Ζολιό, πώς καταντήσαν τους ανθρώπους;)
μονάχα
απ’ το περβάζι του παράθυρου
απ’ το περβάζι του παράθυρου
σκύβουν
να την καλησπερίσουν
να την καλησπερίσουν
οι
δυο κουμπάρες της: η λευτεριά κ’ η ειρήνη.
δυο κουμπάρες της: η λευτεριά κ’ η ειρήνη.
ΖΟΛΙΟ,
εδώ πέρα κάνουν τη ζωή πολύ δύσκολη
εδώ πέρα κάνουν τη ζωή πολύ δύσκολη
και
το θάνατο πολύ εύκολο.
το θάνατο πολύ εύκολο.
Κι
όμως ποτέ δεν πεθαίνει εύκολα κανένας.
όμως ποτέ δεν πεθαίνει εύκολα κανένας.
Ξέρεις
εσύ πόσο στοιχίζει στον κόσμο ακόμα ένα άδειο κρεβάτι
εσύ πόσο στοιχίζει στον κόσμο ακόμα ένα άδειο κρεβάτι
δυο
άδεια σκονισμένα παπούτσια κάτου απ’ το κρεβάτι
άδεια σκονισμένα παπούτσια κάτου απ’ το κρεβάτι
ο
ήλιος που μπαίνει τ’ απόγευμα στο σπίτι από το δυτικό παράθυρο
ήλιος που μπαίνει τ’ απόγευμα στο σπίτι από το δυτικό παράθυρο
φωτίζοντας
το σακάκι του νεκρού που κρέμεται ακόμα στον τοίχο,
το σακάκι του νεκρού που κρέμεται ακόμα στον τοίχο,
εσύ
ξέρεις πόσο στοιχίζει στον κόσμο να σκοτώνονται
ξέρεις πόσο στοιχίζει στον κόσμο να σκοτώνονται
κείνοι
που αγάπησαν τη λευτεριά και την ειρήνη.
που αγάπησαν τη λευτεριά και την ειρήνη.
ΕΙΝΑΙ
σκληρή εδώ η ζωή ‒
σκληρή εδώ η ζωή ‒
πάντα
έτσι γίνεται όπου οι νεκροί πληθαίνουν.
έτσι γίνεται όπου οι νεκροί πληθαίνουν.
Ανάμεσα
απ’ τη σκαλωσιά μιας κρεμάλας
απ’ τη σκαλωσιά μιας κρεμάλας
κοιτάμε
τον ουρανό.
τον ουρανό.
Αυτά
είναι τα παράθυρά μας.
είναι τα παράθυρά μας.
Κι
ωστόσο είναι να κλαις από χαρά , Ζολιό ‒
ωστόσο είναι να κλαις από χαρά , Ζολιό ‒
για
δες πως φέγγει ο ήλιος ‒
δες πως φέγγει ο ήλιος ‒
ανάμεσα
από τούτα τα παράθυρα μια λυγαριά περνάει το χέρι της ‒
από τούτα τα παράθυρα μια λυγαριά περνάει το χέρι της ‒
μας
χαιρετάει,
χαιρετάει,
μας
χαιρετάει όλη η ζωή ‒ κ’ είναι να κλαις από χαρά χαϊδεύοντας
χαιρετάει όλη η ζωή ‒ κ’ είναι να κλαις από χαρά χαϊδεύοντας
ετούτο
το αργασμένο, το ιδρωμένο χέρι που σου απλώνει ο κόσμος.
το αργασμένο, το ιδρωμένο χέρι που σου απλώνει ο κόσμος.
Ζολιό,
πώς φέγγει ο ήλιος! Θαρρώ πως τούτο γίνεται
πώς φέγγει ο ήλιος! Θαρρώ πως τούτο γίνεται
γιατί
αγαπάμε κάθε μέρα πιο πολύ
αγαπάμε κάθε μέρα πιο πολύ
όπως
και ‘σύ, τη λευτεριά και την ειρήνη.
και ‘σύ, τη λευτεριά και την ειρήνη.
ΕΔΩ
οι καρδιές είναι σαν τα καμένα σπίτια,
οι καρδιές είναι σαν τα καμένα σπίτια,
‒ούτε
στέγη, ούτε πόρτες, ούτε παράθυρα,
στέγη, ούτε πόρτες, ούτε παράθυρα,
παντού
καψαλιασμένες τρύπες, καπνισμένα δοκάρια,
καψαλιασμένες τρύπες, καπνισμένα δοκάρια,
από
παντού μπαίνει ουρανός.
παντού μπαίνει ουρανός.
Κ’
είναι παράξενο, Ζολιό, ‒ δεν είναι; ‒
είναι παράξενο, Ζολιό, ‒ δεν είναι; ‒
να
βλέπεις ανάμεσα σ’ αυτές τις τρύπες
βλέπεις ανάμεσα σ’ αυτές τις τρύπες
να
περνάνε τα σύγνεφα και τα χρόνια
περνάνε τα σύγνεφα και τα χρόνια
να
περνάνε τα πουλιά και τα δειλινά
περνάνε τα πουλιά και τα δειλινά
ν’
ανάβουν και να σβήνουν τ’ αστέρια
ανάβουν και να σβήνουν τ’ αστέρια
ανάμεσα
από τούτα τα μαύρα δοκάρια.
από τούτα τα μαύρα δοκάρια.
Είναι
παράξενο να υπάρχουνε τόσα καμένα σπίτια
παράξενο να υπάρχουνε τόσα καμένα σπίτια
και
να κοιτάς τον ουρανό μες από τα καμένα σπίτια
να κοιτάς τον ουρανό μες από τα καμένα σπίτια
και
πιο παράξενο να ‘ναι τόσο γαλάζιος ο ουρανός.
πιο παράξενο να ‘ναι τόσο γαλάζιος ο ουρανός.
Κι
όμως παράξενο καθόλου, μες απ’ τα γυμνά πλευρά
όμως παράξενο καθόλου, μες απ’ τα γυμνά πλευρά
να
φέγγει την καρδιά μας τόση λευτεριά και ειρήνη.
φέγγει την καρδιά μας τόση λευτεριά και ειρήνη.
ΚΑΘΕ
μέρα πληθαίνουν οι τάφοι,
μέρα πληθαίνουν οι τάφοι,
τάφοι,
τάφοι, τάφοι,
τάφοι, τάφοι,
γέμισε
η γη μας τάφους, αδελφέ μου,
η γη μας τάφους, αδελφέ μου,
δεν
έμεινε μια σπιθαμή στη γη μας
έμεινε μια σπιθαμή στη γη μας
να
φυτέψουμε τριαντάφυλλα
φυτέψουμε τριαντάφυλλα
να
παίξουν τόπι τα παιδιά
παίξουν τόπι τα παιδιά
να
φιληθούν δυο αγαπημένοι.
φιληθούν δυο αγαπημένοι.
Μα
πάντα μένει πολύς τόπος
πάντα μένει πολύς τόπος
πάνου
απ’ τους τάφους μας, Ζολιό
απ’ τους τάφους μας, Ζολιό
για
τη λευτεριά και την ειρήνη.
τη λευτεριά και την ειρήνη.
ΠΟΛΥΝ
καιρό δεν κουβεντιάσαμε παρά μόνο με το θάνατο,
καιρό δεν κουβεντιάσαμε παρά μόνο με το θάνατο,
ψειρίσαμε
στα γόνατά μας το θάνατο
στα γόνατά μας το θάνατο
όπως
ψειρίσαμε τη φανέλα μας
ψειρίσαμε τη φανέλα μας
κι
ακόμα μες στις τσέπες μας μένουν τα ψίχουλα
ακόμα μες στις τσέπες μας μένουν τα ψίχουλα
απ’
το ψωμί που μοιραστήκαμε με το θάνατο
το ψωμί που μοιραστήκαμε με το θάνατο
γι’
αυτό και τα λόγια μας είναι άβολα
αυτό και τα λόγια μας είναι άβολα
γι’
αυτό κ’ είναι πικρό το στόμα μας
αυτό κ’ είναι πικρό το στόμα μας
που
δεν μπορέσαμε ακόμα να φιλήσουμε στο κούτελο
δεν μπορέσαμε ακόμα να φιλήσουμε στο κούτελο
τη
λευτεριά και την ειρήνη.
λευτεριά και την ειρήνη.
ΛΙΓΟ
– λίγο γδυθήκαμε απ’ όλα τα στολίδια
– λίγο γδυθήκαμε απ’ όλα τα στολίδια
μείναμε
μόνο με τη γύμνια μας ‒ γυμνοί, θεόγυμνοι,
μόνο με τη γύμνια μας ‒ γυμνοί, θεόγυμνοι,
κουβαλώντας
τις πέτρες στον ανήφορο
τις πέτρες στον ανήφορο
κάτου
απ’ τις βρισιές και τα μαστίγια
απ’ τις βρισιές και τα μαστίγια
σκάβοντας
με τα νύχια μας τη νύχτα
με τα νύχια μας τη νύχτα
για
ν’ ανοίξουμε μια τρύπα στο φως
ν’ ανοίξουμε μια τρύπα στο φως
μαύροι
απ’ το κάρβουνο της νύχτας
απ’ το κάρβουνο της νύχτας
μαύροι
σαν τους αδελφούς μας τους Μαύρους
σαν τους αδελφούς μας τους Μαύρους
σαν
τους αδελφούς μας ανθρακωρύχους
τους αδελφούς μας ανθρακωρύχους
με
μια λάμπα μονάχα κρεμασμένη στη ζώνη μας
μια λάμπα μονάχα κρεμασμένη στη ζώνη μας
μ’
ένα κόκκινο αστέρι μονάχα στην καρδιά μας
ένα κόκκινο αστέρι μονάχα στην καρδιά μας
φωτίζοντας
το δρόμο μη σκοντάψει η λευτεριά κ’ η ειρήνη.
το δρόμο μη σκοντάψει η λευτεριά κ’ η ειρήνη.
ΑΓΑΠΗΜΕΝΕ
μου Ζολιό, έχω καιρό ν’ ακούσω ένα αστέρι
μου Ζολιό, έχω καιρό ν’ ακούσω ένα αστέρι
να
σκάβει μια γούβα στην καρδιά μου
σκάβει μια γούβα στην καρδιά μου
για
να φυτέψει ένα λουλούδι.
να φυτέψει ένα λουλούδι.
Σκληρή
η ζωή μάς στάθηκε, Ζολιό,
η ζωή μάς στάθηκε, Ζολιό,
να
‘μαστε ολημερίς μέσα στον ήλιο
‘μαστε ολημερίς μέσα στον ήλιο
και
να μην έχουμε μια θύμηση από ήλιο,
να μην έχουμε μια θύμηση από ήλιο,
να
‘μαστε πλάι στη θάλασσα
‘μαστε πλάι στη θάλασσα
και
να μην έχουμε δυο πήχες θάλασσα
να μην έχουμε δυο πήχες θάλασσα
για
να τυλίξουμε την καρδιά μας που καίγεται,
να τυλίξουμε την καρδιά μας που καίγεται,
να
κουβαλάμε ολοχρονίς το μπόγο μας,
κουβαλάμε ολοχρονίς το μπόγο μας,
ένα
βαμένο αμπέχωνο, μια καραβάνα, ένα παγούρι,
βαμένο αμπέχωνο, μια καραβάνα, ένα παγούρι,
τον
καημό μας, τον καημό των δικώνε μας, τον καημό του κόσμου
καημό μας, τον καημό των δικώνε μας, τον καημό του κόσμου
και
να μη βρίσκουμε μια θέση ν’ απαγγιάσουμε
να μη βρίσκουμε μια θέση ν’ απαγγιάσουμε
να
ζυμώσουμε το χώμα με το δάκρυ μας
ζυμώσουμε το χώμα με το δάκρυ μας
να
φτιάξουμε σταμνιά για τα φτωχά παράθυρα
φτιάξουμε σταμνιά για τα φτωχά παράθυρα
να
κρυώνουν το νερό της λευτεριάς και της ειρήνης.
κρυώνουν το νερό της λευτεριάς και της ειρήνης.
ΠΕΣ
ΜΑΣ, Ζολιό, πώς κοιμάται το μεσημέρι
ΜΑΣ, Ζολιό, πώς κοιμάται το μεσημέρι
ανάμεσα
στα στάχυα και τις παπαρούνες,
στα στάχυα και τις παπαρούνες,
πώς
κατεβαίνει η γαλήνη το βράδι απ’ το βουνό
κατεβαίνει η γαλήνη το βράδι απ’ το βουνό
(λέω,
θα ’ναι τα μαλλιά της νοτισμένα απ’ τ’ αστέρια),
θα ’ναι τα μαλλιά της νοτισμένα απ’ τ’ αστέρια),
πώς
λυγίζει ένα κλωνάρι στη μέση της αυγής,
λυγίζει ένα κλωνάρι στη μέση της αυγής,
πώς
είναι τα χέρια της μητέρας
είναι τα χέρια της μητέρας
όταν
διπλώνει τις πετσέτες ύστερ’ απ’ το δείπνο,
διπλώνει τις πετσέτες ύστερ’ απ’ το δείπνο,
πώς
είναι ο ίσκιος της αδελφής πάνου στον τοίχο
είναι ο ίσκιος της αδελφής πάνου στον τοίχο
όταν
σιμώνει στη λάμπα να περάσει την κλωστή στη βελόνα
σιμώνει στη λάμπα να περάσει την κλωστή στη βελόνα
και
να μπαλώσει αιωπηλά τη λύπη του σπιτιού μας;
να μπαλώσει αιωπηλά τη λύπη του σπιτιού μας;
Πες
μας, Ζολιό, πώς είναι;
μας, Ζολιό, πώς είναι;
Ξεχάσαμε,
Ζολιό, όλα τα ξεχάσαμε κι όλα μαζί τα βρήκαμε
Ζολιό, όλα τα ξεχάσαμε κι όλα μαζί τα βρήκαμε
κοιτάζοντας
μόνο μπροστά τη λευτεριά και την ειρήνη.
μόνο μπροστά τη λευτεριά και την ειρήνη.
ΑΛΗΘΕΙΑ,
δε θυμόμαστε
δε θυμόμαστε
πώς
χαιρετάει ένα πράσινο φύλλο τη μέρα
χαιρετάει ένα πράσινο φύλλο τη μέρα
πώς
χτίζουν τα μερμήγκια το σπίτι τους
χτίζουν τα μερμήγκια το σπίτι τους
πώς
σεργιανάει η λιακάδα στα περβόλια
σεργιανάει η λιακάδα στα περβόλια
τι
χρώμα παίρνει η σκιά του δέντρου μέσα στο νερό
χρώμα παίρνει η σκιά του δέντρου μέσα στο νερό
τι
λέει ένα σύγνεφο σταυρώνοντας τα χέρια του στο λιόγερμα
λέει ένα σύγνεφο σταυρώνοντας τα χέρια του στο λιόγερμα
τι
σχήμα παίρνει το σώμα της γυναίκας κάτου απ’ τ’ άσπρο σεντόνι
σχήμα παίρνει το σώμα της γυναίκας κάτου απ’ τ’ άσπρο σεντόνι
‒
δε θυμόμαστε,
δε θυμόμαστε,
θυμόμαστε
μονάχα κείνους που πεθάνανε
μονάχα κείνους που πεθάνανε
για
τη λευτεριά και την ειρήνη.
τη λευτεριά και την ειρήνη.
ΕΙΝΑΙ
δύσκολο τώρα να ξεχωρίσεις τη φωνή του δειλινού
δύσκολο τώρα να ξεχωρίσεις τη φωνή του δειλινού
και
το βήμα του καλοκαιριού στ’ ακρογιάλι,
το βήμα του καλοκαιριού στ’ ακρογιάλι,
είναι
δύσκολο ν’ ακούσεις μιαν αχτίνα που διπλώνει το δάχτυλο
δύσκολο ν’ ακούσεις μιαν αχτίνα που διπλώνει το δάχτυλο
και
χτυπάει το τζάμι μιας παιδικής κάμαρας το απόγευμα,
χτυπάει το τζάμι μιας παιδικής κάμαρας το απόγευμα,
δύσκολο
‒ σαν έχεις ακούσει τις φωνές των πληγωμένων στις χαράδρες
‒ σαν έχεις ακούσει τις φωνές των πληγωμένων στις χαράδρες
σαν
έχεις δει τ’ αστέρια σα σκουριασμένα κουμπιά στα χιτώνια
έχεις δει τ’ αστέρια σα σκουριασμένα κουμπιά στα χιτώνια
των
εκτελεσμένων
εκτελεσμένων
σαν
έχεις δει τα φορεία ν’ ανηφορίζουν τη νύχτα
έχεις δει τα φορεία ν’ ανηφορίζουν τη νύχτα
σαν
έχεις δει τη νύχτα να μη λέει «αύριο»
έχεις δει τη νύχτα να μη λέει «αύριο»
σαν
έχεις δει πόσο δύσκολα κερδίζουμε τη λευτεριά και την ειρήνη.
έχεις δει πόσο δύσκολα κερδίζουμε τη λευτεριά και την ειρήνη.
ΞΕΜΑΘΑΜΕ
πολλά, Ζολιό, ξεμάθαμε
πολλά, Ζολιό, ξεμάθαμε
πως
γλιστράει το ψάρι της γαλήνης στα ρηχά της σιγαλιάς
γλιστράει το ψάρι της γαλήνης στα ρηχά της σιγαλιάς
πως
μπλέκονται οι γαλάζιες φλέβες στα χέρια της άνοιξης ‒ ξεμάθαμε
μπλέκονται οι γαλάζιες φλέβες στα χέρια της άνοιξης ‒ ξεμάθαμε
μάθαμε
τώρα κάτι πράματα απλά, πολύ απλά, πολύ σίγουρα
τώρα κάτι πράματα απλά, πολύ απλά, πολύ σίγουρα
πως
ο ουρανός αρχίζει απ’ το ψωμί
ο ουρανός αρχίζει απ’ το ψωμί
πως
δεν είναι δίκιο άλλοι να βγάζουν το ψωμί κι άλλοι να τρώνε το ψωμί
δεν είναι δίκιο άλλοι να βγάζουν το ψωμί κι άλλοι να τρώνε το ψωμί
πως
δεν είναι δίκιο να φτιάχνουν κανόνια και να λείπουν τ’ αλέτρια, ‒ απλά πράματα,
δεν είναι δίκιο να φτιάχνουν κανόνια και να λείπουν τ’ αλέτρια, ‒ απλά πράματα,
μπορεί
κι ένα παιδί να τα πει σε μια φυσαρμόνικα της τσέπης
κι ένα παιδί να τα πει σε μια φυσαρμόνικα της τσέπης
μπορεί
κ’ ένας καλός φαντάρος που ονειρεύτηκε τη μάνα του
κ’ ένας καλός φαντάρος που ονειρεύτηκε τη μάνα του
να
τιναχτεί απ’ τον ύπνο του και να τα πει σε μια σάλπιγγα
τιναχτεί απ’ τον ύπνο του και να τα πει σε μια σάλπιγγα
κ’
οι νεκροί μας τα ξέρουν πιο καλά ‒ κάθε νύχτα η σιωπή τους τα φωνάζει ‒ απλά
πράματα
οι νεκροί μας τα ξέρουν πιο καλά ‒ κάθε νύχτα η σιωπή τους τα φωνάζει ‒ απλά
πράματα
‒
δεν είμαστε σοφοί, Ζολιό,
δεν είμαστε σοφοί, Ζολιό,
απλά
πράματα λέμε, πολύ απλά τα λέμε
πράματα λέμε, πολύ απλά τα λέμε
πως
αξίζει κανένας να ζει και να πεθαίνει
αξίζει κανένας να ζει και να πεθαίνει
για
τη λευτεριά και την ειρήνη.
τη λευτεριά και την ειρήνη.
ΖΟΛΙΟ,
πολύν καιρό είχα μείνει δίχως χαρτί, δίχως μολύβι, δίχως μουσική
πολύν καιρό είχα μείνει δίχως χαρτί, δίχως μολύβι, δίχως μουσική
μην
ξέροντας κάθε φορά από πού βγαίνει ο ήλιος
ξέροντας κάθε φορά από πού βγαίνει ο ήλιος
νιώθοντας
ξένο το χέρι τού αγέρα πάνου στο χέρι μου
ξένο το χέρι τού αγέρα πάνου στο χέρι μου
νιώθοντας
ξένο το στόμα της στάμνας στο στόμα μου
ξένο το στόμα της στάμνας στο στόμα μου
δίχως
να κόβω τα γένεια μου, δίχως να γράφω στίχους ‒
να κόβω τα γένεια μου, δίχως να γράφω στίχους ‒
ξέμαθα
πια, Ζολιό, να γράφω στίχους
πια, Ζολιό, να γράφω στίχους
έμαθα
μονάχα να γράφω τούτες τις δυο λέξεις: λευτεριά και ειρήνη.
μονάχα να γράφω τούτες τις δυο λέξεις: λευτεριά και ειρήνη.
ΖΟΛΙΟ,
το ξέρω, τα τραγούδια μου
το ξέρω, τα τραγούδια μου
είναι
χοντροκομένα κι απελέκητα,
χοντροκομένα κι απελέκητα,
φοράνε
χοντροπάπουτσα οι στίχοι μου
χοντροπάπουτσα οι στίχοι μου
με
πολλές αράδες καρφιά για ν’ αντέχουν στα κατσάβραχα
πολλές αράδες καρφιά για ν’ αντέχουν στα κατσάβραχα
καθώς
ανηφοράνε όλο το θάνατο
ανηφοράνε όλο το θάνατο
για
τη λευτεριά και την ειρήνη.
τη λευτεριά και την ειρήνη.
ΝΑΙ,
σα χωριάτης είναι το τραγούδι μου
σα χωριάτης είναι το τραγούδι μου
με
μπαλωμένο βρακί, με σκισμένο πουκάμισο
μπαλωμένο βρακί, με σκισμένο πουκάμισο
με
το χώμα σφηνωμένο στα νύχια του
το χώμα σφηνωμένο στα νύχια του
με
το πρόσωπο σκαμμένο απ’ την αλμύρα και τον ήλιο
το πρόσωπο σκαμμένο απ’ την αλμύρα και τον ήλιο
απ’
τον καημό κι απ’ την ελπίδα κι απ’ την αγάπη
τον καημό κι απ’ την ελπίδα κι απ’ την αγάπη
και
μ΄ ένα κόκκινο γαρύφαλλο στ’ αυτί του
μ΄ ένα κόκκινο γαρύφαλλο στ’ αυτί του
‒
κοίτα πως σφίγγει ο στίχος μου μέσα στα δάχτυλά του την καρδιά μου
κοίτα πως σφίγγει ο στίχος μου μέσα στα δάχτυλά του την καρδιά μου
όπως
σφίγγει ο χωριάτης το σκούφο του
σφίγγει ο χωριάτης το σκούφο του
μπαίνοντας
κι αυτός στο Συνέδριό σας για να πει κι αυτός δυο λόγια
κι αυτός στο Συνέδριό σας για να πει κι αυτός δυο λόγια
για
τη λευτεριά και την ειρήνη.
τη λευτεριά και την ειρήνη.
ΜΑ
ΑΥΤΟΥ μέσα, Ζολιό, είναι τ’ αδέρφια μας,
ΑΥΤΟΥ μέσα, Ζολιό, είναι τ’ αδέρφια μας,
είναι
τ΄ αδέρφια μας που τ’ ανταμώσαμε στην ίδια πίκρα
τ΄ αδέρφια μας που τ’ ανταμώσαμε στην ίδια πίκρα
όταν
μασούσαν μια μπουκιά ψωμί μπροστά στο γκρεμισμένο σπίτι τους
μασούσαν μια μπουκιά ψωμί μπροστά στο γκρεμισμένο σπίτι τους
όταν
βάζαν στο γυλιό τους το μωρό τους και τις σφαίρες τους και πολεμούσαν για την
ειρήνη
βάζαν στο γυλιό τους το μωρό τους και τις σφαίρες τους και πολεμούσαν για την
ειρήνη
όταν
ψάχναν στις στάχτες της πυρκαϊάς να βρουν το πόμολο τής πόρτας τους και τα
χνάρια της ζωής τους,
ψάχναν στις στάχτες της πυρκαϊάς να βρουν το πόμολο τής πόρτας τους και τα
χνάρια της ζωής τους,
γι’
αυτό δε ντρέπεται ο στίχος μου
αυτό δε ντρέπεται ο στίχος μου
να
περπατήσει ανάμεσό σας με τις αρβύλες του
περπατήσει ανάμεσό σας με τις αρβύλες του
ν’
αφήσει την καρδιά μου αδέξια πάνου στο τραπέζι σας
αφήσει την καρδιά μου αδέξια πάνου στο τραπέζι σας
όπως
αφήνει ο χωρικός ένα μικρό άσπρο πρόβατο
αφήνει ο χωρικός ένα μικρό άσπρο πρόβατο
απάνου
στην ποδιά της λευτεριάς και της ειρήνης.
στην ποδιά της λευτεριάς και της ειρήνης.
ΕΙΝΑΙ
πικρή η ζωή, Ζολιό, και δεν μπορώ να τραγουδήσω
πικρή η ζωή, Ζολιό, και δεν μπορώ να τραγουδήσω
όταν
πίσω απ’ το στενό παράθυρο της φυλακής
πίσω απ’ το στενό παράθυρο της φυλακής
πίσω
απ’ τα σιδερένια τετράγωνα
απ’ τα σιδερένια τετράγωνα
είναι
στριμωγμένα τα πρόσωπα των αγωνιστών
στριμωγμένα τα πρόσωπα των αγωνιστών
κοιτάζοντας
το δρόμο με τις λίγες σκονισμένες πιπεριές
το δρόμο με τις λίγες σκονισμένες πιπεριές
ακούγοντας
τη φωνή ενός παιδιού έξω απ’ το φούρνο
τη φωνή ενός παιδιού έξω απ’ το φούρνο
και
τη θλιμένη φυσαρμόνικα του δειλινού πίσω απ’ τους λόφους.
τη θλιμένη φυσαρμόνικα του δειλινού πίσω απ’ τους λόφους.
Μακριά
σφυράει το τραίνο της Λαρίσης ‒ μες στο σφύριγμά του
σφυράει το τραίνο της Λαρίσης ‒ μες στο σφύριγμά του
κουβαλάει
τη μυρωδιά των θερισμένων κάμπων της Θεσσαλίας.
τη μυρωδιά των θερισμένων κάμπων της Θεσσαλίας.
Αχ,
έξω να βραδιάζει αργά ένα βράδι ελληνικό όλο διαφάνεια,
έξω να βραδιάζει αργά ένα βράδι ελληνικό όλο διαφάνεια,
φώτα
ν’ ανάβουν στις υπαίθριες μπυραρίες της λεωφόρου Αλεξάνδρας
ν’ ανάβουν στις υπαίθριες μπυραρίες της λεωφόρου Αλεξάνδρας
‒στον
αγέρα
αγέρα
μια
μυρωδιά τηγανητής μαρίδας και ροδάκινου‒
μυρωδιά τηγανητής μαρίδας και ροδάκινου‒
Κι
ακόμη αυτά τα πρόσωπα να μένουν στριμωγμένα πίσω από τα κάγκελα
ακόμη αυτά τα πρόσωπα να μένουν στριμωγμένα πίσω από τα κάγκελα
κόβοντας
ένα κλωναράκι αστέρια να μυρίζουν στον ύπνο τους,
ένα κλωναράκι αστέρια να μυρίζουν στον ύπνο τους,
ν’
ακούν τη δύναμη τους άνεργη να σκάβει τα πλευρά τους
ακούν τη δύναμη τους άνεργη να σκάβει τα πλευρά τους
ν’
ακούν το βήμα του δεσμοφύλακα στο διάδρομο
ακούν το βήμα του δεσμοφύλακα στο διάδρομο
ν’
ακούν το μεγάλο κλειδί να στρίβει στην πόρτα
ακούν το μεγάλο κλειδί να στρίβει στην πόρτα
κι
όλο να περιμένουνε τη λευτεριά και της ειρήνη.
όλο να περιμένουνε τη λευτεριά και της ειρήνη.
ΘΑ
ΞΕΡΕΙΣ βέβαια, Ζολιό, για το Μανώλη Γλέζο
ΞΕΡΕΙΣ βέβαια, Ζολιό, για το Μανώλη Γλέζο
‒α,
πώς να σου το πει το στόμα μου, Ζολιό,
πώς να σου το πει το στόμα μου, Ζολιό,
όταν
περνούσε με τα δυο του χέρια στις τσέπες τού παντελονιού τα σοκάκια της Πλάκας,
περνούσε με τα δυο του χέρια στις τσέπες τού παντελονιού τα σοκάκια της Πλάκας,
ωραίο
παιδί χαμογελώντας στ’ όνειρο τού κόσμου πάνου απ’ τις
παιδί χαμογελώντας στ’ όνειρο τού κόσμου πάνου απ’ τις
οροσειρές
της δυστυχίας
της δυστυχίας
όταν
σκαρφάλωνε τα βράχια της Ακρόπολης
σκαρφάλωνε τα βράχια της Ακρόπολης
σφίγγοντας
μες στις δυο νεαρές γροθιές του
μες στις δυο νεαρές γροθιές του
την
οργή όλων των λαών και την ελπίδα τους
οργή όλων των λαών και την ελπίδα τους
όταν
κάτου από τ’ ανοιχτά ρουθούνια των πεινασμένων πολυβόλων
κάτου από τ’ ανοιχτά ρουθούνια των πεινασμένων πολυβόλων
έσπαγε
με τις δυο γροθιές του τον κυρτό σταυρό
με τις δυο γροθιές του τον κυρτό σταυρό
έσπαγε
με τις δυο γροθιές του όλα τα δόντια του θανάτου ‒
με τις δυο γροθιές του όλα τα δόντια του θανάτου ‒
Και,
να που χρόνια τώρα
να που χρόνια τώρα
ο
Μανώλης ο Γλέζος, Ζολιό,
Μανώλης ο Γλέζος, Ζολιό,
κοιτάει
το φως πίσω απ’ τα σίδερα
το φως πίσω απ’ τα σίδερα
κι
ακόμη με τα δυο του χέρια, σημαδεμένα από τις χειροπέδες,
ακόμη με τα δυο του χέρια, σημαδεμένα από τις χειροπέδες,
σκουπίζει
τα κλαμένα μάτια τού κόσμου
τα κλαμένα μάτια τού κόσμου
σκουπίζει
το ιδρωμένο μέτωπο
το ιδρωμένο μέτωπο
της
λευτεριάς και της ειρήνης.
λευτεριάς και της ειρήνης.
ΕΜΑΘΕΣ
τίποτα, Ζολιό, για τη γιαγιά – Βαγίτσα;
τίποτα, Ζολιό, για τη γιαγιά – Βαγίτσα;
Την
ώρα που την παίρναν για να τη σκοτώσουν
ώρα που την παίρναν για να τη σκοτώσουν
είχε
πλυθεί κ’ είχε φορέσει τα καλά της
πλυθεί κ’ είχε φορέσει τα καλά της
είχε
βάψει μονάχη τα παπούτσια της
βάψει μονάχη τα παπούτσια της
κ’
είχε ένα φαρδύ χαμόγελο πίσω απ’ τις ρυτίδες της
είχε ένα φαρδύ χαμόγελο πίσω απ’ τις ρυτίδες της
όπως
είναι το λιόγερμα πίσω απ’ τα κυπαρίσσια του χωριού της.
είναι το λιόγερμα πίσω απ’ τα κυπαρίσσια του χωριού της.
Έβγαλε
από τον κόρφο της το μαύρο της μαντήλι
από τον κόρφο της το μαύρο της μαντήλι
και
χόρεψε στο προαύλιο της φυλακής «έχετε γεια βρυσούλες»,
χόρεψε στο προαύλιο της φυλακής «έχετε γεια βρυσούλες»,
«έχετε
γεια», η γιαγιά – Βαγίτσα χόρεψε
γεια», η γιαγιά – Βαγίτσα χόρεψε
ανεμίζοντας
το μαύρο μαντήλι της.
το μαύρο μαντήλι της.
Ζολιό,
την είδες τη γιαγιά – Βαγίτσα;
την είδες τη γιαγιά – Βαγίτσα;
Δεν
μπορεί, θα την είδες, Ζολιό,
μπορεί, θα την είδες, Ζολιό,
την
ώρα που χόρευε πιασμένη απ’ το χέρι
ώρα που χόρευε πιασμένη απ’ το χέρι
της
λευτεριάς και της ειρήνης.
λευτεριάς και της ειρήνης.
ΕΙΝΑΙ
όμορφος ο κόσμος, Ζολιό,
όμορφος ο κόσμος, Ζολιό,
α,
ναι, είναι όμορφος ο κόσμος
ναι, είναι όμορφος ο κόσμος
όταν
η γιαγιά – Βαγίτσα ανεμίζει το μαύρο μαντήλι της
η γιαγιά – Βαγίτσα ανεμίζει το μαύρο μαντήλι της
κάτου
απ’ τη μύτη του Χάροντα ‒
απ’ τη μύτη του Χάροντα ‒
τόσο
όμορφος ο κόσμος που μπορούμε να πεθάνουμε
όμορφος ο κόσμος που μπορούμε να πεθάνουμε
κρατώντας
το μαντήλι της γιαγιά – Βαγίτσας και χορεύοντας
το μαντήλι της γιαγιά – Βαγίτσας και χορεύοντας
για
τη λευτεριά και την ειρήνη.
τη λευτεριά και την ειρήνη.
Κ’
Η ΜΑΡΙΑ Λεοντίδου, αδελφέ μου,
Η ΜΑΡΙΑ Λεοντίδου, αδελφέ μου,
η
παραδουλεύτρα,
παραδουλεύτρα,
που
συγύριζε ξένα σπίτια και σπίτι δεν είχε
συγύριζε ξένα σπίτια και σπίτι δεν είχε
που
‘πλενε τα ξένα ρούχα και δεν είχε πουκάμισο
‘πλενε τα ξένα ρούχα και δεν είχε πουκάμισο
κ’
είχε δυο χοντρά χέρια
είχε δυο χοντρά χέρια
δυο
χέρια από καημό και σίδερο
χέρια από καημό και σίδερο
δυο
χέρια βασανισμένα απ’ τον πικρό μόχτο
χέρια βασανισμένα απ’ τον πικρό μόχτο
δυο
χέρια σα δυο καμένα δέντρα στο λιοβασίλεμα
χέρια σα δυο καμένα δέντρα στο λιοβασίλεμα
‒
τη σκότωσαν, Ζολιό, τη Μαρία
τη σκότωσαν, Ζολιό, τη Μαρία
μα
λέω που μεθαύριο θα μπουμπουκιάσουν τα χέρια της
λέω που μεθαύριο θα μπουμπουκιάσουν τα χέρια της
μέσα
στη λευτεριά και στην ειρήνη.
στη λευτεριά και στην ειρήνη.
ΖΟΛΙΟ,
η Μαρία είχε μάθει
η Μαρία είχε μάθει
όπως
και ‘μεις πως ο ουρανός αρχίζει απ’ το ψωμί,
και ‘μεις πως ο ουρανός αρχίζει απ’ το ψωμί,
γι’
αυτό, λίγο προτού πεθάνει,
αυτό, λίγο προτού πεθάνει,
έδεσε
τα χοντρά της χέρια στην καρδιά της
τα χοντρά της χέρια στην καρδιά της
κοίταξε
απ’ τη μεριά που βγαίνει ο ήλιος
απ’ τη μεριά που βγαίνει ο ήλιος
κ’
είπε:
είπε:
“αν
είναι να χορτάσει ο κόσμος το ψωμάκι
είναι να χορτάσει ο κόσμος το ψωμάκι
έτσι
που δεν το χόρτασα ποτές μου εγώ
που δεν το χόρτασα ποτές μου εγώ
ας
πάω κ’ εγώ ‒
πάω κ’ εγώ ‒
μονάχα
να χορτάσει ο κόσμος το ψωμάκι”.
να χορτάσει ο κόσμος το ψωμάκι”.
Τι
λες, Ζολιό, δε θα ξαναβρούμε τη Μαρία
λες, Ζολιό, δε θα ξαναβρούμε τη Μαρία
να
κρατάει μες στα χοντρά της χέρια μια μεγάλη σκούπα
κρατάει μες στα χοντρά της χέρια μια μεγάλη σκούπα
πρωινές
αχτίνες
αχτίνες
και
να σκουπίζει τα πλατιά πεζοδρόμια του μέλλοντος
να σκουπίζει τα πλατιά πεζοδρόμια του μέλλοντος
ή
να κρατάει μια θεόρατη καισαριανιώτικη σημαία,
να κρατάει μια θεόρατη καισαριανιώτικη σημαία,
μεθαύριο,
λέω, που θα γιορτάζουμε
λέω, που θα γιορτάζουμε
τη
λευτεριά και την ειρήνη;
λευτεριά και την ειρήνη;
ΠΗΡΕ
τ’ αυτί σου τίποτα, Ζολιό,
τ’ αυτί σου τίποτα, Ζολιό,
και
για την άλλη μας γιαγιά τη Μαμαλίνα;
για την άλλη μας γιαγιά τη Μαμαλίνα;
Η
γιαγιά – Μαμαλίνα
γιαγιά – Μαμαλίνα
είναι
μια γριούλα ενενήντα χρονώ
μια γριούλα ενενήντα χρονώ
έχει
δυο δεντράκια ρυτίδες γύρω στα μάτια της
δυο δεντράκια ρυτίδες γύρω στα μάτια της
έχει
μια μαύρη φούστα γιομάτη θάνατο
μια μαύρη φούστα γιομάτη θάνατο
και
μιαν αυλακιά περηφάνεια ανάμεσα στα φρύδια
μιαν αυλακιά περηφάνεια ανάμεσα στα φρύδια
σαν
ένα καμπαναριό ανάμεσα στα σύγνεφα.
ένα καμπαναριό ανάμεσα στα σύγνεφα.
Το
‘να της το παιδί σκοτώθηκε στην Αλβανία
‘να της το παιδί σκοτώθηκε στην Αλβανία
τ’
άλλο της τής το σκότωσαν οι Γερμανοί
άλλο της τής το σκότωσαν οι Γερμανοί
τ’
άλλο της το ’στησαν στον τοίχο τις προάλλες,
άλλο της το ’στησαν στον τοίχο τις προάλλες,
κ’
η γιαγιά – Μαμαλίνα,
η γιαγιά – Μαμαλίνα,
η
γιαγιά μας, Ζολιό,
γιαγιά μας, Ζολιό,
δικάστηκε
ισόβια
ισόβια
γιατί
αγαπούσε η καψερή
αγαπούσε η καψερή
όπως
κ’ εγώ κι όπως κ’ εσύ
κ’ εγώ κι όπως κ’ εσύ
τη
λευτεριά και την ειρήνη.
λευτεριά και την ειρήνη.
ΤΩΡΑ
η γιαγιά – Μαμαλίνα
η γιαγιά – Μαμαλίνα
μες
στο κελί της μετράει τούς πεθαμένους
στο κελί της μετράει τούς πεθαμένους
πλέκει
τσουράπια για τους πεθαμένους
τσουράπια για τους πεθαμένους
πλέκει
μια μάλλινη χωριάτικη φανέλα
μια μάλλινη χωριάτικη φανέλα
για
τον κόσμο που κρυώνει
τον κόσμο που κρυώνει
πλέκει
ένα κόκκινο σκουφάκι
ένα κόκκινο σκουφάκι
για
την Άνοιξη.
την Άνοιξη.
Α,
δεν το βάζει κάτου η γιαγιά – Μαμαλίνα,
δεν το βάζει κάτου η γιαγιά – Μαμαλίνα,
η
γιαγιά μας, Ζολιό,
γιαγιά μας, Ζολιό,
ψήνει
στο μπρίκι της το καφεδάκι της ‒αν έχει‒
στο μπρίκι της το καφεδάκι της ‒αν έχει‒
κι
απ’ το ίδιο πήλινο φλιτζάνι της κερνάει
απ’ το ίδιο πήλινο φλιτζάνι της κερνάει
τη
λευτεριά και την ειρήνη.
λευτεριά και την ειρήνη.
ΖΟΛΙΟ,
θα ‘χα χιλιάδες τέτοια να σου πω
θα ‘χα χιλιάδες τέτοια να σου πω
μα
δε με παίρνει η ώρα.
δε με παίρνει η ώρα.
Ζολιό,
είναι τώρα κάπου δέκα χρόνια
είναι τώρα κάπου δέκα χρόνια
που
οι νύχτες μας περνούν σκυφτές κάτου απ’ τ’ αστέρια τους
οι νύχτες μας περνούν σκυφτές κάτου απ’ τ’ αστέρια τους
όπως
περνούν οι εργάτριες φορτωμένες τσουβάλια στάρι ‒
περνούν οι εργάτριες φορτωμένες τσουβάλια στάρι ‒
μες
απ’ τις τρύπες πέφτουνε στο δρόμο φούχτες τ’ άστρα‒
απ’ τις τρύπες πέφτουνε στο δρόμο φούχτες τ’ άστρα‒
δε
μας παίρνει ο καιρός
μας παίρνει ο καιρός
να
μαζέψουμε τούτο το στάρι
μαζέψουμε τούτο το στάρι
να
φτιάξουμε φαρδιά καρβέλια
φτιάξουμε φαρδιά καρβέλια
να
τ’ αραδιάσουμε στο μεσιανό δοκάρι του κόσμου,
τ’ αραδιάσουμε στο μεσιανό δοκάρι του κόσμου,
‒δε
μας παίρνει η ώρα, Ζολιό,‒ μάς κυνηγάνε,
μας παίρνει η ώρα, Ζολιό,‒ μάς κυνηγάνε,
και
βιάζουμε να σου στείλω το γράμμα μου
βιάζουμε να σου στείλω το γράμμα μου
γιατί
δεν ξέρεις αύριο τι γίνεται
δεν ξέρεις αύριο τι γίνεται
γιατί
δεν ξέρεις τι γίνεται στη χώρα μας
δεν ξέρεις τι γίνεται στη χώρα μας
για
‘κείνον που λέει την αλήθεια
‘κείνον που λέει την αλήθεια
γι’
αυτόν που βιάζεται να χαιρετήσει
αυτόν που βιάζεται να χαιρετήσει
τη
λευτεριά και την ειρήνη.
λευτεριά και την ειρήνη.
ΖΟΛΙΟ,
θα ’θελα ακόμα να σου εξομολογηθώ
θα ’θελα ακόμα να σου εξομολογηθώ
πως
τα βράδια που αρχίζει ο ουρανός να μας γνωρίζει
τα βράδια που αρχίζει ο ουρανός να μας γνωρίζει
κ’
η Μεγάλη Άρκτος στέκεται έξω απ’ την αυλόπορτα της σιγαλιάς
η Μεγάλη Άρκτος στέκεται έξω απ’ την αυλόπορτα της σιγαλιάς
μένουμε
ώρες
ώρες
με
το δάχτυλο ξεχασμένο στην κουμπότρυπα της λύπης
το δάχτυλο ξεχασμένο στην κουμπότρυπα της λύπης
να
συλλογιόμαστε τον κόσμο και τα βάσανά του
συλλογιόμαστε τον κόσμο και τα βάσανά του
να
συλλογιόμαστε
συλλογιόμαστε
ένα
βιβλίο που απόμεινε μισοδιαβασμένο
βιβλίο που απόμεινε μισοδιαβασμένο
ένα
τραγούδι που κόπηκε στη μέση
τραγούδι που κόπηκε στη μέση
ένα
τραγούδι που δε γράφτηκε ποτέ
τραγούδι που δε γράφτηκε ποτέ
μια
τσατσάρα που απόμεινε μονάχη σ’ ένα κλεισμένο σπίτι
τσατσάρα που απόμεινε μονάχη σ’ ένα κλεισμένο σπίτι
μια
ξυριστική μηχανή και το σαπούνι πάνου στο νιφτήρα
ξυριστική μηχανή και το σαπούνι πάνου στο νιφτήρα
και
‘κείνον που δεν έχει ανάγκη πια να ξυριστεί ‒
‘κείνον που δεν έχει ανάγκη πια να ξυριστεί ‒
Αχ,
έτσι τρυφερά να συλλογιόμαστε τον κόσμο
έτσι τρυφερά να συλλογιόμαστε τον κόσμο
και
να θυμώνουμε φορές ‒ φορές, Ζολιό,
να θυμώνουμε φορές ‒ φορές, Ζολιό,
που
δεν μπορούμε πια να ‘μαστε θυμωμένοι
δεν μπορούμε πια να ‘μαστε θυμωμένοι
που
δεν μπορούμε να μισούμε όσους μάς κάναν το κακό
δεν μπορούμε να μισούμε όσους μάς κάναν το κακό
‒βλέπεις
η αγάπη πάντοτε, Ζολιό, βαραίνει πιότερο απ’ το μίσος‒
η αγάπη πάντοτε, Ζολιό, βαραίνει πιότερο απ’ το μίσος‒
και
πώς πεινάει η παλάμη μας να σφίξει μια παλάμη ‒
πώς πεινάει η παλάμη μας να σφίξει μια παλάμη ‒
να
σφίξει και του εχτρού μας την παλάμη
σφίξει και του εχτρού μας την παλάμη
κι
όχι που κουραστήκαμε, Ζολιό,
όχι που κουραστήκαμε, Ζολιό,
κι
όχι που ξερροζιάσανε τα χέρια μας
όχι που ξερροζιάσανε τα χέρια μας
μα
είναι γιατί αγαπάμε, όπως και συ,
είναι γιατί αγαπάμε, όπως και συ,
τη
λευτεριά και την ειρήνη.
λευτεριά και την ειρήνη.
ΖΟΛΙΟ,
πολλοί θα βάζαν την υπογραφή τους κάτου απ’ το γράμμα μου
πολλοί θα βάζαν την υπογραφή τους κάτου απ’ το γράμμα μου
όμως
δεν ξέρουν γράμματα
δεν ξέρουν γράμματα
θα
’βαζαν μονάχα ένα σταυρό σαν τους χωρικούς τού Μπονίκρο,
’βαζαν μονάχα ένα σταυρό σαν τους χωρικούς τού Μπονίκρο,
μα
τούτοι που δεν ξέρουνε να βάζουν την υπογραφή τους
τούτοι που δεν ξέρουνε να βάζουν την υπογραφή τους
ξέρουν
να βάζουν όλη την καρδιά τους
να βάζουν όλη την καρδιά τους
για
τη λευτεριά και την ειρήνη
τη λευτεριά και την ειρήνη
και
‘γω υπογράφω για όσους ξέρουν
‘γω υπογράφω για όσους ξέρουν
να
βάζουν όλη την καρδιά τους
βάζουν όλη την καρδιά τους
για
τη λευτεριά και την ειρήνη.
τη λευτεριά και την ειρήνη.
ΖΟΛΙΟ,
πες και στους άλλους αδελφούς μας
πες και στους άλλους αδελφούς μας
στον
Έρεμπουργκ, στον Αραγκόν και στο Νερούντα,
Έρεμπουργκ, στον Αραγκόν και στο Νερούντα,
στον
Ελυάρ και στον Χικμέτ
Ελυάρ και στον Χικμέτ
στον
Πικασσό και σ’ όλα μας τ’ αδέρφια
Πικασσό και σ’ όλα μας τ’ αδέρφια
πως
είμαστε ’δω πέρα τρεις χιλιάδες εξόριστοι
είμαστε ’δω πέρα τρεις χιλιάδες εξόριστοι
όχι
για τίποτ’ άλλο, αδέρφια μου,
για τίποτ’ άλλο, αδέρφια μου,
παρά
μονάχα, να, γιατί και ’μεις όπως και ’σεις
μονάχα, να, γιατί και ’μεις όπως και ’σεις
σηκώνουμε
στη ράχη μας ένα αγκωνάρι απ’ το καμένο σπίτι μας
στη ράχη μας ένα αγκωνάρι απ’ το καμένο σπίτι μας
να
χτίσουμε για κείνους που θα ’ρθούν
χτίσουμε για κείνους που θα ’ρθούν
ένα
καινούργιο σπίτι με πολλά παράθυρα
καινούργιο σπίτι με πολλά παράθυρα
πολλά
φαρδιά παράθυρα προς την ανατολή
φαρδιά παράθυρα προς την ανατολή
να
μη νυχτώνει από νωρίς η καρδιά των μανάδων
μη νυχτώνει από νωρίς η καρδιά των μανάδων
να
μην κοιμούνται κάθε βράδι τα παιδιά δίπλα στο θάνατο.
μην κοιμούνται κάθε βράδι τα παιδιά δίπλα στο θάνατο.
Και
πού θα πάει, Ζολιό; ‒
πού θα πάει, Ζολιό; ‒
θα
λειώσουμε μια μέρα τις οβίδες
λειώσουμε μια μέρα τις οβίδες
να
φτιάξουμε σφυριά κι αλέτρια και μπαλκόνια και φτερά
φτιάξουμε σφυριά κι αλέτρια και μπαλκόνια και φτερά
κ’
ένα άγαλμα Άφτερης Χαράς
ένα άγαλμα Άφτερης Χαράς
στη
στάση, εκεί, των λεωφορείων, στη φτωχογειτονιά μας
στάση, εκεί, των λεωφορείων, στη φτωχογειτονιά μας
στη
γειτονιά μας που θα μερμηγκιάζει απ’ τα γιαπιά
γειτονιά μας που θα μερμηγκιάζει απ’ τα γιαπιά
κάτου
απ’ τ’ ασίγαστο χωνί
απ’ τ’ ασίγαστο χωνί
του
χεροδύναμου μεγάφωνου των συνδικάτων
χεροδύναμου μεγάφωνου των συνδικάτων
που
όλο θα λέει, θα λέει σταράτα και με νούμερα
όλο θα λέει, θα λέει σταράτα και με νούμερα
για
τις τεράστιες καταχτήσεις των λαών
τις τεράστιες καταχτήσεις των λαών
στο
πλάνο της ανοικοδόμησης
πλάνο της ανοικοδόμησης
και
θ’ απαγγέλλει ποιήματα
θ’ απαγγέλλει ποιήματα
των
νέων προλετάριων ποιητών
νέων προλετάριων ποιητών
για
το χαρούμενο έρωτα
το χαρούμενο έρωτα
για
τους υδατοφράχτες
τους υδατοφράχτες
και
για τον εξηλεκτρισμό του κόσμου.
για τον εξηλεκτρισμό του κόσμου.
Αχ,
έτσι, αδέρφια μου, να μην υπάρχουν πια καμένα σπίτια
έτσι, αδέρφια μου, να μην υπάρχουν πια καμένα σπίτια
μα
να ’ναι όλος ο κόσμος ένα σπίτι ασβεστωμένο με τη βούρτσα του ήλιου
να ’ναι όλος ο κόσμος ένα σπίτι ασβεστωμένο με τη βούρτσα του ήλιου
κι
αχ, έτσι, αδέρφια μου, τούτο το σπίτι να το συγυρνάει μονάχα
αχ, έτσι, αδέρφια μου, τούτο το σπίτι να το συγυρνάει μονάχα
η
μάνα μας η Λευτεριά κ’ η πρωτοθυγατέρα της η Ειρήνη.
μάνα μας η Λευτεριά κ’ η πρωτοθυγατέρα της η Ειρήνη.
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ για τον ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟ, ΕΔΩ.
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ για τον ΑΗ ΣΤΡΑΤΗ, ΕΔΩ.
ΛΕΞΕΙΣ-ΚΛΕΙΔΙΑ: στιχοι, Ριτσος, μετρο, Στοκχολμη, τοιχογραφια, σταθμος Τενστα, γκαλερι, τεχνη, Σουηδια, Γραμμα στον Ζολιο-Κιουρι, ελευθερια, ειρηνη, εξορια, Αγιος Ευστρατιος, 1950, Γαλλια, φυσικος, Κιουρι, Παγκοσμιο Συμβουλιο Ειρηνης, βραβειο Νομπελ Χημειας, ραδιενεργεια, μεταλλιο, Ζολιο, Αη Στρατης, κουβερτα, κρεμμυδι, ελια, φως, ταγαρι, δεντρο, ηλιος, κριμα, λευτερια, ψαρι, γαληνη, σιγαλια, γαλαζιο, φλεβα, ανοιξη, ουρανος, ψωμι, δικιο, κανονι, αλετρι, φυσαρμονικα, φανταρος, μανα, σαλπιγγα, νεκρος, σιωπη, Ερεμπουργκ, Αραγκον, Νερουντα, Νερουδα, Ελυαρ, Ελιαρ, Πικασσο, Πικασο, ραχη, αγκωναρι, σπιτι, παραθυρο, ανατολη, καρδια, θανατος, οβιδα, σφυρι, μπαλκονι, φτερο, αγαλμα, Αφτερη Χαρα, σταση, λεωφορείο, φτωχογειτονια, γειτονια, γιαπι, χωνι, μεγαφωνο, συνδικατο, λαος, ανοικοδομηση, ποιημα, προλεταριος, ερωτας, υδατοφραχτης, εξηλεκτρισμος ασβεστης, βουρτσα, Δωρα